Η αφορμή της φετινής μας συζήτησης με τον Τζο Νέσμπο ‒η περσινή ήταν οι αναρριχήσεις του στα όρη της Καλύμνου‒ είναι η ταυτόχρονη παγκόσμια κυκλοφορία του βιβλίου του Το βασίλειο ‒ στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει με αυτόν τον τίτλο από το Μεταίχμιο, που εκδίδει και τα υπόλοιπα βιβλία του.
Πρόκειται, όπως τονίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο της συλλεκτικής έκδοσης, «για την ιστορία δύο αδελφών με ένα σκοτεινό οικογενειακό μυστικό, οι οποίοι σμίγουν ύστερα από χρόνια στο κτήμα τους, σε ένα ορεινό χωριό της Νορβηγίας, όπου μεγάλωσαν». Ο μικρότερος αδελφός, ο Ρόι, μετά τον θάνατο των γονιών τους, παρέμεινε στο χωριό, ενώ ο μεγαλύτερος, ο Καρλ, μετοίκησε στον Καναδά και τώρα αμφότεροι καλούνται να ενώσουν τις αναμνήσεις τους, κάνοντας ταυτόχρονα σχέδια για ένα ξενοδοχείο που σκοπεύουν να χτίσουν στο χωριό τους ‒ την ίδια στιγμή που έρχονται στην επιφάνεια τρομακτικά μυστικά.
Πρόκειται για το καλύτερο, ίσως, βιβλίο του Νέσμπο, καθώς ξεδιπλώνει τις λογοτεχνικές του αρετές σε 700 μεστές σελίδες κι αυτό είναι το πρώτο που του λέω καθώς τον βλέπω να ξεπροβάλλει μπροστά μου στην οθόνη του λαπτοπ. Καθώς του στέλνω χαιρετισμούς από την Ύδρα μέσω Skype, δεν μπορεί να μη μου ομολογήσει ότι ζηλεύει και ότι μετράει ώρες για να έρθει και πάλι στην Ελλάδα.
«Να πω την αλήθεια, χαιρόμουν που δεν είχατε κρούσματα, αλλά τώρα, που είναι να έρθω, άκουσα ότι αυξάνονται. Ας είναι, δεν την αποχωρίζομαι την Κάλυμνο» ομολογεί, μένοντας πιστός στο ετήσιο ραντεβού του φθινοπώρου, που τον βρίσκει τα τελευταία χρόνια στο όμορφο νησί των Δωδεκανήσων.
— Διαβάζοντας το βιβλίο σας, έχω την αίσθηση ότι έχει πολύ μεγάλη σχέση με την εσωτερική κατάρα που διαπερνά κάποιες οικογένειες και βλέπουμε να δεσπόζει στις αρχαιοελληνικές τραγωδίες. Βλέπω, μάλιστα, ότι σε κάποιο σημείο χρησιμοποιείτε στα ελληνικά τη λέξη «πτώσις», για να δείξετε αυτό τον φαύλο οικογενειακό κύκλο.
Η αλήθεια είναι πως το στοιχείο της τραγωδίας διαπερνά τις περισσότερες από τις ιστορίες μου, γι' αυτό και οι αναλογίες με τις οικογενειακές τραγωδίες είναι πολλές. Κάποιος ανέφερε ακόμα και την Άνα Τζέικομπς και τη σάγκα των Γκίμπσον, λέγοντας πως και εκεί όλα φαίνονται φυσιολογικά στην αρχή, αλλά στην πορεία έρχονται στο φως βαθιά κρυμμένα μυστικά. Κατά βάση, όμως, το βιβλίο μου είναι διαφορετικό. Παρότι είμαι φαν της Άνα Τζέικομπς, το Βασίλειο διαφοροποιείται αρκετά από αυτό.
Τα βιβλία είναι πολύ καλύτερα από τις ταινίες γιατί ο αναγνώστης μπορεί να φτιάξει το δικό του έργο τέχνης και να χρησιμοποιήσει τη φαντασία του, εξάγοντας ένα συμπέρασμα που ακροβατεί ανάμεσα σε εικόνες και λέξεις ‒ χωράει σε ρωγμές.
— Δεν ξέρω αν όντως έχει σχέση με την Τζέικομπς, αφού εδώ κυρίαρχοι είναι οι συμβολισμοί και οι ανθρωπότυποι. Βλέπουμε ότι, σε αντίθεση με τον εξωστρεφή και γοητευτικό Καρλ, ο Ρόι είναι εσωστρεφής, δεινός παρατηρητής ανθρώπων και πουλιών, αληθινός ψυχολόγος. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε κιόλας να πούμε ότι κατά κάποιον τρόπο λειτουργεί σαν συγγραφέας.
