›Γεννήθηκα στη Μυρίνη Καρδίτσας- ήταν επιθυμία του πατέρα μου να γεννηθώ στο χωριό του, αν και οι γονείς μου τότε ζούσαν στη Γαλλία. Όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα, ο πατέρας μου έπιασε δουλειά στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Μείναμε εκεί περίπου πέντε χρόνια. Έχω κάποιες πολύ ισχυρές αναμνήσεις: είχα απόλυτη συναίσθηση ότι μεγάλωνα σ' ένα περιβάλλον που δεν είχε σχέση με τη διπλανή πόλη. Αισθανόμουν ότι ανήκα σε κάτι πολύ ιδιαίτερο, ότι ήμουν μέρος ενός πειράματος. Ήταν σαν μια υβριδική μορφή εργατικού θερέτρου με κουλτούρα, σπορ, θέατρο, δύο σινεμά. Εκεί είδα και τις πρώτες μου ταινίες-ντοκιμαντέρ του Κουστώ.
›Μέχρι να φύγω για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, ζούσαμε στην πλατεία Παπαδιαμάντη στα Άνω Πατήσια: είναι μια μικροσκοπική περιοχή, γεμάτη μονοκατοικίες με κήπους - μια σχετικά άγνωστη τσέπη της Αθήνας, παλιό προάστιο που έχει καταφέρει να διατηρήσει την αίσθηση της γειτονιάς εν μέσω του αστικού ιστού. Στα 14 πήρα την απόφαση ότι μια μέρα θα ζήσω στη Νέα Υόρκη.
Τα δυο πράγματα τα οποία ανακάλυψα είναι ότι η Ελλάδα δεν είναι μια πραγματικά φιλόξενη χώρα και οι Έλληνες δεν είναι πια ένας φιλόξενος λαός. Η ζέστη των Ελλήνων έχει ένα υποδόριο στρώμα κρύου.
›Έφυγα με υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στα 20, μόλις τέλειωσα τη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης. Σπούδαζα Ρerformance Studies, κάτι σαν ανθρωπολογία και σημειολογία των παραστατικών τεχνών. Παράλληλα, δούλευα ως μαθητευόμενη στο Τμήμα Κινηματογράφου του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης. Στην ουσία, η δουλειά μου ήταν να ελέγχω τις κόπιες στο αρχείο του μουσείου για να δούμε αν ήταν σε καλή κατάσταση. Έτσι ήρθα αντιμέτωπη με αριστουργήματα του πρώιμου κινηματογράφου που δεν θα είχα ποτέ την ευκαιρία να δω, καθώς και με σπάνιες ταινίες εθνικών κινηματογραφιών: γαλλικό, ιαπωνικό, βραζιλιάνικο σινεμά. Μου μπήκε το σαράκι και όταν πια πήγα στο Τέξας να σπουδάσω σκηνοθεσία, ίδρυσα ένα μικρό φεστιβάλ κινηματογράφου, το Cinematexas, που στη συνέχεια επεκτάθηκε σε αβανγκάρντ μουσική, περφόρμανς και installations.
›Η πρώτη μου ταινία The slow business of going (Η διαρκής αναχώρηση της Πέτρα Γκόινγκ, στα ελληνικά) γυρίστηκε σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο με την παρέα μου από τη σχολή: κάθε φορά που παίρναμε μια χορηγία από κάποια αεροπορική εταιρεία ή κάποιος από μας έβγαζε μια νέα πιστωτική κάρτα, φεύγαμε για ταξίδι. Ταξιδεύαμε στην Αβάνα ή την Πράγα ή το Μεξικό και γυρίζαμε μια σκηνή. Ήταν μια ταινία-σχολείο, όπως ήταν και το Cinematexas, στο οποίο είδαμε χιλιάδες ταινίες από όλον τον κόσμο στα δέκα χρόνια που διήρκεσε.
›Όταν η ταινία άρχισε να διαγράφει την πορεία της στα φεστιβάλ, την είδε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, που τότε έψαχνε κάποιον για να γυρίσει το making of της προετοιμασίας των τελετών, και στην πορεία της συνεργασίας μού ζήτησε να σχεδιάσω και τα βίντεό τους.
›Δεν ήμουν έτοιμη να επιστρέψω στην Ελλάδα για τα καλά, αλλά ταυτόχρονα ήταν μια απίστευτη πρόκληση. Ενώ είχα περάσει δέκα χρόνια με μια κάμερα στο χέρι, καταγράφοντας τα πάντα σχεδόν νευρωτικά κι ο προϋπολογισμός ήταν ασύλληπτος για τα δικά μου μέτρα, πανικοβλήθηκα. Αλλά όλη η δημιουργική ομάδα ήταν κουλ, οπότε ηρέμησα... Ακολούθησε από Αμερική ο βασικός μου συνεργάτης μέχρι σήμερα, ο Matt Johnson, φτιάξαμε μία μικρή ομάδα, συνεχίζοντας να κάνουμε τα πράγματα όσο πιο χειροποίητα γινόταν. Επίσης, αυτό που ήταν πολύ ενδιαφέρον είναι ότι, χάρη στην πρόσκληση του Δημήτρη, βρέθηκα στο κέντρο μιας σοβαρής, εξοντωτικής συζήτησης για το τι είναι Ελλάδα σήμερα. Προσγειώθηκα σαν αστροναύτης σε ένα διαστημόπλοιο με εξαιρετικά έμπειρους πιλότους - η αλήθεια είναι ότι στην αρχή περισσότερο άκουγα. Η δική μου καλλιτεχνική ιδιότητα κι ενήλικη ταυτότητα είχε, εξάλλου, δημιουργηθεί σε μια άλλη χώρα.
