Η μέρα ξεκίνησε εντελώς σουρεαλιστικά. Στο καφενείο χωρίς όνομα της οδού Σαρρή που βρίσκεται στον πίσω χώρο ενός μικρού ψιλικατζίδικου, τρώω με μια φίλη κοτόπουλο ψητό, θεϊκές τηγανητές πατάτες και μια χωριάτικη. Το μαγαζί μοιάζει να βρίσκεται χωμένο σε κάποιο χωριό κοντά στον Έβρο. Σε μια γωνιά, μια τηλεόραση προβάλλει από κλειστό κύκλωμα τον χώρο του ψιλικατζίδικου. Αρχικά νομίζουμε ότι είναι video art. Η κυρία που έχει το μαγαζί είναι σκυμμένη σε ένα πιάτο και τρώει, κάνοντας συχνά διαλείμματα, κατά τα οποία επιδίδεται σε έναν αυτοσχεδιαστικό αριστουργηματικό μονόλογο με θέμα τους U2, τους μετανάστες, τη βρόμα της περιοχής («πορτοφόλι με 100.000 να σου πέσει κάτω, δεν σκύβεις να το σηκώσεις»), τους πούστηδες (sic) πολιτικούς και το εξώγαμο της Τίνας Μπιρμπίλη. Ούτε ο Πέτρος Φιλιππίδης στο απέναντι θέατρο, το Ήβη, που σκηνοθετεί 2 παραστάσεις τον ερχόμενο χειμώνα δεν πρέπει να έχει τέτοια ρέντα ένα ζεστό σαββατιάτικο μεσημέρι, ειδικά όταν το διπλανό βενζινάδικο παίζει Lady Gaga στη διαπασών. Λίγο αργότερα, σε ένα άλλο καφενείο, σε μια στοά της περιοχής, κάθομαι σε ένα τραπέζι με 6 ηλικιωμένους ανάμεσα σε γαύρο τηγανητό, λουκάνικα, μπίρες και έναν λόφο μαριχουάνα, που μεταμορφώνεται σε τεράστια joints, τα οποία γυρνάνε στην ομήγυρη, ενώ στα ηχεία παίζει «Το πλαστό το πασαπόρτι σαν και την καρδιά σου μόρτη», με ένα συριγμό που σου τρυπάει τα' αυτιά. Ιστορίες από τα κουτσαβάκια της περιοχής, λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο πίσω στη δεκαετία του '60, κοινές αυλές, χαμένες λαϊκές ταβέρνες, ένα jourfix χαμένο σε συνήθειες του παρελθόντος, αληθινό και μόρτικο. Και ύστερα ήρθε η Τζώρτζια (aka Sugahspank!). Με μια κορδέλα στα μαλλιά και λεοπάρ παντελόνι, πάνω στην ταράτσα του Ρεσιτάλ στα Εξάρχεια. Είμαστε μόνοι μας σε αυτό το αχανές μέρος με τα δυο επίπεδα, τα κεραμικά ομοιώματα της Αφροδίτης της Μήλου, τη λεοπάρ (πάει με το παντελόνι της) επένδυση στο μπαρ, ένα βαλσαμωμένο φίδι, ένα χέρι από κούκλα dummy και μπουκάλια που περιέχουν έτοιμα κοκτέιλ που αναγράφουν πάνω σε αυτοκόλλητα τα ονόματά τους: Ελληνική Αμαρτωλή Περιπέτεια, Καυτές Αθηναϊκές Νύχτες, Κατήφορος, Απόψε ή Ποτέ, Διψασμένο Κορμί... Έχουμε κάτσει στο roof garden, δίπλα στη λίμνη με τα πλαστικά νούφαρα, και η Τζώρτζια πίνει πίνα κολάντα σερβιρισμένη σε ένα ποτήρι με ομπρέλα και φέτα πεπόνι, σαν να ξέφυγε από υπαίθρια ντισκοτέκ των '80s, κάπου στο Ζούμπερι. Μου λέει για τον Φέλιξ, τον ιδιοκτήτη. Ότι μοιάζει με