Όλοι γνωρίζουμε τον Μανώλη Ρασούλη (1945-2011) ως έναν από τους κορυφαίους στιχουργούς του ελληνικού τραγουδιού διαχρονικά. Και δεν νομίζω πως τον ξεπέρασε ποτέ κανένας από τότε που εμφανίστηκε ως τέτοιος (ως στιχουργός) με την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» το 1978.
Όλοι γνωρίζουμε, επίσης, πως Ρασούλης είχε και το ταλέντο της συγγραφής, αφού ουκ ολίγα βιβλία του είχαν δει το φως τα πιο πρόσφατα χρόνια της ζωής του και κυρίως μετά το 2000, όταν κυκλοφόρησαν τα «Οι Εβραίοι είναι Έλληνες Κρήτες / Καλύτερα Αλαντίν παρά Μουτζαχεντίν» [Κάκτος, 2002], «Τι είδε ο Βουκεφάλας / 15 χρόνια Σαλονίκη» (2005), «Εδώ είναι του Ρασούλη» (2007), «Ο μεγάλος αιρετικός Θεόφιλος Καΐρης» (2008), «Η τελευταία ζωή του σύντροφου Παντελή Πουλιόπουλου» (2008) και «Οι βερβελίδες της αμάλθειας / Αναφορά στο χόμο σάπιενς / Αυτοβιογραφία» (2012), όλα στις εκδόσεις IANOS.
Λίγοι, πάντως, γνωρίζουν πως ο Μανώλης Ρασούλης πρώτα έγινε γνωστός (όσο έγινε) σαν ποιητής και συγγραφέας (και τραγουδιστής) και μετά σαν στιχουργός.
Λίγοι, πάντως, γνωρίζουν πως ο Μανώλης Ρασούλης πρώτα έγινε γνωστός (όσο έγινε) σαν ποιητής και συγγραφέας (και τραγουδιστής) και μετά σαν στιχουργός.
Βασικά, αναφερόμαστε στα τρία πρώτα βιβλία του, που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του '70 και τα οποία είναι με τη σειρά: το ποιητικό «Η μπαλλάντα του Ισαάκ» [Ιδιωτική Έκδοση, 1972], η συλλογή διηγημάτων «Μεγάλος ήρωας σε μικρή χαρτοσακκούλα» [Εκδόσεις 70-Πλανήτης, 1972], καθώς και το «Κβο βάντις στάτους κβο;» [Ιδιωτική Έκδοση, 1976], που περιλάμβανε και ποιήματα και διηγήματα.
Πριν λίγο καιρό επανατυπώθηκε από τις εκδόσεις Μετρονόμος το σπάνιο, στην αρχική έκδοσή του, δεύτερο βιβλίο του Μανώλη Ρασούλη, το «Μεγάλος ήρωας σε μικρή χαρτοσακούλα» (τα δύο «κ» της αρχικής «χαρτοσακκούλας» έχουν γίνει ένα πια), στο οποίο καταγράφονται εφτά διηγήματά του. Οι τίτλοι τους: Μεγάλος ήρωας σε μικρή χαρτοσακούλα, Κάτασπρο καράβι-κατακόκκινη θάλασσα, Ο τρίτος, Οι καουμπόιδες καλπάζουν πάνω σε ταριχευμένες αγελάδες, Φαρενάιτ 1965, Το σκυλάκι με την κυρία και Έλληνες, γρηγορείτε!.
Για να δούμε, όμως, κάποιες λεπτομέρειες...
Στο πρώτο απ' αυτά τα διηγήματα περιγράφεται η αποτυχημένη προσπάθεια ενός φοιτητή, επί δικτατορίας, επίδοξου βομβιστή και σαμποτέρ, να ανατινάξει μια διαφήμιση της κοκακόλας – του πιο διαχρονικού συμβόλου του αμερικανισμού και γενικότερα του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Πρόκειται για ένα σπαραξικάρδιο, όσο και καυστικό αφήγημα, ενταγμένο οπωσδήποτε μέσα στο πνεύμα της εποχής.
