Πρόσφατα, οι δυο μεγαλύτερες ποπ σταρ του πλανήτη κυκλοφόρησαν νέες δουλειές. Η Taylor Swift έβγαλε απροειδοποίητα το Folklore, το όγδοο άλμπουμ της που έγραψε κατά την διάρκεια της καραντίνας και η Beyoncé κυκλοφόρησε ένα visual άλμπουμ με τίτλο Black is King επηρεασμένο από την συμμετοχή της στη live-version του Βασιλιά των Λιονταριών.
Τις πρώτες ημέρες της κυκλοφορίας του Folklore της Swift ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεις έστω και μία αρνητική κριτική. Ότι διάβαζες, εκθείαζε την απόφαση της να αλλάξει μουσικό είδος – από την ποπ στο indie rock – και μέχρι εδώ καλά. Τα αρνητικά στοιχεία που εντόπιζαν δεν ήταν ικανά να τους αποτρέψουν από το να το χαρακτηρίσουν το άλμπουμ, αριστούργημα. Τέτοιους διθυράμβους συναντούσες αρχικά στον αμερικανικό μουσικό τύπο, με την Αγγλία να ακολουθεί και την Guardian να το βαθμολογεί απλόχερα με 5 αστέρια.
Πέρα από την μαζική κριτική αποδοχή, το Folklore κατάφερε να χτυπήσει ένα άλλο άσπαστο μέχρι πρότινος ρεκόρ. Για πρώτη φορά στην ιστορία των αμερικάνικων τσαρτ, ένας καλλιτέχνης - και μάλιστα γυναίκα - πήγαινε από την 1η εβδομάδα κυκλοφορίας ενός άλμπουμ του στο νούμερο 1 στις δυο βασικές κατηγορίες του Billboard: το Hot100 (με το τραγούδι Cardigan) και το Billboard200 (που αφορά τα άλμπουμ).
Τόσο η Beyoncé, όσο και η Taylor Swift παλιότερα έχουν πέσει θύματα αδυσώπητης σεξιστικής και ρατσιστικής επίθεσης (κυρίως από άνδρες κριτικούς) και σωστά έχουν καταδικαστεί τέτοιες συμπεριφορές. Σε καμιά περίπτωση, όμως, αυτό δεν τους δίνει καλλιτεχνικό άλλοθι, ούτε σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχόμαστε αμάσητα το έργο τους ως υψηλή τέχνη.
Ως ακρoάτρια, είναι φυσιολογικό όλες αυτές οι πληροφορίες να σου δημιουργήσουν ένα περίεργο συναίσθημα, μια πίεση ότι πρέπει να σου αρέσει το άλμπουμ με το ζόρι. Χρειάστηκε να περάσει λίγος χρόνος για να εμφανιστούν οι όχι και τόσο θετικές κριτικές.
Cardigan
Η αρχή έγινε στους New York Times. Με ένα αυστηρό κείμενο, ο Jon Caramanica παρατήρησε ότι όταν η Swift μιλούσε απαξιωτικά για ένα πρώην της το 2012 στο πρώτο μεγάλο χιτ της We Are Never Getting Back Together, οι κοφτεροί στίχοι της περιέγραφαν εύστοχα τον τρόπο που η μιζέρια περνιέται λανθασμένα καμιά φορά ως εσωτερικό βάθος. «Θα απομονωθείς και θα βρεις την ηρεμία σου/ Σε ένα indie δίσκο που θεωρείς πιο κουλ από τον δικό μου», τραγουδούσε η Swift και ο Caramanica σχολίαζε ότι με αυτό τον τρόπο δεν αναφερόταν μόνο σε ένα τύπο άνδρα αλλά και σε «μια παγίδα που έχουν πέσει ολόκληρα μουσικά είδη».