Κατά μία έννοια είναι αυτό που λέτε, αφού θέλει να έχει τον έλεγχο των πάντων και είναι δεινός ψυχολόγος. Κατά βάση, όμως, είναι ο τυπικός Νορβηγός επαρχιώτης, κάπως βαρύς και λιγομίλητος. Βέβαια, μοιάζει με αποσυνάγωγο, αφού δεν μπορεί να ενσωματωθεί και να γίνει μέρος αυτού του μικρόκοσμου, διατηρώντας τον δικό του τρόπο επικοινωνίας και τρέφοντας ανώτερη συναισθηματική ευφυΐα και διαίσθηση. Μπορεί εν πρώτοις να μοιάζει εγκρατής και ψυχρός, αλλά δεν είναι, αφού ξέρει να «διαβάζει» τους ανθρώπους, διαθέτοντας βαθιά ενσυναίσθηση. Είναι ένα κράμα κυνισμού και ευαισθησίας. Κατά βάθος, μάλιστα, και παρά τα φαινόμενα, είναι ζεστός άνθρωπος, εφόσον θέλει να προστατεύσει τόσο τον μικρότερο αδελφό του όσο και όλους όσοι εργάζονται γι' αυτόν.
— Κάπου, μάλιστα, λέτε, αν θυμάμαι καλά, ότι ο Ρόι «μπορεί να ακούει τη σιωπή». Παρ' όλα αυτά, είναι κι εκείνος μέρος αυτού του τρομακτικού οικογενειακού μυστικού, που, ομολογώ πως είναι τόσο ακραίο, που ήθελε μεγάλο συγγραφικό σθένος για να το χειριστείτε. Ελάχιστοι τολμούν να μιλήσουν για ένα τόσο ευαίσθητο θέμα.
Τέτοια φαινόμενα, όσο ακραία κι αν φαίνονται, συμβαίνουν κατά κόρον σε ερμητικά κλειστά περιβάλλοντα, όπως ενδεχομένως οι θρησκευτικές ομάδες που είναι απομονωμένες από το σύνολο της κοινωνίας, οι στρατιωτικοί κύκλοι, ειδικά στις εμπόλεμες ζώνες, ή τα άδυτα της αστυνομίας. Εξαίρεση δεν θα μπορούσε να αποτελεί η οικογένεια, καθώς αυτή είναι που κατά κύριο λόγο υιοθετεί τους κανόνες που εφαρμόζονται σε κλειστού τύπου κοινότητες. Αυτούς οφείλεις να τους ακολουθήσεις αν θέλεις να είσαι μέρος αυτού του κύκλου ή της κοινότητας, καθώς υπάρχει μια άρρητη ή ρητή δομή εξουσίας που εφαρμόζεται ‒ διαφορετικά τιμωρείσαι.
Στην περίπτωση της οικογένειας, οι κανόνες αυτοί μοιάζουν ακόμα πιο άτεγκτοι, αφού, εν προκειμένω, έχεις την κορυφαία έκφραση του νόμου, που είναι ο πατέρας, και καλείσαι να διαχειριστείς μυστικά που δεν τα ξέρει κανείς εκτός του στενού αυτού κύκλου. Δεν είναι τυχαίο το ότι τα περισσότερα βιβλία και οι ιστορίες μου έχουν με τις κλειστές αυτές κοινωνικές δομές, τις οποίες βρίσκω άκρως ενδιαφέρουσες. Συνήθως, από τη μια μιλάω για τα άτομα που είναι οι πρωταγωνιστές και από την άλλη ανιχνεύω τους κοινωνικούς μηχανισμούς που υπαγορεύουν στα άτομα συγκεκριμένες συμπεριφορές. Πολλές φορές, λοιπόν, όταν παραείναι κλειστός ο κύκλος, το περιβάλλον τυχαίνει να μοιάζει «ανθυγιεινό» και να θέλει αέρα και φως, κάτι που φαίνεται να χρειάζεται αυτή η οικογένεια, η οποία, παρότι ζει στο βουνό, δεν έχει ούτε αέρα ούτε φως.
— Έχετε δίκιο, αλλά πότε και σε ποια περίπτωση μπορούμε να πούμε ξεκάθαρα ποιο περιβάλλον είναι υγιές, τι είναι ηθικά κολάσιμο και τι όχι; Σε κάποιο σημείο του βιβλίου η σκεπτόμενη της παρέας Σάνον Ότγκαρντ διατείνεται πως «η ηθική είναι υπερτιμημένη» και πως «αλλάζουμε την ηθική για να εξυπηρετεί πάντα τους σκοπούς μας, όταν νιώθουμε ότι απειλείται η ομάδα μας. Οι οικογενειακές βεντέτες και οι γενοκτονίες στην Ιστορία δεν έγιναν από τέρατα αλλά από ανθρώπους σαν κι εμάς, που πίστευαν ότι έκαναν κάτι ηθικά ορθό».
