Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ που συνόδευσε την είδηση του θανάτου του Ζαν Λικ Γκοντάρ –ότι το τέλος του 91χρονου σκηνοθέτη επήλθε με «υποβοηθούμενη αυτοκτονία», μια διαδικασία που είναι θεσμικά κατοχυρωμένη στην Ελβετία– έφερε στο προσκήνιο για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια μια κρίσιμη συζήτηση που συχνά παγιδεύεται σε ποικίλης μορφής ηθικά και υπαρξιακά αδιέξοδα.
«Ο Γκοντάρ κατέφυγε σε νόμιμη υποβοηθούμενη ευθανασία λόγω "πολλαπλών παθολογικών καταστάσεων που προκαλούν αναπηρία", σύμφωνα με τους όρους της ιατρικής γνωμάτευσης», εξήγησε ο δικηγόρος του σκηνοθέτη, ενώ σύμφωνα με τη Libération, συγγενής της οικογένειας διευκρίνισε ότι «δεν ήταν άρρωστος, ήταν απλώς εξαντλημένος και γι’ αυτό αποφάσισε να δώσει ένα τέλος».
Η ανταλλαγή επιχειρημάτων και οι ρητορικές ακροβασίες ένθεν και ένθεν μπορούν να συνεχιστούν επ’ άπειρον για ένα τέτοιο ζήτημα, ειδικά εκ μέρους όσων δεν έχουν βρεθεί στη θέση των ανθρώπων που φτάνουν σ’ αυτή την απόφαση ή των συντρόφων και συγγενών τους.
Ακόμα και η σχετική ορολογία μοιάζει να αποτελείται από ευφημισμούς και οξύμωρα: Ευθανασία, υποβοηθούμενη αυτοκτονία, θάνατος με αξιοπρέπεια, δικαίωμα στον θάνατο...
Ασφαλώς και το τέλος μπορεί να είναι μια λύτρωση από τον πόνο και την ανημπόρια, υπάρχει όμως πραγματικά αξιοπρέπεια στον θάνατο; Κι αν φτάσει κανείς στο σημείο να ζητήσει (ή να ζητήσουν οι δικοί του) «υποβοηθούμενη αυτοκτονία», δεν έχει σαλπάρει κατά έναν τρόπο η αξιοπρέπεια προ πολλού;
Κι από την άλλη όμως, γιατί υποθέτουμε ότι οι άνθρωποι που έχουν καταβληθεί από ανίατες (ψυχικές ή σωματικές) νόσους και βαδίζουν βασανιστικά προς το τέλος, έχουν χάσει την αξιοπρέπειά τους; Ούτε να πεθάνει κανείς στην ώρα του δεν επιτρέπεται πια; Αν ανοίξουμε τέτοια πόρτα, ποιος θα μπορεί να κρίνει σε λίγο και με ποια ακριβώς κριτήρια ποιος δικαιούται την ευθανασία και ποιος όχι; Και ο όρκος του Ιπποκράτη τι λέει για όλα αυτά;
Η ανταλλαγή επιχειρημάτων και οι ρητορικές ακροβασίες ένθεν και ένθεν μπορούν να συνεχιστούν επ’ άπειρον για ένα τέτοιο ζήτημα, ειδικά εκ μέρους όσων δεν έχουν βρεθεί στη θέση των ανθρώπων που φτάνουν σ’ αυτή την απόφαση ή των συντρόφων και συγγενών τους. Και οι περισσότεροι δεν έχουμε βρεθεί, γεγονός που δεν εμποδίζει να έχουμε έντονη και απόλυτη άποψη για το θέμα, παρασυρόμενοι συχνά από μια επιθυμία ελέγχου της μοίρας, μια ψευδαίσθηση ύστατης επιλογής.
Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει κάποιον ή κάποια να λέει «αν καταλήξω "έτσι", τελειώστε με, κάντε μου την ένεση, τραβήξτε την πρίζα». Ούτε «παρηγορητική φροντίδα», ούτε «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», ούτε τίποτα.
Υπάρχουν διάφορες παράμετροι –νομικές, επιστημονικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές– που περιπλέκουν το ζήτημα, στο τέλος της μέρας όμως, αν βγάλουμε απ’ έξω τις πιο δογματικές θέσεις, δύο είναι οι αντιλήψεις που συγκρούονται εν προκειμένω. Είτε πιστεύει κανείς ότι υπάρχουν (πολύ) χειρότερα πράγματα κι από τον θάνατο είτε πιστεύει πως οτιδήποτε (ακόμα και μια επίπονη και βασανιστική ύπαρξη στην αιχμή μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας) είναι προτιμότερη από την ανυπαρξία, από το πρόωρο τέλος.