Ακούστηκε, επομένως, κάπως ειρωνική η στροφή της 8 χρόνια μετά και μια τετράδα από ποπ και εμπορικά άλμπουμ (Red, 1989, Reputation, Lover) σε ένα μουσικό είδος που παλιότερα σνόμπαρε. Βέβαια, ας μην γελιόμαστε με την ποπ δεν κερδίζεις απαραίτητα και εύσημα ποιότητας. Το πιο τρανταχτό παράδειγμά είναι, φυσικά, η Μαντόνα που έπρεπε να συνεργαστεί με την Bjork για να την πάρουν στα σοβαρά ως δημιουργό. Για την Swift που έκλεισε φέτος τα 30 είναι κάπως αναμενόμενο να αναζητά πιο μεστές εκφραστικές οδούς και το indie rock αν μη τι άλλο προσφέρεται άνετα σαν πιο ποιοτικά αποδεκτό μουσικό είδος από την ποπ. Πόσο μάλλον όταν καταφέρνεις να συνεργαστείς με τον Aaron Dessner των National. Είναι κάτι που το έχει ανάγκη η καριέρα της σε αυτό το σημείο; Όχι απαραίτητα.
Το Folklore ηχογραφήθηκε σε απομόνωση στο σπίτι της Λος Άντζελες. Το έγραψε εξ αποστάσεως μαζί με τον Dessner που ανέλαβε και μέρος της παραγωγής μαζί με τον σταθερό συνεργάτη της τα τελευταία χρόνια, Jack Antonoff. Στα φωνητικά του Exile συμμετέχει ο γνωστός φολκ πολυοργανίστας Justin Vernon των Bon Ιver.
Exile
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα αξιοπρεπές άλμπουμ που όμως όπως σχολίασε ένας φίλος το ακούς μια φορά, σου αρέσει αλλά είναι δύσκολο να το ξαναβάλεις να παίξει. Και βασικά, για να ήμαστε ειλικρινείς δεν είναι τόσο indie rock - ή φολκ αν πάρουμε τον τίτλο του στην κυριολεξία- όσο θα ήθελε. Αντίθετα τα πρώτα 6 κομμάτια του έχουν καθαρά την σφραγίδα της παλιάς Taylor και θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται σε οποιαδήποτε από τις ποπ δουλειές της – ακόμη και στις country – σαν να φοβάται ή να αδυνατεί να αποκοπεί εντελώς από το παρελθόν της. Η χαρακτηριστική κοριτσίστικη φωνή της δεν βοηθάει ιδιαίτερα παρά τις προσπάθειες που καταβάλει να ακουστεί πιο ώριμη. Να σημειώσουμε, επίσης ότι είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί τρίτο πρόσωπο στα κομμάτια της, δεν αντλεί δηλαδή από τις προσωπικές της εμπειρίες στους στίχους όπως συνήθιζε.
Ο δίσκος αποκτάει ενδιαφέρον από τον έβδομο τραγούδι και μετά. Αιθέριες συνθέσεις όπως τα Seven και August – και τα δυο από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ– έρχονται κάπως καθυστερημένα και παρεκκλίνουν ευχάριστα από το ύφος του υπόλοιπου υλικού. Το πιάνο πρωταγωνιστεί παντού ως το κύριο όργανο και η πρώτη αναφορά που έρχεται στο μυαλό σου σχετικά είναι η Tory Amos. Η δεύτερη είναι η Lana Del Rey.
Γενικά, ακούγεται σαν να είναι δυο άλμπουμ στην συσκευασία του ενός. Και είναι κάπως κρίμα επειδή αν ήταν πιο σφιχτό σε διάρκεια ας πούμε 10 κομμάτια αντί 16, τότε θα μιλάγαμε για ένα δίσκο– ορόσημο στην καριέρα της. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν αμφισβητείς το γεγονός ότι δίκαια θεωρείται μια από τις σημαντικές τραγουδοποιούς της γενιάς της. Αν μη τι άλλο, αυτό το άλμπουμ αποδεικνύει έμπρακτα ότι το συνθετικό της ταλέντο δεν περιορίζεται σε κανένα μουσικό είδος.
Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού.
Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων από ότι φαίνεται δεν μπορεί κανείς να γράψει κάτι αρνητικό για την Swift - και την κάθε Swift -, χωρίς να βρεθεί αντιμέτωπος με την οργή του φανατικού κοινού της.
