ΑΝΗΚΩ ΣΕ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ανθρώπων που βρεθήκαμε πριν από περίπου είκοσι χρόνια στα νεοσύστατα τότε μεταπτυχιακά προγράμματα Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου και του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όλα ήταν ίδια και πολύ διαφορετικά. Ήταν μια περίοδος που η συζήτηση περί παγκοσμιοποίησης ήταν στο επίκεντρο. Ήταν ταυτόχρονα και μια περίοδος μεγάλης εθνικής αναδίπλωσης, κι αυτό δεν είναι παράδοξο. Αναφέρει κάπου στο βιβλίο ο Δημήτρης Χριστόπουλος: «Τo έθνος είναι μια λέξη μαγική»· είναι το τέλειο απάγκιο για όσους νιώθουν ότι απειλούνται.
Οι δημόσιες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις ήταν πολλές και έντονες. Συμπύκνωναν όλη τη μεγάλη συνειδησιακή αλλαγή που απαιτούνταν για να καταφέρουμε να συμβιβαστούμε με την ετερότητα και να αναιρέσουμε τον ακραίο εθνοκεντρισμό δεκαετιών στην πρόσληψη της πολιτικής αλλά και της Ιστορίας μας.
Θυμίζω λίγο ανάκατα: το Σχέδιο Ανάν, το βιβλίο Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού (πρώτη φορά η Oθωμανική Aυτοκρατορία/Τουρκία δεν αντιπροσώπευαν το απόλυτο κακό), ποιος δικαιούται να κρατά σημαία στις παρελάσεις. Ήταν η εποχή του «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» και είχαμε μια πολύ παρεμβατική Εκκλησία σε μια χώρα με τις περισσότερες καταδίκες στην Ευρώπη για καταπάτηση της θρησκευτικής ελευθερίας.
Το όνομα που επανέρχεται διαρκώς στο βιβλίο είναι αυτό του Μακιαβέλι. Από τον Μακιαβέλι δανείζεται και τη βασική εικόνα, τον Κένταυρο, που συνδηλώνει τη διττή φύση των εννοιών και των πραγμάτων. Νομίζω ότι είναι το σημείο όπου συνοψίζεται καλύτερα το εγχείρημα του συγγραφέα.
Βρεθήκαμε στα τμήματα Πολιτικής Επιστήμης μεταπτυχιακοί φοιτητές/φοιτήτριες, με καθηγητές οι οποίοι, πέρα από το αμιγώς ακαδημαϊκό κομμάτι, ήταν, και οι περισσότεροι παραμένουν, παρεμβατικοί δημόσιοι διανοούμενοι. Ενεπλάκησαν ενεργά σε αυτές τις συζητήσεις και τίμησαν τον δημόσιο διάλογο.
Με έναν τρόπο, τα δύο αυτά τμήματα και το ακαδημαϊκό προσωπικό τους αποτέλεσαν για εμάς οάσεις ορθολογισμού και ευαισθησίας απέναντι στην ετερότητα αλλά και τον αναστοχασμό της δικής μας ταυτότητας. Δεν ήταν αυτονόητο. Υπάρχει ένας λόγος παραπάνω να το λέμε σήμερα, που προβάλλεται ως «βέλτιστη πρακτική» μια αποστειρωμένη και δήθεν αποστασιοποιημένη εικόνα για το πανεπιστήμιο και τους ακαδημαϊκούς.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος ανήκε τότε σε μια νέα γενιά ακαδημαϊκών που βρίσκονταν γύρω από το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ) και εισήγαγαν συστηματικά στο πανεπιστήμιο μαθήματα για τις μειονότητες και τις ταυτότητες, υπερβαίνοντας δυναμικά τον διάχυτο πολιτικό και κοινωνικό εθνοκεντρισμό της περιόδου.
Θα είναι τα πρώτα βήματα ενός ευρύτερου χώρου που συγκροτήθηκε και γύρω από την παλαιότερη Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, από τον οποίο προέκυψαν σημαντικές μεταρρυθμιστές προτάσεις, καταλυτικές για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ιδιότητα του πολίτη σε αυτήν τη χώρα.
Ο ρόλος του Δημήτρη Χριστόπουλου είναι εδώ κομβικός, τόσο για προτάσεις αναφορικά με τη ρύθμιση σχέσεων πολιτείας - Εκκλησίας όσο και για ένα μείζον πολιτικό ορόσημο των τελευταίων χρόνων: τον νόμο για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας.
