«Επιχειρώ» σημαίνει δοκιμάζω, αποτολμώ και προσπαθώ να επιτύχω κάτι. Συνεπώς, η ίδια η έννοια του επιχειρείν υποδηλώνει συμπεριφορά και δεξιότητες που ευνοούν την ανάπτυξη πρωτοβουλιών, τη δημιουργικότητα, την καινοτομία και την ανάληψη ρίσκου. Η επιχειρηματικότητα στη βάση της είναι τρόπος σκέψης που αναγνωρίζει ευκαιρίες, σχεδιάζει λύσεις με δημιουργικό, βιώσιμο και επικερδή οικονομικά και κοινωνικά τρόπο, κινητοποιεί υλικούς και ανθρώπινους πόρους και ωθεί σε πρωτοβουλίες εφαρμογής των λύσεων αυτών. Τα αποτελέσματα της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης ξεπερνούν το ατομικό επίπεδο και διαχέονται σε ολόκληρη την κοινωνία. Γι’ αυτό η επιχειρηματικότητα αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένας από τους θεμελιώδεις παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής αλλαγής.
Πιο συγκεκριμένα, η έμπρακτη εξοικείωση με τις έννοιες της επιχειρηματικής ιδέας και του επιχειρηματικού πλάνου, η μετουσίωση μιας δυναμικής ιδέας σε προϊόν ή υπηρεσία και η διάθεση στην αγορά είναι σημαντικά θέματα, τα οποία δεν πρέπει να παρακάμπτει η εκπαίδευση. Έτσι, στις ΗΠΑ η επιχειρηματικότητα εντάσσεται οργανικά στα περισσότερα προγράμματα σπουδών της μεταδευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αντίστοιχα, στην ΕΕ αναγνωρίζεται την τελευταία εικοσαετία ως βασική δεξιότητα, που πρέπει να παρέχεται στους πολίτες μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και της διά βίου μάθησης. Προς αυτή την κατεύθυνση δημιουργήθηκε το 2016 το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Επιχειρηματικών Δεξιοτήτων EntreComp (Entrepreneurship Competences), ένα κείμενο αναφοράς για την καθιέρωση κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής με στόχο την ενίσχυση της επιχειρηματικής αντίληψης και ικανότητας και τη δημιουργία επιχειρηματικής κουλτούρας στα κράτη μέλη.
Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ευνοϊκό κλίμα για την επιχειρηματική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων που παράγονται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα ερευνητικά κέντρα της χώρας. Πώς, όμως, μπορεί η αξιοποίηση της έρευνας να επιτευχθεί ώστε τα αποτελέσματά της να μην μένουν μόνο στο χαρτί αλλά να μετατρέπονται σε προϊόντα και υπηρεσίες που θα απευθύνονται στις μεγάλες διεθνείς αγορές, συμβάλλοντας έτσι στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας; Το σύνηθες είναι η ερευνητική ομάδα να διαθέτει στέρεο επιστημονικό και τεχνολογικό υπόβαθρο, αλλά να υστερεί σε δεξιότητες επιχειρηματικής ανάπτυξης. Αυτό ακριβώς το έλλειμμα πρέπει να καλύψει η εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα, ώστε ερευνητές και ομάδες να αποκτήσουν επιχειρηματική αντίληψη (δηλαδή να αντιλαμβάνονται τα βήματα για την επιχειρηματική υλοποίηση και το σχετιζόμενο με αυτά ρίσκο), καθώς και συμπληρωματικές δεξιότητες και γνώσεις τόσο σε θέματα ανάπτυξης του προϊόντος όσο και στον τομέα των πωλήσεων και του μάρκετινγκ.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί τα σχετικά μαθήματα στα προγράμματα σπουδών των ελληνικών πανεπιστημίων, καθώς και οι εμπειρικές ευκαιρίες μάθησης τους (π.χ. μέσω projects, σεμιναρίων, διαγωνισμών καινοτομίας). Παράλληλα, η Πολιτεία ενισχύει τη λειτουργία των υποστηρικτικών δομών, όπως τα γραφεία μεταφοράς τεχνολογίας, οι οποίες συμβάλλουν στην εκπαίδευση των ερευνητών στην επιχειρηματικότητα και υποστηρίζουν τις ερευνητικές ομάδες σε όλα τα στάδια της πορείας τους, από τον προσδιορισμό της βασικής ανάγκης της αγοράς που θα καλύψει το καινοτόμο προϊόν που έχουν παράγει μέχρι τη διείσδυσή του σε νέες αγορές.
Στην υλοποίηση προγραμμάτων και δράσεων επιχειρηματικής εκπαίδευσης με ρεαλιστικό πρόσημο καταλυτικό ρόλο μπορεί, ασφαλώς, να διαδραματίσει και ο ιδιωτικός τομέας. Στο πλαίσιο δράσεων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (CSR), ιδιωτικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις εμπλέκονται ήδη σε ποικίλες πρωτοβουλίες για την εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα. Έμφαση δίνεται σε δράσεις εμπειρικής μάθησης αλλά και στην κάλυψη ποικίλων αναγκών των ιδρυμάτων, που προκύπτουν λόγω έλλειψης απαραίτητων υποδομών, ειδίκευσης ή δικτύωσης.
Από μια τέτοια διασύνδεση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά και η ανοικτή καινοτομία (open innovation), δηλαδή η ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων/υπηρεσιών όχι μόνο με ενδογενείς δυνάμεις προερχόμενες από ένα αδιαπέραστο εταιρικό περιβάλλον αλλά σε συνεργασία με ένα ευρύ φάσμα φορέων, όπως είναι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα ερευνητικά κέντρα αλλά και μεμονωμένα άτομα ή ομάδες, για τη συνανάπτυξη προϊόντων κ.λπ. Τέτοιες πρακτικές συνεργασίας ιδιωτικού και δημόσιου τομέα λειτουργούν ήδη με επιτυχία σε άλλα κράτη, όπως π.χ. το Cyprus Seeds, μια κοινή δομή μεταφοράς τεχνολογίας για όλα τα Πανεπιστήμια της Κύπρου.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί η αναγκαιότητα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών δομών και δράσεων, που στοχεύουν στην επιχειρηματική αξιοποίηση της έρευνας και της καινοτομίας, βάσει συγκεκριμένων δεικτών μέτρησης απόδοσης (key performance indicators - KPIs) με έμφαση στα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να αξιολογούνται, μεταξύ άλλων, ο αριθμός συμμετεχόντων στις δράσεις, η ικανοποίηση των συμμετεχόντων, η ανάπτυξη επιχειρηματικών δεξιοτήτων κ.λπ.
Αξίζει να πιστέψουμε ότι η μετεξέλιξη της Ελλάδας σε μια οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας είναι ένας στόχος όχι μόνο επιθυμητός αλλά απολύτως εφικτός. Ένας στόχος που μπορεί να αποτελέσει το συγκριτικό μας πλεονέκτημα στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Όμως, προκειμένου η ώσμωση έρευνας και αγοράς να οδηγήσει σε ταχεία ανάπτυξη ευρείας κλίμακας, χρειαζόμαστε εκπαίδευση στο επιχειρείν. Η εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα είναι το θεμέλιο για την ανάπτυξη ενός υγιούς και δυναμικού ελληνικού οικοσυστήματος καινοτομίας.