Μετά την κριτική του Caramanica, το twitter και το inbox του γέμισε με απειλητικά τουίτ και email. Το ίδιο και της Guardian όταν δημοσίευσε μια δεύτερη άποψη για το άλμπουμ, αυτή της Kitty Empire που τόλμησε να του βάλει 3 αστεράκια. Η κατάσταση ξέφυγε στην περίπτωση του Pitchfork.
Παρόλο που η κριτική της Jillian Mapes ήταν θετική, το άλμπουμ πήρε ένα ολοστρόγγυλο 8 που εξαγρίωσε χωρίς προηγούμενο τους ορκισμένους φαν της Σουίφτ. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε πάλι το σαχλό σύστημα βαθμολογίας του εν λόγω ιστότοπου που αρκετές φορές καταντάει υπερβολικό και υπάρχει μόνο για να γίνεται κουβέντα.
Λογικά θα πει κανείς με τι γελοιότητες καθόμαστε και ασχολούμαστε. Κι όμως από αυτή την ηλίθια λεπτομέρεια, το όνομα της Mapes διασυρόταν συστηματικά στα social media για εβδομάδες ενώ παράλληλα έπεσε θύμα doxxing. Η διεύθυνση και το τηλέφωνο του σπιτιού της διέρρευσαν στο ευρύ κοινό με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει πραγματικά η ζωή της και η οικογένεια της. Τo doxxing (η δημοσίευση προσωπικών στοιχείων/πληροφοριών κυρίως γυναικών) είναι από τις πιο φασιστικές πρακτικές που εμφανίστηκαν στο διαδίκτυο την τελευταία δεκαετία. Τι θέση πήρε η κοινωνικά ευαίσθητη Taylor Swift σε αυτό το χάος; Απολύτως καμία.
Αυτή η φρικτή κατάσταση, ώθησε μια Αφροαμερικανή αρθρογράφο να γράψει ότι κάτι ανάλογο συνέβη και με το Black is King της Beyoncé. Οι ελάχιστοι που δεν εντυπωσιάστηκαν με το άλμπουμ και της έκαναν ουσιαστική κριτική, βρέθηκαν μπροστά στο Beyhive – όπως αποκαλείται ο πυρήνας του φανατικού κοινού της. Η ράπερ Noname π.χ. βρήκε τον μπελά της μόνο και μόνο επειδή τόλμησε να ποστάρει δημόσια ότι το Black is King ονειρεύεται μια Αφρικανική ήπειρο «λουσμένη στον καπιταλισμό» κάτι που δεν την βρίσκει σύμφωνη.
Υπήρχε μια εποχή που η μουσική κριτική έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο στην μουσική βιομηχανία, επηρεάζοντας περισσότερο το αγοραστικό κοινό. Ενίοτε βοηθούσε και τους ίδιους τους μουσικούς ώστε να εξελιχθούν ηχητικά. Φυσικά υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει και η αρνητική πλευρά της. Τόσο η Beyoncé, όσο και η Taylor Swift παλιότερα έχουν πέσει θύματα αδυσώπητης σεξιστικής και ρατσιστικής επίθεσης, κυρίως από άνδρες κριτικούς και σωστά έχουν καταδικαστεί τέτοιες συμπεριφορές προς το πρόσωπο τους. Σε καμιά περίπτωση, όμως, αυτό δεν τους δίνει καλλιτεχνικό άλλοθι, ούτε σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχόμαστε αμάσητα το έργο τους ως υψηλή τέχνη.
Σήμερα, την εποχή της ανόδου του streaming, ο κόσμος ακούει τα κομμάτια σχεδόν ταυτόχρονα με τους κριτικούς και μπορεί να εκφράσει άμεσα την άποψη του μέσα από τα social media. Μόνο που αυτό συνήθως δεν είναι κριτική, είναι απλά οι φαν που έχουν στήσει διαδικτυακή εξέδρα. Εξάλλου το μόνο που δεν κάνει η μουσική κριτική είναι να γίνεται εμπόδιο στην πορεία των ήδη καταξιωμένων ποπ σταρ. Στο κάτω, κάτω της γραφής, ποτέ δεν το έκανε. Οι κάθε Swift και Beyoncé παραμένουν ανενόχλητες στο βάθρο τους, μετρώντας δισεκατομμύρια με κάθε καινούργιο τους πρότζεκτ.