Κύριε Λούκο, πείτε μου μερικά πράγματα για σας, για τα πρώτα χρόνια σας στην Ελλάδα.
Γεννήθηκα στην Αθήνα κι είχα πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Ήταν πολύ ήρεμη η Αθήνα τότε, πήγαινα στο δημοτικό στη Σχολή Γιαννοπούλου, στη Γλυφάδα, που δεν υπήρχε ψυχή, κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Θυμάμαι, απέναντι είχε προβατάκια, αφού δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα η περιοχή. Γυμνάσιο πήγα στη Λεόντειο, στη λεωφόρο Πατησίων -αυτή ήταν λίγο πιο αστική εμπειρία- και μόλις το τελείωσα έφυγα.
Με τα καλλιτεχνικά πώς ασχοληθήκατε;
Πήγαινα από μικρός με τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου θέατρο, οπότε είχαν αρχίσει να με ενδιαφέρουν ήδη τα καλλιτεχνικά, χωρίς να έχω σκεφτεί να κάνω κάτι. Τουλάχιστον με το θέατρο ή τη μουσική και τον χορό. Πιο πολύ έβλεπα τον εαυτό μου να ασχολείται με τη λογοτεχνία. Παρ' όλα αυτά, όταν ήμουν 14-15, πηγαίναμε με τους συμμαθητές μου στον Κουν, βλέπαμε παραστάσεις. Οπότε, όταν βρέθηκα στο στο Παρίσι, αμέσως μετά το Μάη του '68, πολύ γρήγορα -κι ενώ ήμουν στη Σχολή Καλών Τεχνών για να κάνω αρχιτεκτονική- άρχισα να μπλέκω με γκρουπάκια ηθοποιών, χορευτών, μουσικών στον δρόμο και να με ικανοποιούν περισσότερο απ' όσο οι σπουδές μου. Έτσι, τυχαία, άρχισα να έχω παράλληλες σχέσεις με αυτό τον κόσμο, περισσότερες απ' ό,τι με των πανεπιστημίων και των σχολών. Δεν είχα καμιά ιδέα για το τι θα έκανα και το πού θα πήγαινα, αλλά μου άρεσαν όλα. Δηλαδή, έπαιξα λίγο θέατρο, χόρεψα λίγο κι ο χορός με κέρδισε τελικά πιο πολύ απ' όλα, επειδή έκανα ήδη γυμναστική -έπαιζα μπάσκετ και έκανα κολύμπι στην αρχή- και μου ήταν πιο εύκολο. Επίσης, δεν υπήρχαν πολλά αγόρια στον χορό, οπότε, όταν γινόταν καμιά οντισιόν για γύρισμα στην τηλεόραση, μας επέλεγαν και βγάζαμε κανένα φράγκο. Έτσι, λίγο λίγο, χωρίς να το καταλάβω, και πολύ νωρίς, στα 19 μου, έπιασα δουλειά. Η πρώτη δουλειά ήταν με τον Ρονάν Πετί στο Καζινό, με ένα σωρό ανθρώπους που δεν ήξερα γιατί δεν ήταν γνωστοί στην Ελλάδα - τουλάχιστον στη δική μου ηλικία. Ο Γκενσμπούργκ, που έγραφε τη μουσική, ο Μισέλ Λεγκράν, ο Ρονάν, που έκανε τις χορογραφίες, ο Ετέ, που έκανε τα κοστούμια και ο Υβ Σεν Λοράν. Κάναμε μια παράσταση κάθε βράδυ, μας πλήρωναν πολύ καλά και με τα λεφτά αυτά μπορούσες να ζήσεις πιο άνετα, να πληρώνεις μαθήματα και να κάνεις ό,τι θέλεις.
