Η νέα εικονογραφημένη νουβέλα του Γιώργου Γούση (σκίτσο - σενάριο) και του Γιάννη Ράγκου (σενάριο), Ληστές, είναι μια δουλειά που ανεβάζει ψηλά τον πήχη στο ελληνικό κόμικ, ένα καλοδουλεμένο από την πλευρά του σεναρίου και του σκίτσου συναρπαστικό βιβλίο που ξεκίνησε να ετοιμάζεται πριν από περίπου δέκα χρόνια. Η αληθινή ιστορία δύο ληστών που έδρασαν στην Ήπειρο από το 1909 μέχρι το 1930 πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να ολοκληρωθεί, αλλά το αποτέλεσμα τους δικαιώνει, γιατί είναι ένα υψηλού επιπέδου non-fiction graphic novel.
«Έχουμε κάνει μεγάλη έρευνα με τον Γιάννη Ράγκο σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά» λέει ο Γιώργος Γούσης. «Από κει και πέρα, αυτονομούμαστε και γράφουμε μια δική μας ιστορία. Πριν από πολλά χρόνια ήρθε τυχαία στο σπίτι μου το βιβλίο Ρεντζαίοι, οι βασιλείς της Ηπείρου του Νίκου Πάνου, μια αυτοέκδοση ενός ιστοριοδίφη Ηπειρώτη με καταγωγή από το χωριό των αδελφών Ρέντζου –που είναι τα αληθινά πρόσωπα από τα οποία εμπνευστήκαμε τους ήρωες των Ληστών‒, ο οποίος είχε κάνει μια μεγάλη έρευνα με συνεντεύξεις και αρχεία για τη ζωή τους. Η ιστορία τους με γοήτευσε, έτσι αρχίσαμε να κάνουμε με τον Γιάννη πιο επισταμένη έρευνα πάνω στα γεγονότα. Βρήκαμε εφημερίδες και άλλες πηγές και αποφασίσαμε να φτιάξουμε μια ιστορία που κατά 70% είναι βασισμένη στην αληθινή.
Στο βιβλίο μας τα ονόματα έχουν αλλάξει, οι δικοί μας ληστές λέγονται Γιάννης και Θύμιος Ντόβας, για να έχουμε μεγαλύτερη ελευθερία στην αφήγηση αλλά και επειδή η έρευνά μας πάνω σε πολλά σκοτεινά σημεία της δράσης των Ρεντζαίων έμεινε άκαρπη.
Παρότι δεν είναι καθόλου Ρομπέν των Δασών, ο κόσμος τους στηρίζει προφανώς επειδή προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα και επειδή οι ληστές τότε αντικαθιστούσαν κατά κάποιον τρόπο τον νόμο: αν κάποιος είχε ένα πρόβλημα, πήγαινε στον ληστή για να του το λύσει, γιατί η αστυνομία δεν έφτανε στα βουνά.
Όλα στους Ληστές είναι αληθινά, οι χώροι, τα ρούχα, η αρχιτεκτονική, ακόμα και ο τρόπος που μιλάνε και τα τραγούδια που λένε οι άνθρωποι. Μας βοήθησε και η Ιουλία η Σταυρίδου σε αυτό, η μεγάλη σκηνογράφος που χάθηκε πρόσφατα, η οποία είχε δουλέψει με τον Αγγελόπουλο και γνώριζε καλά την περιοχή και την εποχή. Μου έδωσε πολλά βιβλία για κοστούμια, κτίρια της εποχής, μελέτησα πώς ήταν οι καλύβες και οι στάνες, μέχρι και ο τρόπος που κήδευαν το νεκρό. Η σκηνή του θρήνου στο βιβλίο είναι από μια φωτογραφία η οποία δείχνει πώς κάθονται, το ίδιο και τα όπλα.
