Καμία ερμηνευτική οπτική, κανένας κυρίαρχος κανόνας δεν αρκεί για να εξηγήσει την επιστροφή στην ποίηση του Σεφέρη σήμερα-περισσότερο από ποτέ. Δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επιτακτική ανάγκη να (ξαν)ακούσει κανείς με την ίδια προσμονή τη φωνή του σεφερικού Τεύκρου μέσα από τον οποίο μιλάει ο «μοντερνιστής» Ευριπίδης, να δει σαν βγαλμένο από όραμα τον ξυλάρμενο Οδυσσέα, να παλέψει σαν ίσος προς ίσον με τον ατιθάσευτο Μακρυγιάννη, να παρασυρθεί από τον μάταιο έρωτα της φασματικής Ελένης, να μελωθεί από τον ηδονισμό της Κύπρου και να ζαλιστεί από τον μετεωρισμό του Αιγαίου. Αισθήματα φορτισμένα με διακειμενικές αναγνώσεις που δείχνουν την αιώνια διαμάχη του λαβωμένου από την ιστορία Έλληνα με την πιο καταστροφική αλλά συνάμα παιχνιδιάρικη εκδοχή του.
Ο Σεφέρης –κι εδώ ίσως να λαθεύει στις εκτιμήσεις του ο Τζιόβας– μέσα από την ποίησή του δεν προβάλλει την επιτακτική ανάγκη μιας ιστορικότητας αλλά τον τρόπο που οι ιστορικές μορφές εγκαταβιώνουν στη γλώσσα σαν φαντάσματα, σαν ετερόκλητες μορφές που θυμίζουν το πιο γοητευτικό αλλά και το πιο χυδαίο πρόσωπο του σύγχρονου εαυτού μας.
Η σχιζοείδεια που χαρακτηρίζει τον σημερινό ελληνικό διάλογο –από τις παρυφές του Facebook μέχρι τα έγκατα της μιντιακής επικοινωνίας– είναι η ίδια που ανάγκαζε τον Σεφέρη να νιώσει ότι ο χειρότερός μας εαυτός μπορεί να γίνει η αφορμή μιας ενδελεχούς αυτοεξέτασης κι ότι στην άκρη της γλώσσας μας παραμονεύουν οι πλέον (δημιουργικές) αντιφάσεις. Ούτε καταδικαστέες, ούτε ανώφελες, ούτε αδυσώπητες, ούτε αθώες.
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά η γλώσσα του Σεφέρη προτάσσει την κυρίαρχη σύγχυση του σημερινού κατοίκου της Ελλάδας που αντιλαμβάνεται τη μυθιστορία του μέσα από μια ταραγμένη πορεία η οποία βρίσκει δημιουργική έκφραση μονάχα στην ποιητική γλώσσα και στο λευκό χαρτί («Το άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου / τη δική σου φωνή / όχι εκείνη που σ' αρέσει / μουσική σου είναι η ζωή / αυτή που σπατάλησες./ Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις / αν καρφωθείς σε τούτο τ' αδιάφορο πράγμα / που σε ρίχνει πίσω / εκεί που ξεκίνησες / Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους / άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς / ένιωσες τον πόνο του παλικαριού / και το βογκητό της γυναίκας / την πίκρα του άγουρου παιδιού – ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόσπαστο / αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό. Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμιζες χαμένο / τη βλάστηση της νιότης, τον δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας / Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες / τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες / το άσπρο χαρτί»).
Με άλλα λόγια, η έννοια του «ελληνικού» ή της «ελληνικότητας» ανατέμνει αυτό που ο Γιώργος Σεφέρης είδε ως παιχνίδι ανάμεσα στην ακρίβεια και την αμφιβολία, ακολουθώντας προφανώς το παράδειγμα του Οδυσσέα ο οποίος έμελλε να παρασυρθεί από τα θέλγητρα της σάρκας και την ίδια στιγμή να φέρει αδυσώπητα μέσα του το βάρος των νεκρών. Το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου, η εναλλαγή ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως αλλά και η εγγενής αντίφαση ανάμεσα στη ζωική ορμή και την πνευματική μελαγχολία αναδεικνύονται στην ποίησή του με έναν τρόπο διαχρονικό – από την πιο απομακρυσμένη στιγμή της ιστορίας έως τον άνθρωπο του τώρα.