Στην Όπερα της Λυών πώς βρεθήκατε;
Μετά το Καζινό βρέθηκα σ' ένα θέατρο που λεγόταν Τεάτρ ντι Σιλάνς (το Θέατρο της Σιωπής), που είχαν κάνει μερικοί χορευτές από την όπερα του Παρισιού, και που ορισμένοι χορογράφοι της Αμερικής, όπως ο Μερς Κάνιγχαμ και ο Πολ Τέιλορ, μας έδιναν έργα τους. Μας είχε δώσει κι ο Μπεζάρ, ο οποίος ήταν αυτός που μας βοηθούσε κυρίως, γιατί τα δικά του έργα «πωλούνταν» πολύ εύκολα. Είχαμε κάνει το Πουλί της Φωτιάς, την Ιεροτελεστία της Άνοιξης, έρχονταν κι ορισμένοι σολίστες από την όπερα που τα ονόματά τους ήταν πιο γνωστά απ' τα δικά μας κι έτσι κάναμε καμιά τουρνέ. Μετά από εκεί πήγα στη Μασσαλία, στο μπαλέτο του Ρονάν Πετί, κι έπειτα πήγα ως βοηθός στη Μετροπόλιταν, την όπερα της Νέας Υόρκης, όταν ήταν εκεί η Τζέιν Χέρμαν. Αυτή είχε το presentation department, γιατί η Όπερα Μετροπόλιταν έκανε τις παραστάσεις από Οκτώβριο μέχρι Μάρτιο, και τον Απρίλιο, τον Μάιο και τον Ιούνιο καλούσε την English Νational Οpera, το Μπολσόι κ.λπ. Εκεί άρχισα κάπως να δουλεύω αυτό που λέμε cultural management. Από εκεί έφυγα για τη Λυών ως βοηθός του Μπομπ Γουίλσον - μου πρότειναν να μείνω κι έμεινα. Αυτό ήταν το '85. Η Λυών είναι μια πόλη ευχάριστη για να συγκεντρωθείς και να κάνεις δουλειά. Είναι μία ώρα και πέντε λεπτά από το Παρίσι με το τρένο, αλλά έχει μια ηρεμία, η όπερα είναι πάνω στο ποτάμι, είναι ήσυχα, οι πρόβες είναι χάρμα. Η όπερα είχε πολύ γρήγορα διεθνή απήχηση και μπορούσαμε να πηγαίνουμε να κάνουμε παραστάσεις παντού, είχαμε επιχορηγήσεις ή βοήθεια από διάφορα φεστιβάλ που μας έδιναν λεφτά να πληρώσουμε τις παραγωγές (του Εδιμβούργου π.χ. ή αμερικανικά θέατρα). Είχαμε μια πολύ καλή σχέση, επίσης, με τον Ναγκάνο, ο οποίος ήταν ο αρχιμουσικός της ορχήστρας στην όπερα και συγχρόνως μουσικός στο Σαν Φρανσίσκο με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Μπέρκλεϊ, κάτι που μας είχε δημιουργήσει μια καλή σχέση με την Αμερική και την Καλιφόρνια. Επίσης, βοήθησε για τα μουσικά, τα χορογραφικά και για τα εικαστικά, γιατί κάναμε ανταλλαγές.
Είστε 26 χρόνια διευθυντής στην Όπερα της Λυών. Τι σημαίνει αυτή η διάρκεια; Στην Ελλάδα δεν συνηθίζεται να μένει κάποιος τόσα χρόνια σε μια θέση...
Δεν ξέρω. Στην Ελλάδα αλλάζουν τους διευθυντές και για πολιτικούς λόγους, πράγμα που δεν συμβαίνει στη Γαλλία. Δηλαδή, όταν ανέλαβα εγώ, ήταν ο Μιτεράν Πρόεδρος, μετά ο Σιράκ, μετά ο Σαρκοζί κι ο καθένας είχε δυο τρεις υπουργούς Πολιτισμού. Ξέρω κι άλλους που έμειναν χρόνια, η Μαγκί Μαρέν που είναι φίλη μου ήταν επίσης στην ομάδα της 25 χρόνια. Οι διευθυντές δεν αλλάζουν εύκολα, τουλάχιστον όχι για πολιτικούς λόγους, όπως εδώ.