Προσπάθησα να μην είναι φολκλόρ όμως, αυτό που φανταζόμασταν ότι ήταν οι άνθρωποι τότε. Γιατί δεν φορούσαν φουστανέλα, δρούσαν τις δεκαετίες του 1910 και του 1920, οπότε η εμφάνισή τους είναι πιο σύγχρονη. Πάντως, όλη αυτή η δουλειά και η επιμονή στο σκηνογραφικό και στην πιστότητα δεν έχει σκοπό την ανάδειξη της εποχής ή της ηθογραφίας. Είναι εκεί για να πείσει τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας εντύπωση ότι αυτό που διαβάζει είναι ένας κόσμος αδιαπραγμάτευτος, στον οποίο μπορεί να βυθιστεί, να φάει το παραμύθι που λέμε, ώστε εν τέλει να μην προσέχει τίποτε άλλο παρά τους ανθρώπους, τους χαρακτήρες και τα πάθη τους, το "από κάτω" κείμενο δηλαδή.
Tο στόρι ξεκινάει με δυο μικρά παιδιά που έχασαν τον πατέρα τους ‒ κάποιοι τον δολοφόνησαν με αφορμή ένα περιστατικό. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ενηλικιώνονται, μαθαίνουν ποιος τον σκότωσε και αποφασίζουν να πάρουν εκδίκηση. Κι αφού εκδικούνται τους φονιάδες, βγαίνουν στην παρανομία για να μη συλληφθούν. Μετατρέπονται σε φυγάδες στο βουνό και στην πορεία σε ληστές.
Παρότι δεν είναι καθόλου Ρομπέν των Δασών, ο κόσμος τους στηρίζει προφανώς επειδή προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα και επειδή οι ληστές τότε αντικαθιστούσαν κατά κάποιον τρόπο τον νόμο: αν κάποιος είχε ένα πρόβλημα, πήγαινε στον ληστή για να του το λύσει, γιατί η αστυνομία δεν έφτανε στα βουνά. Η δράση τους προκαλούσε συναισθήματα που κυμαίνονταν μεταξύ φόβου και αγάπης. Έχει ενδιαφέρον το ότι άρχισαν να ενσωματώνονται στην εξουσία και να τους χρησιμοποιούν παράγοντες των Ιωαννίνων, βουλευτές, έμποροι.
Βασικό κομμάτι της ιστορίας τους είναι ο πάτρονάς τους, ο εγκέφαλος μιας σπείρας, που ζούσε στα Γιάννενα και ήταν μεγάλος έμπορος και πολύ πλούσιος ‒ αργότερα εξελέγη και βουλευτής. Μαζί οργάνωναν απαγωγές, ληστείες, εκβιασμούς, και ενώ είχαν γίνει όργανο των ισχυρών, από ένα σημείο και μετά άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη απ' όση θα ήθελε η εξουσία, γι' αυτό στη συνέχεια προσπάθησαν να τους εξοντώσουν. Αυτοί που τους γιγάντωσαν, στην πορεία έγιναν εχθροί τους.
Προσωπικά, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το ότι είναι αδέρφια. Η σχέση που αναπτύσσουν μεταξύ τους είναι η πιο ηθική και χριστιανική που υπάρχει, μια τρομερή σχέση φιλίας, αγάπης και τρυφερότητας. Ταυτόχρονα, όμως, για όλη την υπόλοιπη κοινωνία εκπροσωπούσαν το κακό, ήταν εγκληματίες. Μιλάμε για τρομερή βία: ο θρύλος λέει ότι σκότωσαν 80 άτομα. Η δύναμή τους και η αδυναμία τους ήταν ότι ήταν δύο, δηλαδή αφενός μπορούσαν να δρουν με μεγαλύτερη άνεση, αφετέρου το πρόβλημα του ενός γινόταν πρόβλημα και του άλλου.
Οι άνθρωποι, γενικά, δεν είναι μόνο καλοί ή μόνο κακοί κι αφού αποφασίσαμε ότι οι ήρωές μας είναι αυτοί οι δύο, προσπαθήσαμε, μέσω αυτών, να δείξουμε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπου: από τις πολύ τρυφερές μέχρι τις πάρα πολύ άγριες.
