«ἐπεὶ δ᾽ ἀνῆλθε λαμπρὸν ἡλίου φάος,
ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»*
(Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 659-660)
ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ, καθώς ο πόνος και ο τρόμος κάνουν τις λέξεις να ηχούν άδειες, πριν από κάθε ανάλυση προηγείται κάτι: το πένθος, ο θυμός, το να αισθανθούμε τι συνέβη. Το τι σημαίνουν 80 νεκροί και εκατοντάδες αγνοούμενοι – αγνοούμενοι στον πάτο του Αιγαίου, αλίμονο. Να νιώσουμε πως όλοι αυτοί, που το γέλιο και το κλάμα τους δεν θα ακουστεί ξανά, δεν ήταν «εισβολείς», «φορείς υβριδικού πολέμου», «πιόνια του Ερντογάν», «λαθραίοι» κ.ο.κ.. Ήταν άνθρωποι. Αξίζει να τους θρηνήσουμε σαν δικούς μας νεκρούς. Όχι για κείνους· για εμάς.
Μπορείς να νιώσεις τον τρόμο να βυθίζεται το σκάφος; Αν τον νιώσεις, σε παραλύει η λύπη και σε κατακλύζει ο θυμός. Για ποιους όμως; Ακούγοντας επίσημες τοποθετήσεις, τωρινές και παλιότερες, Ελλήνων και Ευρωπαίων, θα πίστευες ότι για όλα φταίνε οι διακινητές. Ο –πρώην και κατά πάσα βεβαιότητα επόμενος– πρωθυπουργός, ενώ μιλάει αρχικά για θλίψη, αλληλεγγύη και ανθρωπιά, καταλήγει πως το ναυάγιο αναδεικνύει ότι «απαιτείται συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική, ώστε τα άθλια δίκτυα των εγκληματιών που διακινούν απελπισμένους ανθρώπους να βρουν, επιτέλους, την αποφασιστική απάντηση που τους αξίζει».
Να μείνουν, πάση θυσία, στις χώρες τους, πεθαίνοντας από τον πόλεμο, την κλιματική κρίση και τη φτώχεια ή ζώντας άθλια; Η μόνη εναλλακτική σε τέτοιες εξοντωτικές και μάταιες λογικές είναι μια πολιτική υποδοχής, με διπλή σημασία: ανθρώπινη (ασφαλείς δίοδοι) και πραγματιστική (οι ξένοι όχι ως εισβολείς, αλλά πλούτος).
Για όλα φταίνε τα «κυκλώματα των διακινητών»;
Λες και όλη η ιστορία αρχίζει και τελειώνει με τους διακινητές. Σάμπως αυτοί, όντα σκοτεινά και αόρατα, αναγκάζουν μετανάστες και πρόσφυγες να μετακινηθούν χωρίς τη θέλησή τους, τους απαγάγουν. Αποσιωπάται δηλαδή η ουσία: ότι καταστατική συνθήκη ύπαρξης των κυκλωμάτων διακίνησης και των πνιγμών είναι η ανθρώπινη ανάγκη, η επιθυμία για μια καλύτερη ζωή που συντρίβεται πάνω στους πάσης φύσεως φράκτες: οι άνθρωποι καταφεύγουν στους διακινητές γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.
Δεν είναι εραστές του ζην επικινδύνως ούτε λάτρεις της παρανομίας. Και έχουν ζωτικούς λόγους να «επιλέξουν» τον ξεριζωμό και τον κίνδυνο: να ξεφύγουν από τον πόλεμο, την πείνα, τον αφανισμό, τον θάνατο. Όπως έγραψε ο Γρηγόρης Φαρμάκης, «οι διακινητές κερδοσκοπούν εγκληματικά, αλλά πάνω σε πραγματικές επιθυμίες και επιλογές ανθρώπων, που συνειδητά διακινδυνεύουν τις ζωές τους και τις ζωές των παιδιών τους για μια ελπίδα να δραπετεύσουν από μια ζοφερή μοίρα. Όσο μιλάμε για τους διακινητές ως αιτία, κρυβόμαστε υποκριτικά από τις πραγματικές αιτίες και το μερίδιο των ευθυνών που αναλογεί στον κόσμο στον οποίο οι απελπισμένοι προσπαθούν απεγνωσμένα να φτάσουν».
Τα «δίκτυα διακινητών» δεν αντιμετωπίζονται με πομφόλυγες ούτε με τις συλλήψεις ενός φτωχοδιάβολου που οδηγεί το σκάφος ή κάποιου αλληλέγγυου (δόκιμη τακτική του ελληνικού κράτους). Άλλωστε, τα κυκλώματα δεν είναι τόσο απόκοσμα, σε αυτά συχνά εμπλέκονται κρατικά όργανα (βλ. την πρόσφατη κακουργηματική δίωξη πέντε συνοριοφυλάκων στον Έβρο). Ας κάνουμε όμως μια υπόθεση φαντασίας: έστω ότι τα κυκλώματα εξαφανίζονταν διά μαγείας. Τι θα ακολουθούσε; Πέραν του ότι οι κατατρεγμένοι θα αναζητούσαν νέες οδούς και θα φτιάχνονταν νέα κυκλώματα, ποιος είναι άραγε ο στόχος μας;
Να μείνουν, πάση θυσία, στις χώρες τους, πεθαίνοντας από τον πόλεμο, την κλιματική κρίση και τη φτώχεια ή ζώντας άθλια; Η μόνη εναλλακτική σε τέτοιες εξοντωτικές και μάταιες λογικές είναι μια πολιτική υποδοχής, με διπλή σημασία: ανθρώπινη (ασφαλείς δίοδοι) και πραγματιστική (οι ξένοι όχι ως εισβολείς, αλλά πλούτος). Ασφαλώς «απαιτείται συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική», που λέει ο Κ. Μητσοτάκης· όχι όμως για την «πάταξη των εγκληματιών», αλλά για ασφαλείς διόδους, υποδοχή και ένταξη.