Όταν ξεκινήσατε το Ελληνικό Φεστιβάλ, τι όραμα είχατε;
Δεν είχα όραμα. Δεν ήξερα. Έλειπα πάρα πολλά χρόνια από την Ελλάδα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ίσως να μην το είχα δεχτεί, αν δεν είχα ανακαλύψει την Πειραιώς 260. Δηλαδή, ένα φεστιβάλ που θα λειτουργούσε όπως ήταν παλιά, με μεγάλες ορχήστρες, με μεγάλους τραγουδιστές, με μεγάλους χορογράφους και να έχουμε τα Μπολσόι, τον Μπεζάρ ή τον Παβαρότι δεν ήταν κάτι που με ενδιέφερε. Θεατρικά είναι πολύ λίγα τα πράγματα που μπορείς να κάνεις στο Ηρώδειο, διότι είναι πολύ σημαντικό το ντεκόρ όπως είναι, δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Πρέπει να κάνεις κάτι γι' αυτό ειδικά, και τι μπορείς να κάνεις όταν έχεις Μπέκετ, Ίψεν, Τενεσί Ουίλιαμς; Το επιχειρήσαμε στην Επίδαυρο με τον Μπέκετ, αλλά η Επίδαυρος είναι πιο προσιτή, γιατί έχει κάτι πιο μίνιμαλ, είναι πιο αφηρημένη και μπορείς να μη βάλεις τίποτα. Στο Ηρώδειο δεν μπορείς να γκρεμίσεις τον τοίχο. Οι δυο χώροι αυτοί είναι εντυπωσιακοί, με ενδιαφέρουν, μπορούν να γίνουν εκεί ένα σωρό πράγματα, αλλά αυτά που ήθελα να κάνω δεν μπορούσαν να γίνουν παρά σε έναν χώρο σαν την Πειραιώς 260. Δεν ήξερα, φυσικά, αν όσα γίνονταν εκεί μέσα θα είχαν απήχηση στο κοινό. Το σημαντικότερο με την Πειραιώς δεν είναι μόνο ότι έρχονται οι σκηνοθέτες και μένουν ευχαριστημένοι. Είναι ότι ο κόσμος που έρχεται εκεί μέσα, όχι μόνο όταν παρακολουθεί τις παραστάσεις, αλλά κι όταν κυκλοφορεί και γίνεται όλη αυτή η βαβούρα δίνει μια διαφορετική εικόνα της πόλης, χωρίς γκλαμουριά, χωρίς ντυσίματα, μ' ένα αλλιώτικο lifestyle. Βλεπεις παιδιά που τελειώνουν τη δουλειά τους κι έρχονται με σαγιονάρες και σορτσάκι να δουν την παράσταση. Είναι θαύμα αυτό και αυτή είναι για μένα πάνω απ' όλα η επιτυχία του Φεστιβάλ.
Τα μεγαλύτερα εμπόδια που συναντήσατε όταν ξεκινήσατε το Φεστιβάλ ποια ήταν;
Τα πράγματα στην Ελλάδα λειτουργούσαν με έναν άλφα τρόπο. Υπήρχαν οι γνωστοί και οι γνωστοί γνωστών, οι οποίοι θεωρούσαν αυτονόητο ότι θα ήταν κάθε χρόνο εδώ κι εκεί και παραπέρα. Κι υπήρχαν τα νέα παιδιά, όπως οι Blitz, η Κατερίνα Παπαγεωργίου ή ο Γιάννης Μανταφούνης, που δεν πίστευαν ποτέ ότι θα πήγαιναν στο Φεστιβάλ σε άλλους καιρούς. Ψάξαμε αυτά τα νέα παιδιά κι είπαμε στους μεγάλους «πήγαινε κι εσύ λίγο πιο πέρα, να μπει και κάποιος άλλος». Δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί είχα προβλήματα με τον Ευαγγελάτο ή με διάφορους που το θεωρούν σίγουρο ότι θα συμμετέχουν. Και οι πολιτικοί, εν μέρει, υποστηρίζουν αυτήν τη γενιά, επειδή έχουν υποχρεώσεις, επειδή έτσι λειτουργούμε. Είμαστε χώρα του ρουσφετιού γενικά, δεν είναι κάτι άγνωστο. Αυτό με τα νέα παιδιά, όμως, ήταν κάτι που έλειπε απ' την Ελλάδα. Είπαμε, δηλαδή, ότι κάθε χρόνο το ήμισυ τουλάχιστον αυτών που παρουσιάζουμε θα είναι παιδιά που δεν παίρνουν χορηγίες, που δεν τους βοηθάει κανείς. Έτσι έχει και ουσία το φεστιβάλ, αλλιώς τι να το κάνεις. Τι ωφελεί να ξαναδείξουμε αυτό που είδαμε τον χειμώνα, τους ίδιους που ανέβασαν με κάποιον άλλο ηθοποιό ένα άλλο έργο και που ο κόσμος τους βλέπει εδώ και 20-30 χρόνια;