Και σε άλλα θέματα, όπως η Συνθήκη των Πρεσπών ή η προσπάθεια να ξανασκεφτούμε λίγο πιο εποικοδομητικά το προσφυγικό ως σύνθετο φαινόμενο και όχι ως «πρόβλημα», ο Χριστόπουλος είναι ο καθηγητής-παρεμβατικός διανοούμενος που συνδιαμορφώνει τη δημόσια σφαίρα με ευθυκρισία. Η πλούσια βιβλιοπαραγωγή του είναι η μία μόνο διάσταση της εμπλοκής του με τις μάχες-ορόσημα κάθε περιόδου. Διάβασα το «Ταξίδι στο κράτος», λοιπόν, ως φυσική συνέχεια της δράσης του.
Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις, λέει ο Αντισθένης. Κατά κάποιον τρόπο, περί αυτού πρόκειται. Το βιβλίο αυτό εμβαθύνει στις έννοιες με τις οποίες καταπιάνεται ο συγγραφέας του και καταπιανόμαστε όλοι και όλες καθημερινά: κράτος, έθνος, Σύνταγμα, δικαιώματα, κυριαρχία. Μας αφηγείται την ιστορία της θεμελίωσης των εννοιών που συνυφαίνονται με το κράτος, επιλέγοντας μια δομή αυστηρά σχεσιακή και συνεκτική. Η μία έννοια χτίζεται πάνω στην άλλη, δεν αναπτύσσεται απλώς λεξικογραφικά. Φτιάχνει, έτσι, έναν νοητικό χάρτη. Και ο συγγραφέας τοποθετείται επί των εννοιών – δεν κάνει δηλαδή μόνο θεωρία· προσκαλεί σε διάλογο.
Αν κάτι αναδεικνύει, είναι ακριβώς τη διπλή φύση των θεμελιωδών εννοιών με τις οποίες δουλεύει. Το έθνος ως κοινότητα απελευθέρωσης και ως μηχανισμός αποκλεισμού. Ο πολίτης ως ιδιώτης και ως φορέας της κρατικής υπόστασης. Το κράτος ως κυριαρχική επιβολή και ως ορθολογική οργάνωση του κοινού μας βίου. Τα δικαιώματα ως «εργαλεία χειραφέτησης, κριτικής και αμφισβήτησης της εκάστοτε εξουσίας αλλά και προπέτασμα καπνού στις ανισότητες και στις εξουσιαστικές δομές».
Η προσέγγιση του Χριστόπουλου για τη συγκρότηση του κράτους, χωρίς να χάνει τη διάσταση της Ιστορίας, την ιστορικότητα, έχει ως βάση την πολιτική φιλοσοφία. Όχι όμως αποκλειστικά τους θεωρητικούς του κοινωνικού συμβολαίου, ως είθισται σε τέτοιου είδους βιβλία. Το όνομα που επανέρχεται διαρκώς είναι του Μακιαβέλι. Από τον Μακιαβέλι δανείζεται και τη βασική εικόνα, τον Κένταυρο, που συνδηλώνει τη διττή φύση των εννοιών και των πραγμάτων. Νομίζω ότι είναι το σημείο όπου συνοψίζεται καλύτερα το εγχείρημα του συγγραφέα, για δύο λόγους.
Πρώτον, ο μακιαβελικός Ηγεμόνας είναι ένα «κάτοπτρο ηγεμόνος». Κάτοπτρα ηγεμόνος είναι οι συμβουλευτικοί λόγοι που στόχο έχουν να προβληματίσουν το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται, να το προστατέψουν από κακοτοπιές, να του χαράξουν μια πορεία κατά το δυνατό επιτυχή και πολιτικά αποτελεσματική. Ένας πολιτικός πραγματισμός δηλαδή.
Δεύτερον, ο Μακιαβέλι είναι ένας φιλόσοφος που άσκησε επιρροή κατεξοχήν σε μαρξιστές θεωρητικούς, εν προκειμένω στον Αλτουσέρ και στον Γκράμσι. Είναι μια παράδοση στην οποία ανήκει και ο ίδιος ο Χριστόπουλος, ακριβώς καθώς βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ πολιτικής θεωρίας και πολιτικής δράσης. Για τον Γκράμσι, ο «Ηγεμόνας» είναι πολιτικό μανιφέστο.