›Η μισή μου βάση παραμένει στην Αμερική, αν και ταξιδεύω για διάφορες συνεργασίες. Μπορεί να λείπω και 6 μήνες - δεν υπάρχει μονιμότητα στη ζωή μου. Μετά τους Ολυμπιακούς, δούλεψα στο Άμστερνταμ, στη Δυτική Όχθη, το Ιράν, το Μεξικό. Τα τελευταία δύο χρόνια που αποφάσισα να κάνω μια ελληνική ταινία είμαι συνέχεια εδώ.
›Το Attenberg είναι το πρώτο πράγμα που έχω γράψει στα ελληνικά ως ολοκληρωμένο κείμενο. Ενώ η ταινία δεν είναι αυτοβιογραφική, ίσως αντικατοπτρίζει την εντύπωση που έχω για την Ελλάδα, μια ακόμα αρκετά ξένη χώρα για μένα, μέσα από μία σχέση που θεωρώ θεμελιώδη, τη σχέση πατέρα και κόρης. Είναι μια αρχετυπική σχέση, η οποία έχει περάσει στο DNA μας από το αρχαίο δράμα έως σήμερα. Δεν τη βλέπεις εύκολα στο σινεμά και με ενδιέφερε να κάνω ένα «buddy movie» με πατέρα και κόρη, όπου ο πατέρας δεν θα ήταν ο κλασικός τύραννος, ούτε θα φερόταν στην κόρη του ως ένα ανυπεράσπιστο κοριτσάκι.
›Γράφοντας το σενάριο, έβλεπα παράλληλα και όλες τις σειρές ντοκιμαντέρ του Ντέιβιντ Ατένμπορο. Παρατηρώντας τα ζώα, εντοπίζεις τις συγγένειες που υπάρχουν με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με ενδιαφέρει να εξετάζω τις συμπεριφορές των ανθρώπων όταν τις εξορίσει κανείς από τα συμφραζόμενά τους. Ακόμα κι ένα φιλί, αν το δεις ψυχρά και κλινικά, ως πράξη ανταλλαγής σάλιου, διαζευγμένο από επιθυμία ή συναίσθημα, μπορεί να είναι και κάτι εντελώς αηδιαστικό.
›Η πρωταγωνίστρια, η Μαρίνα, είναι μισάνθρωπος λόγω στάσης. Κάποια στιγμή δίνει μια υπόσχεση στον πατέρα της και στον εαυτό της ν' αρχίσει να μιμείται και ανθρώπους εκτός από ζώα - γιατί περί μίμησης πρόκειται. Όταν αρχίζουμε ως κορίτσια τη σεξουαλική μας ζωή στην ουσία μιμούμαστε - μιμούμαστε αυτό που μας έχουν πει πως πρέπει να είμαστε. Είναι σπάνιο να υπάρχει πραγματική επιθυμία σε αυτή την ηλικία. Ωριμάζοντας ανακαλύπτουμε τον καθαρό πόθο.
›Το βραβείο στο Φεστιβάλ Βενετίας ήταν μία έκπληξη για όλους μας. Ήμασταν οι μικροί εκκεντρικοί outsiders στο επίσημο διαγωνιστικό. Η Αριάν είχε δουλέψει αφάνταστα σκληρά για τον ρόλο της και κέρδισε το βραβείο με το σπαθί της.
›Νιώθω καθημερινά ούφο στην Αθήνα, αλλά αυτό ίσως και να είναι μια συνθήκη στην οποία προσωπικά αισθάνομαι άνετα. Ποτέ δεν ανήκω εντελώς στο περιβάλλον μου, όμως αυτό μου δίνει κι ένα αίσθημα ελευθερίας. Μου αρέσει να ξέρω ότι ανά πάσα στιγμή μπορώ να φύγω.
To trailer της νέας της ταινίας
›Τα δυο πράγματα τα οποία ανακάλυψα είναι ότι η Ελλάδα δεν είναι μια πραγματικά φιλόξενη χώρα και οι Έλληνες δεν είναι πια ένας φιλόξενος λαός. Η ζέστη των Ελλήνων έχει ένα υποδόριο στρώμα κρύου. Είμαστε πολύ κακοί στη διαχείριση του άγχους και της νεύρωσης. Η Αθήνα είναι μια πόλη σε έκρηξη. Βιώνει για πρώτη φορά την πολυπολιτισμικότητα και άρα τον ρατσισμό. Αυτό που με ξενίζει είναι η καχυποψία και ο φθόνος. Δεν υπάρχει αυτό που λέμε συλλογικότητα. Δεν αισθάνομαι καμία αμεσότητα, σαν να μην υπάρχει ευθύτητα στις σχέσεις.
›Μου αρέσει η εγγύτητα της θάλασσας, αλλά δεν μου αρέσει ότι το ξεχνάμε. Το θεωρώ συγκλονιστικό ότι σε ένα τέταρτο μπορείς να κολυμπάς κάπου καθόλου άσχημα. Μου αρέσει το περπάτημα στο κέντρο της Αθήνας. Και τα ποδήλατα που έχουν αρχίσει να πληθαίνουν.
Μιλά η σκηνοθέτης και ηθοποιοί, μετά τη βράβευση με το Πρώτο Βραβείο του Φεστιβάλ του Λονδίνου, στις 18 Οκτωβρίου 2015.
σχόλια