Αν σας ρώταγα για ποιο πράγμα απ' αυτά που έχετε κάνει στο φεστιβάλ είσαστε περισσότερο περήφανος, τι θα λέγατε;
Δεν θα έλεγα ότι είμαι περήφανος, χαίρομαι που βλέπω τα νέα παιδιά να έρχονται στην Πειραιώς. Αυτό είναι κάτι που με ευχαριστεί, γιατί πολλοί από αυτούς όχι απλά δεν πήγαιναν στο Φεστιβάλ, δεν ήξεραν ότι υπήρχε. Ήταν κάτι που δεν τους ενδιέφερε, ήταν τελείως άσχετο με αυτούς. Δεν τους έλεγαν τίποτα ο Ντομίνγκο και ο Παβαρότι, έβλεπαν τις κυρίες ντυμένες, τις κούρσες και το ένιωθαν ξένο. Τώρα έχει γίνει κάτι δικό τους. Το προστατεύουν, το αγαπάνε, αν δεν τους αρέσει κάτι το λένε, μας το γράφουν, αυτή η σχέση με το κοινό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Επίσης, το γεγονός ότι έχει αυξηθεί ο αριθμός των θεατών - από 70.000 που ήταν πριν, έχουμε φτάσει τις 200.000. Και είναι σημαντικό μόνο και μόνο επειδή στις 200.000 το 60% είναι νέα παιδιά. Δεν περιφρονώ τους λιγότερο νέους, αλλά αυτοί πήγαιναν ήδη. Το ότι έχει συγκινήσει τον νέο κόσμο που ενδιαφέρεται πλέον και για κάτι άλλο πέρα από την τηλεόραση και το ποδόσφαιρο είναι κάτι που μου δίνει χαρά. Πιο πολύ ακόμα κι απ' τον Ψαραντώνη και την Πλάτωνος, οι Ρίμινι Πρότοκολ ήταν η απόλυτη απομυθοποίηση του Ηρωδείου. Το ότι ανέβηκαν πάνω τα Αλβανάκια, οι άγνωστες κυρίες, τα κορίτσια που ήρθαν απ' τις πατρίδες τους και είπαν τις ιστορία τους ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον. Είδα ανθρώπους να έχουν συγκινηθεί και να κλαίνε. Ήταν ο καθρέφτης της πόλης, μια εικόνα της Αθήνας. Και με τον Ψαραντώνη και τους Active Member ανοιχτήκαμε λίγο περισσότερο. Ή με τους Drog-a-Tek, οι οποίοι έφεραν άλλο κοινό που έρχεται μόνο γι' αυτούς και μετά δοκιμάζει και κάτι άλλο, οπότε, εν μέρει, παραμένει στο κοινό του Φεστιβάλ.
Με τι κριτήρια επιλέγονται οι ελληνικές παραστάσεις;
Και με προσωπικά κριτήρια, έχω δει τη δουλειά τους και μου αρέσει, και σε σχέση με μια πολιτική που θέλω να είναι σωστή. Δηλαδή, έναν που ήταν πέρσι και πρόπερσι δεν θα τον ξαναβάλω φέτος. Είναι καλό να βοηθήσουμε και κάποιον άλλο. Μερικές φορές μπορεί αυτός ο άλλος να είναι κάπως λιγότερο καλός, αλλά δεν με πειράζει. Τα κριτήρια είναι πιο σύνθετα απ' ό,τι νομίζει ο κόσμος: δηλαδή, έχει σημασία πόσες φορές συμμετείχε, τι παρουσίασε την τελευταία φορά, ποιους έχουμε φέτος, πόσα χρήματα έχουμε, πόσους νέους μπορούμε να βοηθήσουμε, ποιοι χώροι είναι διαθέσιμοι, πώς πάνε οι ημερομηνίες. Φέτος, βρεθήκαμε με ένα σωρό πράγματα τις 15 πρώτες μέρες του Ιουλίου, περισσότερα από όσα μπορούσε να δει κανείς, διότι λόγω των οικονομικών προβλημάτων κόψαμε ορισμένα πράγματα που είχαν ήδη τοποθετηθεί τον Ιούνιο.