Είναι παράδοξο, αλλά ένα βιβλίο διπλωματίας που διάβασα πρόσφατα με τον τίτλο Η πολιτική ιστορία του κόσμου: 3.000 χρόνια ειρήνης και πολέμου στο τέλος τεκμαίρεται πως αρκεί να ρίξεις μια ματιά στις αυτοκρατορίες και στους ηγέτες όλου του κόσμου για να δεις πως απουσιάζει παντελώς η ηθική από τις κινήσεις τους. Και αυτό δεν έχει να κάνει με ιδεολογικούς ή κομματικούς χρωματισμούς αλλά με την ίδια την ιδιοσυστασία της αυτοκρατορίας. Ξέρω ότι πρόκειται για ένα προκλητικό συμπέρασμα, αλλά η απουσία ηθικής, δυστυχώς, δεν αφορούσε μόνο τη Γερμανία του Χίτλερ.
Ακόμα και οι δικές μας προηγμένες και «ηθικές» σοσιαλδημοκρατίες του Βορρά, οι οποίες έχουν την τάση να εκπροσωπούν τις κοινωνικές αξίες, θα δεις ότι κατά βάση προασπίζονται τα συμφέροντά τους και κοιτούν να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες. Στην καλύτερη περίπτωση και με λίγη τύχη, όταν τα πράγματα δεν είναι πιεστικά, τα συμφέροντα αυτά και τα μέσα που μετέρχεται η εκάστοτε εξουσία ταυτίζονται με αυτά του λαού. Συνήθως, όμως, συμβαίνει το αντίθετο. Ακόμα, λοιπόν, και αν δεν συμφωνώ απολύτως με τη θέση που εκφράζει η Σάνον στο βιβλίο, νομίζω ότι σε παρακινεί να κοιτάξεις καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εκάστοτε εξουσία και κοινωνία, την οποία επιμένουμε να θεωρούμε καλή, αλλά δεν είναι αυτό που δείχνει.
— Μα έχω την αίσθηση ότι η σχετικότητα της ηθικής αφορά και τους ίδιους τους ήρωές σας. Ακόμα και εδώ τα θύματα μετατρέπονται σε θύτες και δεν ξέρεις ποτέ ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός.
Και πάλι θα πω ότι αυτό είναι κάτι που διατρέχει όλες τις ιστορίες μου, γιατί σε καμία περίπτωση δεν θέλω να χειραγωγήσω τον αναγνώστη και να τον στρέψω προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, χωρίζοντας τους χαρακτήρες σε καλούς ή κακούς. Αυτό θα σήμαινε όχι μόνο ότι είμαι κακός συγγραφέας αλλά και ότι εξάγω συμπεράσματα που βασίζονται στις δικές μου ηθικές αρχές, κάτι επίσης προβληματικό. Πώς θα μπορούσα να είμαι τόσο σίγουρος γι' αυτές;
— Μου αρέσει, πάντως, που οι ακραίες καταστάσεις του βιβλίου δεν αναφέρονται σε επίπεδο ιδεών αλλά πραγματικότητας. Γι' αυτό και οι πιο καθημερινοί άνθρωποι, όπως η Σάνον, μπορούν και μετατρέπονται σε φιλόσοφους, μιλώντας για αφηρημένες έννοιες, όπως η ομορφιά. Κάπου, μάλιστα, μιλώντας για «την ομορφιά του παραμορφωμένου», λέει πως «το μισοκατεστραμμένο αρχαιοελληνικό άγαλμα είναι πιο όμορφο, επειδή βλέπουμε απ' αυτό που δεν καταστράφηκε πόσο όμορφο θα μπορούσε να είναι, έπρεπε να είναι και εν τέλει ήταν. Και τότε πλάθουμε μια ομορφιά που δεν θα μπορούσε ποτέ να συναγωνιστεί η πραγματικότητα».
Αυτός είναι ο λόγος που λέω ότι τα βιβλία είναι πολύ καλύτερα από τις ταινίες: γιατί ο αναγνώστης μπορεί να φτιάξει το δικό του έργο τέχνης και να χρησιμοποιήσει τη φαντασία του, εξάγοντας ένα συμπέρασμα που ακροβατεί ανάμεσα σε εικόνες και λέξεις ‒ χωράει σε ρωγμές. Εναπόκειται σ' εσένα, λοιπόν, να εξαγάγεις το συμπέρασμα και να φτιάξεις το δικό σου έργο. Έτσι συμβαίνει και με τον συγγραφέα: η λευκή σελίδα είναι που σε καλεί να αγγίξεις την τελειότητα χωρίς να καταστρέψεις την ομορφιά, όσο αυτό είναι εφικτό βέβαια.