«Η αντιπαράθεση ομορφιάς και φρίκης, φωτός και σκότους δεν τον εγκαταλείπει πια ποτέ» γράφει ο Μπίτον για τη στροφή στην ποίηση του Σεφέρη μετά τη δημοσίευση της «Κίχλης». Ο ερωτισμός δεν λείπει από τον Σεφέρη (από τα ποιήματα και τις ημερολογιακές του σημειώσεις), όπως ούτε η ειρωνεία, η χαλαρότητα ή το χιούμορ. Διότι, σε αντίθεση με την εικόνα του «μελαγχολικού» Σεφέρη που φέρει στην ποίησή του έντονο το άχθος της ιστορίας, η σημερινή έκδοση με τα σεφερικά Ποιήματα από τον Ίκαρο αναδεικνύουν έστω και όψιμα τη χαρούμενη και πλησιφαή πλευρά του ποιητή. Με την προσθήκη των περιπαικτικών έως πειραματικών Γυμνασμάτων Β' από τον ευφυή επιμελητή Δημήτρη Δασκαλόπουλο (κατόπιν, φυσικά, αρχικής επιθυμίας του ίδιου του Γ.Π. Σαββίδη) ένα τέτοιο εκδοτικό εγχείρημα αποκτά, επομένως, πρωτόφαντη ενάργεια.
Το Τετράδιο Γυμνασμάτων Β' που προστέθηκε στη σημερινή έκδοση των Ποιημάτων αποκαλύπτει τη φιλοπαίγμονα διάθεση του Σεφέρη και τη βαθιά ανάγκη του να παρασυρθεί από την ατιθάσευτη δύναμη της γλώσσας. Πέρα από τα περιπαικτικά ποιήματά του που ακολουθώντας τη δημοτική παράδοση σατιρίζουν με τρόπο χιουμοριστικό περίοπτα ιστορικά πρόσωπα της εποχής, εντύπωση κάνουν οι τολμηρές γλωσσικές ασκήσεις και οι νέες εκφραστικές μορφές όπως το limerick. Πρόκειται, όπως μας γνωστοποιεί σχετικά και ο Μπίτον στη βιογραφία του Σεφέρη Περιμένοντας τον Άγγελο, για πορνογραφικού περιεχομένου σχόλια που ο ποιητής είχε δανειστεί από τον Έλιοτ και που φανερώνουν μια πιο ανατρεπτική διάθεσή του.
Αντίστοιχα, πάλι, ο Σεφέρης τεστάρει εδώ την αντοχή του παντούμ (στιχουργική μορφή που ξεκίνησε από τη Μαλαισία και καθιερώθηκε στην Ευρώπη από τον Ουγκό), ενώ αναμετριέται δημιουργικά με τα χαϊκού και το παστίς. Βλέπει, δηλαδή, πέρα από την κυριαρχία μιας προφητικής ποίησης την ανεξέλεγκτη κι αυτόνομη δύναμη της γλώσσας. Ήδη από το 1936 παίζει με τις Γυμνοπαιδιές, ενώ το 1937 έχει επίγνωση ότι η προφορικότητα της γλώσσας θα είναι ο άξονας της δικής του ποιητικότητας – εξού και το ότι η προάσπιση της δημοτικής θα βρεθεί στο επίκεντρο του λογοτεχνικού του αγώνα. Κι είναι αυτό που τον κάνει τελικά να συγκρούεται με τη λογιοσύνη μιας εποχής που δεν υποδέχτηκε με τον καλύτερο τρόπο τη ρηξικέλευθα απέριττη και αψιμυθίωτη ποίησή του, ασκώντας δριμεία κριτική ακόμα και μετά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ.
Ανέκαθεν, ωστόσο, ο ίδιος ο Σεφέρης διατράνωνε ότι αυτό που ήθελε, κόντρα στις ρητορικές ασκήσεις ενός δήθεν λογιοτατισμού, βερμπαλισμού και λυρισμού είναι να μπορέσει να «μιλήσει απλά». Να δει τι σημαίνει να κερδίζεται ο κόσμος μέσα από τη γλώσσα και να καταλάβει την ιδανική αναλογία που έχει το σκοτάδι και το φως, η ιωνικού τύπου δικαιοσύνη. «Όσο για μένα, συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου» έλεγε στην πανηγυρική ομιλία του για το βραβείο Νόμπελ (Οκτώβριος του 1963). «Και ένας από τους διδασκάλους μου των αρχών του περασμένου αιώνα γράφει "θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε..." (ο Μακρυγιάννης).
Αυτός ο ρόλος της αναζήτησης της ισορροπίας σε κάθε είδους αντίφαση, της συμμετρίας που επιφέρει στο σύμπαν και στη γλώσσα η αρχή της δικαιοσύνης είναι που οδήγησε τελικά τον Γιώργο Σεφέρη στην ποίηση. «Η ποίηση έχει τη ρίζα της στην ανθρώπινη ανάσα και τι θα γινόταν αν η πνοή μας λιγόστευε;» αναρωτιέται στην ίδια ομιλία του για το Νόμπελ – ένα ερώτημα που ακούγεται επιτακτικότερο από ποτέ, εξού και ότι ο αέρας των Ποιημάτων που φυσάει πάνω από τον Ίκαρο δεν είναι μόνο ζείδωρος αλλά και ζωτικός σήμερα που οι πνευματικές ανάσες είναι όλο και λιγότερες και η δύναμή τους όλο και πιο εξασθενημένη.
σχόλια