Αν θέλει κάποιος να συμμετάσχει του χρόνου στο Φεστιβάλ, τι πρέπει να κάνει; Μπορεί, ακόμα κι αν δεν έχει έργο να επιδείξει;
Μπορεί. Έχουμε περίπου 700 προτάσεις τον χρόνο, τις οποίες τις κοιτάμε μέχρι τον Φεβρουάριο. Σε αυτές που είναι σίγουρες και βλέπουμε ότι λειτουργούν απαντάμε αρκετά νωρίς. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να στείλουν τις προτάσεις μέχρι τέλος Οκτωβρίου, οποιαδήποτε ομάδα, δεν χρειάζεται να έχει φήμη ή να είναι γνωστή. Αρκεί η πρόταση να είναι καλή. Το μόνο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι οι προτάσεις είναι πάρα μα πάρα πολλές και είναι αδύνατο να τους ξέρεις όλους. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή την πόλη υπάρχουν πιο πολλά θέατρα απ' ό,τι στο Λονδίνο, το Παρίσι και το Βερολίνο μαζί! Έχουμε και μια τάση να πιστεύουμε ότι είμαστε όλοι καλλιτέχνες, ότι είμαστε όλοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί. Όταν υπάρχουν τόση διάθεση για καλλιτεχνική επιτυχία, υπάρχει και η ανάλογη frustration μετά, οι απογοητεύσεις. Οπότε μπορεί εύκολα κάποιος να πει «δεν μου το επέτρεψε το Φεστιβάλ να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου», κι ίσως και μερικές φορές να είναι και αλήθεια, δεν ξέρω. Δεν μπορείς να τους ικανοποιήσεις όμως όλους. Δεν γίνεται.
Πιέσεις σάς ασκούνται για να συμμετάσχουν κάποιοι στο Φεστιβάλ;
Από τους πολιτικου΄ς εννοείς; Δεν με πιέζουν πια, αυτό έγινε λίγο στην αρχή, αλλά πολύ γρήγορα εξαφανίστηκε γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα απ' τις πιέσεις. Ορισμένοι καλλιτέχνες είναι δυσαρεστημένοι, φτάνουν μέχρι να βρίσουν, να απειλήσουν, θεωρούν αυτονόητο ότι επειδή έκαναν και πέρσι και πρόπερσι πρέπει να είναι κάθε φορά μέσα. Αυτό το «δεν ξέρεις ποιος είμαι» δεν το καταλαβαίνω. Είναι η ελληνική μαγκιά.
Βλέπετε να έχουν μείνει πίσω τα πράγματα στην Ελλάδα σε σχέση με τον πολιτισμό;
Δεν πιστεύω ότι είναι πίσω. Αν δεις τον πολιτισμό με νούμερα, αυτό που μένει για τη σύγχρονη δημιουργία είναι ελάχιστο. Νομίζω πως το υπουργείο Πολιτισμού στην Ελλάδα παίρνει κάπου το 0,3 του προϋπολογισμού, σχεδόν τίποτα σε σχέση με αυτά που χρειάζεται. Μια χώρα που έχει τόσο πολλές ανασκαφές, μνημεία να διατηρήσει, ένα σωρό αρχαιολόγους και υπαλλήλους που πρέπει να πληρώνονται, δεν γίνεται να διαθέτει τόσο λίγα για τον πολιτισμό. Οι επιχορηγήσεις όλων των θεάτρων στην Ελλάδα είναι περίπου όσα παίρνουν δύο θέατρα στο Βερολίνο. Δεν έχουμε και την ίδια οικονομία, αλλά πιστεύω ότι θα έπρεπε να δοθούν περισσότερα χρήματα στον πολιτισμό και να βοηθηθούν περισσότερο οι νέοι.
Αυτός είναι κι ο λόγος που όλοι οι νέοι και ταλαντούχοι φεύγουν στο εξωτερικό.