Ο Μακιαβέλι, λέει ο Γκράμσι, δεν γράφει απλώς πραγματείες. Είναι ένας άνθρωπος που θέλει να παρακινήσει σε δράση. Συμπληρώνει ο Αλτουσέρ: ένα μανιφέστο σαν αυτό που έχει στο μυαλό του ο Γκράμσι δεν είναι καθαρός θεωρητικός λόγος (ένας λόγος ενδεχομένως στο κενό δηλαδή) αλλά προϊόν της ιστορικής στιγμής στην οποία εγγράφεται. Εντός αυτής επιδιώκει να παράγει αποτελέσματα. Για τον Μακιαβέλι, στόχος ήταν η συγκρότηση του ενιαίου ιταλικού κράτους, η συνένωση των πόλεων. Για τον Γκράμσι και τον Αλτουσέρ στόχος ήταν η ανασυγκρότηση του κομμουνισμού, γι’ αυτούς ο (συλλογικός) ηγεμόνας στον οποίο απευθύνονται είναι το κόμμα.
Εδώ κάπου, νομίζω, εντοπίζεται αυτό που ο Χριστόπουλος επιδιώκει με το «Ταξίδι στο κράτος». Το βιβλίο, όπως το καταλαβαίνω εγώ, έχει αυτήν τη διττή φύση του Κενταύρου, που απεικονίζεται και στο εξώφυλλό του. Είναι πρωτίστως ένα εγχειρίδιο για τις πανεπιστημιακές αίθουσες. Ταυτόχρονα όμως, νομίζω πως είναι και ένα, ας το πούμε, «πολιτικό σχέδιο». Δεν απευθύνεται ούτε σε έναν ηγέτη ούτε σε ένα κόμμα.
Ο Χριστόπουλος αφιερώνει το βιβλίο στους φοιτητές και τις φοιτήτριές του. Σε αυτούς και αυτές απευθύνεται προνομιακά (και μέσω αυτών, σε όλους εμάς, τους αναγνώστες) ως το πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο μιας αλλαγής παραδείγματος.
Ποιο νέο παράδειγμα επιδιώκει όμως; Θα μπορούσαμε να πούμε με δυο λόγια: τον μετασχηματισμό του εθνικού φαντασιακού μέσα από τον δημοκρατικό αναστοχασμό. Όμως ο συγγραφέας δεν είναι οπαδός της γραμμικότητας. «Το κράτος και το δίκαιο, η κυριαρχία και τα δικαιώματα, βρίσκονται σε μόνιμη κατάσταση κίνησης», λέει ο Χριστόπουλος. Το μέλλον τους είναι ανοιχτό στην ενδεχομενικότητα, η κίνηση της Ιστορίας δεν έχει μία μόνο κατεύθυνση.
Αυτή ακριβώς η ανοιχτή ενδεχομενικότητα στην οποία βρισκόμαστε σήμερα είναι που καθιστά το «Ταξίδι στο κράτος» προϊόν και παρέβαση στη συγκυρία, ίσως περισσότερο από καλογραμμένο ακαδημαϊκό εγχειρίδιο. Αφορά τόσο την απίσχνανση του κράτους δικαίου ως πλέγματος κανόνων που οφείλει να σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όσο και την καταπάτηση των δικαιωμάτων από κύματα κυβερνητικών αυταρχισμών – καταπάτηση σύμφυτη με την πολιτισμική απονομιμοποίησή τους που επιχειρείται από διάφορες πλευρές.
Άλλωστε, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες του μαθήματος της Πολιτειολογίας του Παντείου, και όλοι μας όμως, συγκροτούμε τη δική μας ταυτότητα του πολίτη και μέσα από την ένταξή μας στους «πολιτισμικούς πολέμους» της εποχής, στα διακυβεύματα των δικαιωμάτων και των αξιών, πολύ περισσότερο από άλλοτε. Και ταυτόχρονα, είμαστε περισσότερο υποψιασμένοι απέναντι στην ποιότητα της δημοκρατίας και την προβληματική λειτουργία των κρατικών θεσμών.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή έντονων πολώσεων, πολιτικών, πολιτισμικών και υλικών, που μοιάζει όλο και περισσότερο με εκείνη τη σκηνή της ταινίας «Match Ρoint» του Γούντι Άλεν. Το μπαλάκι του τένις χτυπάει στο φιλέ, σηκώνεται στον αέρα και κανείς δεν ξέρει από ποια πλευρά θα πέσει. Είναι μία από εκείνες τις στιγμές όπου οι μεγάλες έννοιες που αναπτύσσονται στο βιβλίο ξεδιπλώνουν τη διττή τους φύση, δοκιμάζονται μέσα στην πολιτική πράξη, ατομική και συλλογική. Tο «Ταξίδι στο κράτος» δεν είναι ένα ακόμα ακαδημαϊκό εγχειρίδιο για το κράτος. Μιλά και λειτουργεί συγκροτησιακά για τις αντιπαραθέσεις του καιρού μας.