τον Τζούμα και ότι είχε κάνει κάποτε τα γενέθλιά της εδώ, μαζί με έναν φίλο της που είχε ντυθεί Κρουέλα ντε Βιλ. Και ύστερα σκάει μια γιγάντια νυχτοπεταλούδα poy στροβιλίζεται μπροστά μας και διακόπτει τον καταιγιστικό ρυθμό αυτoύ του κοριτσιού που ηχογραφεί ως Sugahspank! και όταν ακούς τη φωνή της στο άλμπουμ νομίζεις ότι έχει γεννηθεί στο Spanish Harlem, ότι πέρασε την εφηβεία της προσπαθώντας να μπει στη ζούλα στο Apollo (και τα μεσημέρια μάλλον καθόταν όρθια σε μια γωνιά στους 116 δρόμους γωνία με 5η Λεωφόρο και τραγουδούσε τα μπλουζ). Είναι βέρα Πειραιώτισσα, έχει τη μαγκιά μια ρεμπέτισσας και μιλάει φαρσί τα πασαλιμανιώτικα, αλλά με μια sexy allure, κάπως σαν τη Μ.Ι.Α. Στα ηχεία παίζει ένα κομμάτι του Bryan Ferry. O Photoharrie μας λέει για ένα bdsm party με 60άρηδες που είχε πετύχει κάποτε εδώ. Ήταν, λέει, ντυμένοι με αυτά τα δερμάτινα λουριά, που σε αφήνουν σχεδόν γυμνό, και λικνίζονταν στον χώρο με goth μουσική (η αλήθεια είναι ότι το μέρος μοιάζει με dungeon), ενώ σε κάποια φάση της βραδιάς έκαναν και κλήρωση με δώρο χρησιμοποιημένα γυναικεία φτηνιάρικα εσώρουχα. Η Τζώρτζια γελάει με αυτή την μπάσα φωνή της και μετά μας περιγράφει ιστορίες. Ιστορίες για ένα βράδυ στο beach bar Hobo στη Μεσσηνία, για μια almost famous περιοδεία που έκαναν φέτος και όπου ένα μεσημέρι τράκαραν το van σε μια ελιά, για έναν μουσικό της μπάντας της που λέγετε Άδωνις Γουλιέλμος, για μια λαϊκή αγορά στην Καλαμάτα όπου οι τσιγγάνοι πουλάνε κλοπιμαία, για τον γάμο του πρίγκιπα Νικόλαου στις Σπέτσες (έχει σπίτι εκεί), για την εφηβική της ηλικία που άκουγε Metallica, NWA και Nirvana και για ένα δισκάδικο στον Πειραιά (το Lollipost), που έγινε συνεταίρος, όταν πρότεινε στην ιδιοκτήτρια να της κάνει τα μαλλιά τζίβες, με αντάλλαγμα τσάμπα δίσκους βινυλίου. Και μετά, από τα ηχεία ακούγεται το «Last night I dreamt that somebody love me» των Smiths (ένα από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια όλων των εποχών) και όλα αλλάζουν. Τα λαμπάκια στην ταράτσα αναβοσβήνουν, η Μερόπη ζαλίζεται από αυτό το άρωμα στην ατμόσφαιρα που είναι κάτι μεταξύ γιασεμιού και πατσουλί, σε ένα τραπέζι μια παρέα που φοράει χάρτινα κωνικά καπελάκια στο κεφάλι σβήνει μια τούρτα γενεθλίων και οι θεατές του Μεγάλου Ύπνου φεύγουν από το Βοξ με τις ατάκες του Φίλιπ Μάρλοου στο υποσυνείδητό τους. Ένα μικρό κάδρο με τον Νταλί που γράφει «do it on the roof garden» είναι ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
σχόλια