Δεν ξέρω αν φεύγουν όλοι, αλλά φεύγουν πολλοί. Γιατί άμα δεν κάνεις μια δουλειά που σου προσφέρει μια οικονομική ευχέρεια γρήγορα -και στο ποιοτικό θέατρο και στη μουσική δεν έχεις άμεσα μεγάλο κοινό-, αναγκαστικά πέφτεις σε πράγματα πιο εύκολα, όπως είναι η τηλεόραση. Η Κατερίνα Παπαγεωργίου κι η Ζωή Δημητρίου είναι η μία στο Βερολίνο κι η άλλη στο Λονδίνο, ο Γιάννης ο Μανταφούνης είναι επίσης έξω. Βέβαια, αυτό συμβαίνει και αλλού, ακόμα και στη Γαλλία, που δίνει επιχορηγήσεις. Υπάρχουν πάρα πολλά Γαλλάκια στην Αμερική, στην Αγγλία ή στη Γερμανία. Αλλά θα μπορούσε το υπουργείο Πολιτισμού να βοηθάει περισσότερο τους νέους - αν είχε μεγαλύτερο προϋπολογισμό. Ο κάθε υπουργός μπορεί να κάνει μόνο αυτό που του επιτρέπουν τα λεφτά που του δίνουν.
Σκέφτεστε ποτέ ποια θα ήταν η πορεία σας, αν δεν είχατε φύγει έξω;
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Δεν έχω χρόνο να σκέφτομαι έτσι. Πιθανόν να σπούδαζα και να ήμουν παντρεμένος με παιδιά. Στη σύνταξη, ίσως. Ποιος ξέρει;
Πόσο επηρέασε η κρίση το φεστιβάλ;
Παραδόξως, δεν το επηρέασε η κρίση, όσον αφορά την πώληση εισιτηρίων. Φέτος πήγε καλύτερα από ποτέ. Στην Πειραιώς όλες οι παραστάσεις ήταν sold out. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Ιζαμπέλ Ιπέρ, είχαμε κάθε βράδυ 100 άτομα που έμεναν απέξω, επειδή δεν είχαν εισιτήρια, Η Πίνα Μπάους στο Μέγαρο το ίδιο, η Σιμόν Μπολιβάρ δεν είχε ούτε μία θέση, ο Ρούφους Γουέινραϊτ, o Ψαραντώνης...
Το πιο μεγάλο σας όφελος από την ασχολία σας με την τέχνη ποιο είναι; Είστε πλούσιος;
Όχι, αλλά δεν με πειράζει αυτό, καθόλου. Μαθαίνω πράγματα, είμαι περίεργος, μ' αρέσει να βλέπω, έχω παρέες και φίλους κι εδώ και έξω που τους αρέσουν τα ίδια πράγματα με μένα και βρισκόμαστε και τα λέμε. Κανονίζουμε να συναντηθούμε και να δούμε μια παράσταση, κι όταν κάποιος βλέπει κάτι καλό το λέει και στους άλλους. Ο πλούτος δεν είναι κάτι που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
Οι φίλοι σας ποιοι είναι;
Έχω πολλούς φίλους, αλλά, επειδή δουλεύω συνέχεια, οι περισσότεροι είναι απ' τη δουλειά μου. Είτε δουλεύουμε παρέα, είτε είναι του χώρου. Δεν έχω φίλους που κάνουν εντελώς διαφορετικές δουλειές. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι του θεάτρου, της μουσικής, του χορού. Πρέπει να έχεις κάτι κοινό με τους ανθρώπους για να μπορέσεις να επικοινωνήσεις. Αν εσένα σε ενδιαφέρει μόνο το ποδόσφαιρο και μένα μόνο η μουσική μπαρόκ, είναι λίγο δύσκολο να βρεις κάτι να πεις.
Το ποδόσφαιρο σάς ενδιαφέρει, αλήθεια;
Ποδόσφαιρο βλέπω, επειδή ο ανιψιός μου έπαιζε μέχρι πριν από λίγο στα τσικό της Λυών και τον πήγαινα και χάζευα. Μέσω του Αχιλλέα έχω μια επαφή, από μόνος μου λιγότερο.