Στο δεύτερο έχουμε μιαν άλλη αποτυχημένη απόπειρα ενός Τούρκου, αυτή τη φορά, αντικαθεστωτικού (κομμουνιστή) να αποδράσει, σκαρφαλώνοντας την τελευταία στιγμή σ' ένα καράβι (σ' ένα τουρκικό λιμάνι). Και εδώ οι περιγραφές είναι εξόχως διεισδυτικές, όσον αφορά στο ψυχολογικό προφίλ του ήρωα, με τον συγγραφέα να διαμορφώνει ένα κλίμα αγωνίας, που διαλύεται, κατά το αναμενόμενο, λίγο πριν το τέλος.
Στο τρίτο περιγράφεται ένας αγώνας επιβίωσης στο... βασίλειο των εντόμων – μια μάχη ανάμεσα σε αράχνες και μυρμήγκια(!), με την καταλυτική όμως παρουσία, για την έκβαση της μάχης, του ίδιου του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα έξοχο αφήγημα, συμβολικό ασυζητητί, που διαβάζεται απνευστί.
Στους «Καουμπόιδες», ένας αστυνομικός με εθνικόφρονα συνείδηση, έχοντας μεγαλώσει... πίνοντας νερό στο όνομα «Αμερική», θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί με δύο Αμερικανούς ναύτες του 6ου Στόλου, που θα παρεκτραπούν. Κι εδώ το ψυχολογικό προφίλ είναι εκείνο που φιλοτεχνείται με ακρίβεια, μέσα από μια διαδικασία ανατροπών.
Στο «Φαρενάιτ 1965», ευθεία αναφορά στο Φαρενάιτ 451 (βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι και ταινία του Φρανσουά Τρυφώ) ο συγγραφέας, γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο, θυμάται την περιπέτειά του στους Λαμπράκηδες και πώς το κόμμα τον διαγράφει τελικά, όπως ο ίδιος λέει, σαν ένα... «επικίνδυνο στοιχείο, αναρχικό και τρελό». Αν και αυτοβιογραφικό το συγκεκριμένο αφήγημα είναι, μάλλον, το πιο αδύναμο της σειράς.
Το «Σκυλάκι με την κυρία» και όχι το... ανάποδο, ακούγεται σαν ευθυμογράφημα, αλλά δεν είναι (ή τουλάχιστον δεν είναι εντελώς). Επί της ουσίας έχουμε να κάνουμε με μιαν αφήγηση διακοσμημένη με ευτράπελα στοιχεία, που αναπτύσσεται (η αφήγηση) κατά τη διάρκεια μιας ψυχιατρικής εξέτασης, και που ολοκληρώνεται με μιαν απρόσμενη (για τον αναγνώστη) κατάληξη.
Τέλος, στο «Έλληνες, γρηγορείτε!» ο συγγραφέας, στο πιο παραισθητικό αφήγημα του βιβλίου, περιγράφει (σαν σε όνειρο) τη φανταστική συνεύρεση στο Ηρώδειο των διαχρονικών «φάρων» της φυλής, από την αρχαιότητα, τη βυζαντινή εποχή και τα νεότερα χρόνια, και που έχει ως θέμα της την τύχη του ελληνισμού στο μέλλον. Όλα θα πάρουν το δρόμο τους πριν να ξημερώσει.
Μανώλης Ρασούλης λοιπόν...
Σπουδαία διηγήματα έχουμε εδώ. Δυο-τρία θα τα συνέκρινα, μάλιστα, με τα καλύτερα της εποχής – εφάμιλλα ενός Χάκκα ή ενός Κουμανταρέα.
Ο Ρασούλης αποδεικνύεται μάστορας στη διαχείριση των ψυχικών / ψυχολογικών μεταβολών των ηρώων του, που κινούνται συχνά στα όρια τού κωμικοτραγικού, υιοθετώντας κάποιες φορές μια σχεδόν σουρεαλιστική αφήγηση, τέμνοντας το πραγματικό με το φανταστικό και το ονειρικό με το καθημερινό, δίχως τις λεκτικές και ιδεολογικο-φιλοσοφικές εκζητήσεις των μετέπειτα κειμένων του –από το περιοδικό του «Το Αυγό» φερ' ειπείν (πρώτο τεύχος από τον Νοέμβριο του 1979)– ή και των τραγουδιών του.