— Πάντως, είναι τρομακτικά όμορφη μια ακραία σκηνή του βιβλίου όπου, την ώρα που ένα από τα αδέλφια αντικρίζει τον γκρεμό, παρομοιάζει τον εαυτό του με τον Ziggy του Μπόουι. Δεν ξέρω αν η αναφορά είναι τυχαία, αφού ο Μπόουι ήταν ένας (νεο)ρομαντικός.
Δεν ξέρω αν ήταν ρομαντικός με την τυπική έννοια του όρου, σίγουρα όμως ήταν ένας ανένταχτος και ανεξάρτητος καλλιτέχνης. Εδώ που τα λέμε, τι άλλο θα μπορούσαμε να πούμε για τον Χάρι Χόλε, αν όχι ότι είναι ρομαντικός;
— Μα βέβαια. Αυτός δεν είναι που πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος; Γι' αυτό δεν προσπαθεί;
Νομίζω πως, παρότι είναι πεσιμιστής κατά βάθος, κάνει τα πάντα και συμβάλλει τα μάλα στο να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Μπορείς, λοιπόν, να πεις στο σημείο αυτό ότι όντως ο Ρόι και ο Χάρι Χόλε είναι κυνικοί, αλλά έχουν έναν δικό τους τρόπο να κάνουν το καλό και να το ακολουθούν.
— Φαίνεται ότι το βιβλίο σας μιλάει για έναν παλιό κόσμο, όπου πρωταγωνιστούν οι άνθρωποι του μόχθου και της γης, τα παλιά, όμορφα, αυτοκίνητα και οι χειρώνακτες. Μήπως νοσταλγείτε, τελικά, έναν κόσμο που χάνεται;
Νομίζω ότι μάλλον έχει να κάνει με μια πλευρά της Νορβηγίας που έτρεφε μεγάλη αγάπη για την αμερικανική ήπειρο, διατηρώντας πάντα μια ιδανική εικόνα γι' αυτήν. Οι πρόγονοί μου και από τις δύο πλευρές, του πατέρα και της μητέρας μου, είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ και, μεγαλώνοντας, μου εμφύσησαν αυτήν τη νοσταλγία για την Αμερική, την οποία έτρεφαν οι Νορβηγοί ακόμα και όταν η χώρα τους περνούσε πολύ δύσκολα.
Συνήθως, αυτό ήταν κυρίαρχο στην επαρχία, όπου οδηγούσαν παλιά αμερικανικά αμάξια, άκουγαν αμερικανικά τραγούδια ‒ ακόμα και τώρα βλέπεις σημαίες του Τέξας να ανεμίζουν σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της Νορβηγίας. Αρκεί να αναλογιστείς πως το ένα τρίτο του πληθυσμού είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ και όλοι κάπως συνδέονταν. Δεν είναι τυχαίο ότι το δελτίο ειδήσεων κατά κόρον μετέδιδε νέα από την Αμερική, γι' αυτό και πάντα λέγαμε πως είμαστε το αστέρι που λείπει από την αμερικανική σημαία! Οπότε το βιβλίο σίγουρα τρέφει μια νοσταλγία γι' αυτή την πλευρά της Νορβηγίας. Κατά κάποιον τρόπο, ακούγεται σαν το «Stolen car» του Μπρους Σπρίνγκστιν.
— Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το ότι στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η σχέση δύο αδελφών, κάτι που ίσως να σχετίζεται με το γεγονός ότι ήσασταν τρία αγόρια στην οικογένεια.
Ναι, αν και όχι με τον ίδιο τρόπο. Σίγουρα οι δεσμοί που αναπτύσσονται ανάμεσα στους δύο αδελφούς είναι πολύ ισχυροί και πάντα δίνουν δύναμη. Ωστόσο, την ίδια στιγμή αυτός ο δεσμός, ακριβώς επειδή είναι τόσο ισχυρός, σε κάνει να είσαι τρωτός, αφού νιώθεις την ανάγκη να προστατέψεις τον πιο ευάλωτο της ομάδας. Μπορώ, επίσης, να συνδέσω τις διακυμάνσεις που περνάει η σχέση Ρόι και Καρλ αλλά και τα δυνατά τους αισθήματα με τα δικά μου προσωπικά βιώματα ως μέλους αυτής της αδελφικής τριάδας.
Οι εκδόσεις Μεταίχμιο θα διαθέσουν για τους φανατικούς αναγνώστες περιορισμένο αριθμό αντιτύπων του βιβλίου που κυκλοφορεί την Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου σε ολόκληρο τον κόσμο σε συλλεκτική έκδοση με πολυτελή κουβερτούρα, πρόλογο και υπογραφή του συγγραφέα.
σχόλια