Πόσο απ' τον χρόνο σας περνάτε στην Αθήνα;
Ζω εδώ περίπου μία εβδομάδα τον μήνα. Δεν ξέρω πόσο δύσκολο είναι να ζεις στην Αθήνα, γιατί δεν έχω ποτέ χρόνο να κάνω τίποτα. Δεν προλαβαίνω. Τουλάχιστον έξω προλαβαίνω πού και πού να πάω να περπατήσω μια ώρα ή να κάνω λίγη γυμναστική, να δω ένα έργο. Εδώ από το πρωί μέχρι το βράδυ δουλεύω. Και το καλοκαίρι που πάω στην Επίδαυρο δεν προλαβαίνω να πάω να ρίξω μία βουτιά στη Μουριά, γιατί πάντα έχω να δω κάποιον ή να κάνω κάτι.
Πείτε μου μερικά πράγματα που σας αρέσει να κάνετε.
Μου αρέσει να βρίσκομαι με τους φίλους μου, να συζητάω, να έχω ελεύθερο χρόνο (δεν έχω κάνει διακοπές εδώ και πέντε χρόνια), θα ήθελα να πω σε μια παρέα «πάμε να κάνουμε μπάνιο τρεις μέρες εκεί». Συνήθως, όταν φεύγω, πάω να δω μια πρόβα ή μια παράσταση. Ίσως θα έπρεπε να διαχειρίζομαι τον χρόνο μου καλύτερα. Η ζωή στην Αθήνα είναι πολύ λιγότερο ήρεμη από ό,τι σε άλλα μέρη, γιατί τρέχουν τα πάντα. Είναι πολύ μεγάλη πόλη, στην οποία συνεχώς κάτι συμβαίνει. Ή έχει 100 παραστάσεις ή έχει τρεις απεργίες ή έχει καθυστέρηση το αεροπλάνο, οπότε αυτό που μου λείπει, μερικές φορές, είναι μια ηρεμία, μια κάλμα που τη βρίσκω όντως έξω. Ακόμα και στο Παρίσι, που είναι μια μεγάλη πόλη, δεν υπάρχει αυτό το αθηναϊκό τρέξιμο. Η Αθήνα όμως, παρόλο που έχει πολλές αντιφάσεις, έχει μια γλύκα. Ενώ βλέπεις ότι δεν υπάρχουν πεζοδρόμια, επειδή είναι παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ενώ τρως τα μούτρα σου σε μια λακκούβα, ενώ αρχιτεκτονικά έχει ένα σωρό προβλήματα, ξαφνικά βρίσκεσαι σε μια ταβερνίτσα και νομίζεις ότι είσαι στον παράδεισο. Εξαφανίζονται τα πάντα γύρω σου. Είναι κάτι ανάλογο με το κοινό, που ενώ μπορεί να φωνάζουν και να έρχονται για επίδειξη, υπάρχει ένα κοινό άλφα που είναι γεμάτο ενθουσιασμό και αγάπη γι' αυτό που βλέπει, είτε του άρεσε είτε δεν του άρεσε. Έχει κάτι θετικό μέσα του και το καταλαβαίνουν και οι ξένοι που τρελαίνονται. Αυτό είναι κάτι τελείως ελληνικό.
Τι διαφορετικό έχει το ελληνικό κοινό;
Το ελληνικό κοινό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και είναι διαφορετικό σε κάθε μέρος, γιατί στην Πειραιώς δεν είναι ίδιο με του Ηρωδείου. Το κοινό της Πειραιώς έχει μια περιέργεια και έναν ενθουσιασμό που εντυπωσιάζουν τους ξένους καλλιτέχνες, επειδή βλέπουν πώς αντιδρά, με μια αγάπη, με μια περιέργεια. Δεν είναι ίδιο με το κοινό της Επιδαύρου που έχει κάποιες αντιδράσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις εθνικιστικές. Όταν βρίσκονται πολλοί μαζί, οχλοποιείται πιο εύκολα το κοινό και λέει αυτά που είπε στον Βασίλιεφ. «Έξω οι Ρώσοι», φώναζαν. Το κοινό στην Πειραιώς αγαπάει την τέχνη. Τα μεγάλα θέατρα για ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων είναι και μια έξοδος σχεδόν κοσμική.