Με γλώσσα στρωτή και με κατακτημένη εκφραστική άνεση, με προσωπικό ύφος, στο οποίο αποτυπώνονται τακτικά οι αγωνίες του κόσμου της Αριστεράς και εν μέρει των διαψεύσεών της, και με διάθεση καθ' ολοκληρίαν σαρκαστική έως και ανατρεπτική θα έλεγα, ο Ρασούλης θα μπορούσε, αν το επεδίωκε, να είχε σταθεί, με άνεση, στην ίδια γραμμή με τους κορυφαίους πεζογράφους της γενιάς του. Κρίμα...
Μπορεί το ελληνικό τραγούδι να κέρδισε έναν μεγάλο στιχουργό, αλλά η λογοτεχνία μας έχασε, σίγουρα, ένα ίσως ακόμη μεγαλύτερο ταλέντο της.
Δείγμα από το διήγημα «Έλληνες, γρηγορείτε!». Υπενθυμίζω πως το βιβλίο είναι τυπωμένο για πρώτη φορά, το 1972, μέσα στη δικτατορία.
«(...) Τα φώτα σβήνουν, οι φωνές καταλαγιάζουν. Ο Σόλων αρχίζει να ξαναμιλάει και ξαναρχίζοντας ξαναλέει τη φράση ότι στασιαζομένης της πολιτείας ο αμέτοχος είναι προδότης κι ότι ετούτη τη νύχτα αυτό βαραίνει πιότερο. Μα ο Πλάτωνας ούτε που ακούει τίποτα κάπου εκεί στις μεσαίες κερκίδες. Είναι απορροφημένος και το πρόσωπό του έχει χλομιάσει, όπως όταν πέφτει μέσα στις θάλασσες της έκστασης και ταξιδεύει σε κόσμους άλλους. Το κορμί του όμως είναι πυρωμένο κ' οι φλέβες του όλες σπαρταρούνε από το χοχλακισμένο αίμα του. Κι αυτό γιατί δίπλα του κάθεται ο Αθανάσιος Διάκος, με το παχύ μουστάκι του, τα όμορφα αμυγδαλωτά μάτια του και το πρόσωπο ενός αγγέλου. Από ώρα το πλατωνικό χέρι περιοδεύει πυρετωμένο κατ' απ' τη φουστανέλα του αγαθού Διάκου, που πες από ντροπή, πες απ' ό,τι άλλο θες, δε διαμαρτύρεται καν για το άγριο τούτο χαϊδολόγημα του αιώνιου και πάνσοφου προγόνου του.
Λίγο πιο πέρα η αυτοκράτειρα Ελένη δεν έχει πάψει ούτε λεφτό να τριγυρίζει τον γιο της τον Κωνσταντίνο και να του μουρμουρίζει στ' αυτί. Η φωνή της βγαίνει βραχνή απ' το πιοτί και το κάπνισμα. Κάτι του λέει, του εξηγεί κι επιμένει και τα μάτια της άλλοτε αγριεύουν, άλλοτε γλυκαίνουν και παίρνουν τη μητρική, την παρακαλεστική έκφραση, μα και πάλι δεν ξεχωρίζουν από μάτια κόμπρας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος κάτι πάει να πει με δυσαρεστημένο ύφος, μα η μάνα του τον πιάνει απ' τα ρούχα, του σφίγγει το κρέας, τον πονά:
— Μη γίνεσαι κουτός, γιε μου. Ξεχνάς πως εμείς οι δυο ξολοθρέψαμε χιλιάδες σ' ένα βράδυ, όλα τα ποντίκια του βασιλείου σου; Θυμάσαι εκείνο τον ήχο του σπαθιού σαν έκοβε σα ξυλάγγουρα τα κεφάλια των εχθρών σου μπροστά στα παντοκράτορα πόδια σου, σπλάχνο των σπλάχνων μου. Εγώ πάντα το καλό σου κοίταζα κι ας με κατηγορούσανε κολοβοί ασβοί μες στην αυλή σου ότι τα 'κανα για μένα, για να με λεν βασίλισσα κι όχι βασιλομήτορα και να με υμνούν όπως εσέ στις εκκλησίες. Μ' άκουσες δε λέω.(...)».
Info
Την Πέμπτη 6/12, στις 9 το βράδυ, το βιβλίο του Μανώλη Ρασούλη θα παρουσιαστεί στη BABEL Πυρήνας Τέχνης (Βασ. Σοφίας 87, Μαρούσι), με ελεύθερη είσοδο
[Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη σελίδα του Μανώλη Ρασούλη στο Facebook, όπως και από το fb της κόρης του Ναταλίας]