ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΟΥ το σακάκι υπήρξε το πιο σημαδιακό ρούχο του άντρα. Ναι μεν, παντελονιά καλοσιδερωμένη με τσάκιση να ξυρίζει, αλλά ένα ωραίο σακάκι μονόπετο ή σταυρωτό, ανάλογα τον σωματότυπο και τον τρόπο που πέφτει πάνω σου ήταν η επιτομή κομψότητας και ευπρέπειας.
Για να βγάλει ο άντρας σε ξένο σπίτι το σακάκι του, ήταν παράβαση σχεδόν σόκιν (γύρευε τι άλλο έβγαλε). Έπρεπε να βρίσκεται σε πολύ οικείο περιβάλλον και να ζητήσει προηγουμένως την άδεια της οικοδέσποινας.
Στις δημόσιες θέσεις εργασίας ήταν κανόνας απαράβατος.
Οι νεότεροι άντρες συνδύασαν το σπορ σακάκι ή και το σακάκι τού μπλέιζερ με μπλουτζίν. Αν φόραγες σακάκι, το παντελόνι δεν πολυμέτραγε πλέον, και ήσουν καλυμμένος όλες τις ώρες, όπου κι αν πήγαινες.
Κοστούμι και γραβάτα ίσον «καθημερινή στολή» δάσκαλων, καθηγητών, δημόσιων υπάλληλων, βουλευτών, υπουργών κ.λπ. Θεωρείτο αδιανόητο να εμφανισθεί δάσκαλος στο σχολείο ή βουλευτής στο Κοινοβούλιο χωρίς σακάκι και γραβάτα.
Το ίδιο ίσχυε και για το κοστούμι, αλλά τον κανόνα της ομοιοχρωμίας έσπασε επισήμως η εμφάνιση τού μπλέιζερ που επέτρεψε διαφορετικό χρώμα σακάκι και παντελόνι. Συνήθως γκρι παντελόνι και σκούρο μπλε ή μαύρο σακάκι με την καινοτομία των μεταλλικών χρυσαφί ή ασημί κουμπιών.
Στα ακριβά εστιατόρια, τα καμπαρέ πολυτελείας, στο μπαρ μεγάλων ξενοδοχείων, στο καζίνο, δεν επιτρεπόταν η είσοδος χωρίς σακάκι και γραβάτα. Σε ορισμένα από αυτά υπήρχαν στο βεστιάριο σακάκι και γραβάτα που παρέχονταν στους αμελείς, προκειμένου να γίνουν δεκτοί.
Οι νεότεροι άντρες συνδύασαν το σπορ σακάκι ή και το σακάκι τού μπλέιζερ με μπλουτζίν. Αν φόραγες σακάκι, το παντελόνι δεν πολυμέτραγε πλέον, και ήσουν καλυμμένος όλες τις ώρες, όπου κι αν πήγαινες.
Οι μάγκες φόραγαν σακάκι με τον τρόπο τους.
Κάπως ανάρριχτο, σαν να ήταν έτοιμοι να το πετάξουν αποπάνω τους για να τσαμπουκαλευτούν. Και τα ασύδοτα κουτσαβάκια φόραγαν το ένα μανίκι, ενώ το άλλο ανέμιζε, και ο κέρβερος Μπαϊραχτάρης, παλιός αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας, τους το έκοβε με το ψαλίδι ως περιττό.
Επικρατούσε η άποψη: «Με το σακάκι είσαι κύριος».
Χωρίς σακάκι ήσουν λίγο φουκαράς μπατίρης. Η έσχατη μιζέρια για κάποιον συνοψιζόταν στο «δεν έχει σακάκι να βάλει» ή «ένα σακάκι έχει, το φοράει χιονίζει, βρέχει».
Οι ρεμπέτες τιμούσαν το σακάκι και γενικά την κουστουμιά στις εμφανίσεις τους. Ο Τσιτσάνης άργησε πολύ να ανέβει στο πάλκο χωρίς σακάκι γνώριζε τη σημασία του, και μόνο στα χαλαρά τελευταία χρόνια έβγαινε με το πουκάμισο.
Άλλωστε δικό του είναι το αριστουργηματικό για τον ξεπεσμένο μαγκίτη:
Πάλιωσε το σακάκι μου
Θα σβήσω απ' το μεράκι μου
Και καημό έχω μεγάλο
Δεν μπορώ να πάρω άλλο
Και ο Ανέστης Δελιάς, μέλος της πρωτοπόρας «Πειραιώτικης Τετράδας» (Μάρκος, Στράτος, Μπάτης, Δελιάς), έγραψε για τον ελαφροχέρη που λιμπίστηκε ξένο σακάκι να κάνει τη μόστρα του:
Η τύχη του το έφερε να κλέψει ένα σακάκι
το φόρεσε και πάγαινε για του Καραϊσκάκη*
Κατά κακή του σύμπτωσις, να και τ' αφεντικό του
τον τράβαγε του φώναζε πως ήτανε δικό του
* Αναφέρεται στη διάσημη τότε Πλατεία Καραϊσκάκη όπου ήταν το επίκεντρο ζωής των ανθρώπων της πιάτσας.