Ο πιο μεγάλος σας φόβος σας ποιος είναι;
Δεν θα ήθελα να κάνω κάτι που δεν μ' αρέσει. Και η δουλειά μου και η ζωή μου ήταν μια συνεχής ευχαρίστηση - προσπαθώ να κάνω πράγματα που δεν βαριέμαι. Εξάλλου, δεν προλαβαίνω και να βαρεθώ. Αν κάτι δεν μ' αρέσει, το προσπερνώ.
Έχετε κάποια φιλοδοξία που δεν έχετε εκπληρώσει;
Πάρα πολλές. Να είχα ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα, να είχα περισσότερο χρόνο, πάντα μου λείπει κάτι.
Τι θα θέλατε και δεν το έχετε;
Θα ήθελα να ήξερα μία ασιατική γλώσσα, θα ήθελα να ήμουν μουσικός, ίσως θα ήθελα να ήμουν πιο κοντά με τους γονείς μου, γιατί έλειπα από μικρός και μου έλειψαν, εν μέρει. Δεν νιώθω στερημένος, γενικά.
Στην τύχη πιστεύετε;
Ναι, πιστεύω. Όταν είμαι στην Ελλάδα πιστεύω, όταν είμαι έξω είμαι πιο καρτεσιανός. Είναι πιο άγρια τα πράγματα στην Ελλάδα και πιο ζεστά, έξω είναι πιο cool.
Κύριε Λούκο, πώς περνάτε τη μέρα σας;
Είναι διαφορετική μια μέρα δουλειάς στην Ελλάδα από ό,τι στη Γαλλία. Στην Ελλάδα τις μέρες του Φεστιβάλ έρχομαι στο γραφείο το πρωί και δουλεύω μέχρι τις 5-6, πάω σπίτι μου, αλλάζω, κι αρχίζω να επισκέπτομαι τα θέατρα. Περνάω από δυο τρία να πω «καλησπέρα και καλή επιτυχία», βλέπω ένα ή δύο, έστω και μισά, και μετά, πολλές φορές, πρέπει να βγάλω έξω κάποιον από τους ξένους. Ή τον μαέστρο ή τον σκηνοθέτη ή μαζευόμαστε στα afters με καμιά ομάδα. Στη Γαλλία η μέρα μου είναι εντελώς διαφορετική. Διαβάζω κάθε πρωί τρεις τέσσερις εφημερίδες, γαλλικές και ξένες, πίνω το καφεδάκι μου και μετά περπατάω δίπλα στο ποτάμι και σκέφτομαι διάφορα πράγματα. Στη συνέχεια πάω στις πρόβες. Είναι πολύ πιο ήρεμα τα πράγματα εκεί. Εδώ είμαι συνέχεια στο τρέξιμο, ειδικά την εποχή του Φεστιβάλ, που κρατάει μεγάλο διάστημα και είναι πολύ έντονη. Πρέπει να είσαι παρών παντού, είναι ένας τύπος ζωής εξαντλητικός.
Έχετε ποτέ σκεφτεί να τα παρατήσετε;
Πολύ συχνά. Στην αρχή το είχα σκεφτεί σχεδόν επίσημα, γιατί είδα ότι τα πράγματα εδώ λειτουργούν πολύ διαφορετικά. Μετά από κάνα δυο τηλέφωνα βουλευτών το σκεφτόμουν. Τώρα δεν υπάρχουν αυτά πια, αλλά νομίζω ότι είναι κουραστικό πολύ. Αυτό που με κρατάει είναι η αγάπη του κοινού για το Φεστιβάλ. Και φυσικά οι καλλιτέχνες. Μέσα στο κοινό είναι ένα 20% άνθρωποι της πιάτσας που τους βλέπεις συχνά και δημιουργούν μια αίσθηση οικογένειας. Μου αρέσει αυτό.
Με τόσο έντονη επαγγελματική ζωή καταφέρατε να βρείτε χρόνο για τον έρωτα;
Με τον έρωτα η σχέση μου ήταν έντονη, αλλά, ας πούμε, ότι δεν τον έζησα όσο θα ήθελα.
σχόλια