Η ΑΜΥΝΟΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ κάθισε τους νεοναζί στο σκαμνί μετά τη δολοφονία Φύσσα. Η κατακραυγή για την παγιωμένη ατιμωρησία ξεχείλισε. Οι απρόθυμες ως τότε Αρχές επιτέλους αντέδρασαν. Έτσι, φτάσαμε στη μεγαλύτερη δίκη νεοναζί στην ιστορία της Ευρώπης. Επί πεντέμισι χρόνια η δημοκρατία παραστάθηκε στο δικαστήριο, ήταν καθημερινά δίπλα στους συγγενείς των θυμάτων, δίπλα στη Μάγδα Φύσσα, στον Χαντίμ Χουσεΐν, πατέρα του Σαχζάτ Λουκμάν. Δίπλα στους τραυματισμένους αλιεργάτες και συνδικαλιστές. Η δημοκρατία θα παρίσταται και θα ακούει με προσοχή και την ώρα που θα ανακοινώνεται η απόφαση.
Το δικαστήριο θα σταθμίσει προσεκτικά τα πλούσια στοιχεία που παρουσιάστηκαν ενώπιόν του. Οι κατηγορούμενοι δεν δικάζονται για τις απεχθείς ιδέες τους. Για τη συμμετοχή τους σε βαριά αδικήματα του ποινικού δικαίου θα τους κρίνει η δικαιοσύνη. Με νηφαλιότητα και απροκατάληπτα. Η ως τώρα διαδικασία συνηγορεί σε αυτό.
Η δικαιοσύνη πρέπει, λέγεται, να είναι τυφλή. Όχι όμως αμνήμων. Η δικαιοσύνη έχει συνέχεια, άρα οφείλει να έχει θεσμική μνήμη. Αυτή την ιστορική στιγμή δεν συναντιέται μόνο με το νεοναζιστικό μόρφωμα. Αναπόφευκτα συναντιέται και με ό,τι συνιστά τη στάση της δημοκρατίας της ύστερης Μεταπολίτευσης απέναντί του.
Η δικαιοσύνη πρέπει, λέγεται, να είναι τυφλή. Όχι όμως αμνήμων. Η δικαιοσύνη έχει συνέχεια, άρα οφείλει να έχει θεσμική μνήμη. Αυτή την ιστορική στιγμή δεν συναντιέται μόνο με το νεοναζιστικό μόρφωμα. Αναπόφευκτα συναντιέται και με ό,τι συνιστά τη στάση της δημοκρατίας της ύστερης Μεταπολίτευσης απέναντί του. Να γιατί είναι τεράστιο το βάρος που φέρει αυτό το δικαστήριο. Όσα διερευνά σήμερα είναι συνέχεια και αποτέλεσμα όσων δεν διερευνήθηκαν επί πολλά χρόνια πριν από αυτό. Όσα διερευνά συναρτώνται με την προηγηθείσα μακρά θεσμική αμεριμνησία και ανεκτικότητα (από κάποιους και εφεκτικότητα) έναντι του νεοναζιστικού μορφώματος.
Η δικαιοσύνη γνωρίζει και θυμάται. Δεν συναντιέται πρώτη φορά με την οργανωμένη βία της Χρυσής Αυγής. Το 1998 ψηλάφισε την εγκληματική της δράση στη δολοφονική επίθεση έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων. Φορέας της μνήμης η σημερινή πρόεδρος του δικαστηρίου: ανακρίτρια τότε, είχε πάρει κατάθεση στον θάλαμο του Ιατρικού Κέντρου από τον Δημήτρη Κουσουρή, σακατεμένο από τα χτυπήματα των χρυσαυγιτών στο κεφάλι.
Η δικαιοσύνη γνωρίζει και θυμάται. Το 2009 η δικαστική απόφαση στη δίκη Περίανδρου αναγνώριζε ότι το έγκλημα έγινε από δεκαμελή φάλαγγα της Χρυσής Αυγής, από δράστες που ενήργησαν έχοντας αποφασίσει να τελέσουν το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Από το 2009, απόφαση ανώτερου δικαστηρίου στοιχειοθετούσε τη σχέση της οργάνωσης με τα τάγματα εφόδου που στοχοποίησαν το θύμα ως κατεξοχήν εχθρό της εθνικιστικής τους ιδεολογίας. Δηλαδή η δικαιοσύνη είπε αυτό που φωνάζουμε χρόνια: οι χρυσαυγίτες εγκληματούν οργανωμένα επειδή ακριβώς είναι χρυσαυγίτες. Με τις βίαιες πράξεις δεν παρεκκλίνουν από την οργάνωση, την υπηρετούν ακόμα περισσότερο. Για τη Χρυσή Αυγή η βία δεν ήταν απλώς το μέσον αλλά ο ίδιος ο σκοπός της δράσης της.
Ακολούθησαν πολλά χαμένα χρόνια μέχρι να αξιοποιηθεί το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα για τις εγκληματικές οργανώσεις. Στο μεταξύ, η αστυνομία επιδείκνυε εξόφθαλμη απροθυμία να διερευνήσει το ρατσιστικό κίνητρο των επιθέσεων. Σε πολλές περιπτώσεις ακραίας οργανωμένης βίας δεν αναζητήθηκε ούτε ο ομφάλιος λώρος των δραστών με την οργάνωση. Προσφέρθηκε άπλετος χώρος και χρόνος στο δίκτυο οργανωμένης βίας που απλωνόταν στη χώρα. Η ατιμωρησία τούς αποχαλίνωσε. Πόσες επιθέσεις, πόσα θύματα, πόσος πόνος, πόσος φόβος επειδή δεν χρησιμοποίησε η συντεταγμένη πολιτεία τα όπλα της εναντίον της εγκληματικής βίας της Χρυσής Αυγής;
Ευελπιστούμε ότι η δικαιοσύνη θα φανεί τώρα μνήμων της Ιστορίας, κάτι που δεν είδαμε στην εισαγγελική πρόταση. Γιατί η δικαιοσύνη γνωρίζει ότι μετά την εξάρθρωση της ηγετικής ομάδας και την έναρξη της ποινικής διαδικασίας οι επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου έπεσαν κατακόρυφα. Γνωρίζει ότι λάθη και παραλείψεις του παρελθόντος, λάθη θεσμικά, παιχνίδια πολιτικά, αδράνειες κοινωνίας και θεσμών, επέτρεψαν να συμβεί το ανήκουστο: μια εγκληματική οργάνωση ενδύθηκε τον μανδύα πολιτικού κόμματος και απολάμβανε προνόμια και πόρους του δημοκρατικού πολιτεύματος για να το πολεμάει. Αποκορύφωμα του αυτοεξευτελισμού της δημοκρατίας ήταν οι κρυφές συνομιλίες του γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά, Μπαλτάκου, με τους υπόδικους νεοναζί.
Φυσικά, δεν είναι ευθύνη και δουλειά της δικαιοσύνης να θεραπεύει συνολικά ελλείμματα και αβελτηρίες της πολιτικής τάξης, των αρχών, των ΜΜΕ, των κοινωνικών φορέων. Και να ήθελε δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Μπορεί όμως η δικαστική απόφαση πρώτα να σώσει την τιμή της ίδιας της δικαιοσύνης. Μετά να αποτελέσει τομή στην αντιμετώπιση της ρατσιστικής και νεοναζιστικής βίας. Και τέλος, να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα σε όλους να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Γιατί ο κίνδυνος δεν έχει εκλείψει.
Έχει μια μοναδική ευκαιρία η ελληνική δικαιοσύνη. Τώρα και ξέρει και μπορεί.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.