Η τεράστια ευθύνη του ελληνικού κράτους
Οι ευθύνες του ελληνικού κράτους είναι μεγάλες και συγκεκριμένες για τη χθεσινή τραγωδία. Το σκάφος είχε εντοπιστεί πολλές ώρες πριν βυθιστεί. Οι ελληνικές αρχές το παρακολουθούσαν, όχι όμως για να επέμβουν, αλλά για να βεβαιωθούν ότι οι «λαθραίοι» δεν θα ξεβραστούν εδώ. Το υπουργείο Ναυτιλίας ανακοίνωσε επισήμως ότι η Ελλάδα δεν προσέφερε βοήθεια επειδή οι ίδιοι οι επιβαίνοντες, αν και ρωτήθηκαν επανειλημμένα, απάντησαν αρνητικά. Αν ισχύει αυτό (ας κρατήσουμε μικρό καλάθι), τότε υπάρχει ένας βασικός λόγος.
Όπως έγραψε η Ξένια Κουναλάκη, «όταν η χώρα γίνεται συνώνυμο του κολαστήριου κι οι μετανάστες δεν θέλουν να φτάσουν εκεί. Η κυβερνητική στρατηγική επετεύχθη, το πλοίο βυθίστηκε». Όταν για μια τετραετία το ένδοξο κυβερνητικό αφήγημα της της ΝΔ, που διακήρυσσε υπερήφανα κατεξοχήν ο Νότης Μηταράκης βρίσκοντας ευήκοα ώτα σε σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, ήταν «μηδενίσαμε τις ροές», είναι βέβαιο ότι βασική σου μέριμνα αποτελεί πώς δεν θα έρθουν στην Ελλάδα οι αιτούντες άσυλο και οι μετανάστες, πώς θα τους αποτρέψεις. Με κάθε τρόπο, με κάθε κόστος.
***
Πέρα από το να θρηνήσουμε τους νεκρούς σαν δικούς μας, πρέπει να αγκαλιάσουμε τους ζωντανούς, και όχι να τους μαντρώσουμε σε υπερσύγχρονες δομές-φυλακές. Όσοι και όσες στην Καλαμάτα, κάτοικοι, αλληλέγγυοι, γιατροί, δικηγόροι, αγωνιστές έτρεξαν από την πρώτη στιγμή να προσφέρουν βοήθεια είναι αχτίδα φωτός. Η ελληνική κοινωνία έχει αποθέματα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης από τη μια, ξενοφοβίας και ρατσισμού από την άλλη. Συνυπάρχουν αυτά, στην ίδια κοινωνία, στον ίδιο τόπο, στην ίδια ομάδα, συχνά και στον ίδιο άνθρωπο. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να κυριαρχήσουν τα πρώτα και να στερέψουν τα δεύτερα.
ΥΓ. Το εθνικό πένθος κάποιοι το είδαν ως θετική πράξη υψηλού συμβολισμού, άλλοι ως υποκρισία και επικοινωνιακή διαχείριση. Ανήκω στους πρώτους. Είναι τολμηρή απόφαση μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης, που θα μπορούσε άνετα να μην το κάνει. Και αν δεν το έκανε, αυτό θα το υπαγόρευε όχι κάποια ειλικρίνεια, αλλά ο φόβος, ο συντηρητισμός, ο κομφορμισμός. Και ας λέει για «διακινητές» αναγκαστικά το μήνυμα Σαρμά: υπηρεσιακός πρωθυπουργός με δεδομένο πολιτικό συσχετισμό είναι, όχι κομισάριος του λαού. Η κοινωνία, και διά της κυβερνήσεως, πενθεί. Αυτό είναι ισχυρό μήνυμα. Ας το κρατήσουμε και, χτίζοντας πάνω σε αυτό, ας του δώσουμε το δικό μας δυναμικό πολιτικό νόημα.
* Τους στίχους του Αισχύλου τους έχουν ανακαλέσει πολλοί με αφορμή ναυάγια μεταναστών και προσφύγων τα τελευταία χρόνια. Παλιότερα ο Παντελής Μπουκάλας (που θυμίζει και δυο δημοτικά τραγούδια, στον ίδιο καμβά) και ο Μιχάλης Μερακλής (που είχε γράψει για τους πνιγμένους που όσοι σώθηκαν, το άλλο πρωί, «τους είδαν να σκεπάζουν τη θάλασσα σαν νεκρολούλουδα), τώρα ο Γιώργος Δερμάτης και ο Νίκος Μπελαβίλας.