Οι συγκεκριμένοι δεν γνωρίζω αν έγιναν λαϊκοί ήρωες, μάλλον περισσότερο αρνητική ήταν η φήμη τους. Ακόμα και σήμερα, στην Ήπειρο το "Ρέντζος" το χρησιμοποιούν όταν θέλουν να πουν ότι είσαι άγριος, κατσαπλιάς και κακός.
Γενικά, όμως, σύμφωνα με τον Hobsbawm, έναν μεγάλο ιστορικό που έχει κάνει μεγάλη μελέτη γύρω από τη ληστεία και τους ληστές, οι ληστές είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που απαντά σε όλο τον κόσμο, με τα ίδια χαρακτηριστικά και για τους ίδιους λόγους. Αυτό που επισημαίνει είναι ότι οι άνθρωποι ταυτίζονται με τους ληστές και οι τελευταίοι γίνονται μυθικά πρόσωπα για δύο λόγους: πρώτον γιατί καταφέρνουν να βγουν εκτός των ορίων της κοινωνίας, δηλαδή κάνουν πράγματα που είναι στο όριο ή εκτός του ορίου, και ενδόμυχα όλοι μας θα θέλαμε να είμαστε λίγο πιο άγριοι. Δεύτερον, ακριβώς λόγω της μεγάλης αντίφασης που χαρακτηρίζει αυτούς τους ανθρώπους: τις περισσότερες φορές οι λήσταρχοι, ταυτόχρονα με τη βία και την εγκληματικότητα, φέρουν και κάποια ευγενή στοιχεία, έχουν ηθικό κώδικα, τιμή, δεν πειράζουν γυναίκες, σέβονται τους ηλικιωμένους. Υπάρχει μια θεωρητική ισοτιμία, ας πούμε, στο μυαλό τους, που ο τότε κόσμος εκτιμούσε δεόντως.
Βέβαια, όλα αυτά μπορεί να τα έκαναν και ως μέρος της προπαγάνδας τους, για να παριστάνουν τους καλούς και κάποιοι να τους εμπιστεύονται. Όλα μέσα στο παιχνίδι είναι. Έχει ενδιαφέρον το πώς παρουσιάζει ο Τύπος της εποχής τους ληστές, κάνοντας κι αυτός την προπαγάνδα του: πότε είναι φοβεροί και άγιοι, πότε εγκληματίες, κλπ., το ίδιο ακριβώς που συμβαίνει και σήμερα.
Η δράση τους έχει κοινά στοιχεία με τα γουέστερν, π.χ. κάνουν μια ληστεία και κλείνουν το δρόμο με κορμό δέντρου. Όλες οι ληστρικές ιστορίες ανά τον κόσμο έχουν κοινές αναφορές, γιατί όλοι δρούσαν για τους ίδιους λόγους και με τον ίδιο τρόπο. Θεωρώ ότι το πρώτο μέρος των Ληστών είναι ένα βαλκανικό γουέστερν στα βουνά, εκτός του αστικού ιστού.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, που πηγαίνουν στα Γιάννενα, γίνεται πιο νουάρ, πιο μαφιόζικο, αλλάζουν όμως και οι εποχές. Το '21 και το '22, που ζουν στα Γιάννενα, δρουν όπως οι μαφιόζοι το '30 και το '40 στην Αμερική. Έτσι τελειώνει και το πρώτο μέρος, όταν τους δίνεται αμνηστία, διαγράφονται δηλαδή όλα τους τα εγκλήματα, και μπαίνουν νόμιμοι στα Γιάννενα. Το βιβλίο έχει αυτοτέλεια, αλλά η ιστορία ολοκληρώνεται με άλλα δύο κεφάλαια, που θα αρχίσουν να σχεδιάζονται σύντομα. Το σενάριο έχει γραφτεί μέχρι το τέλος».
«Γιατί το σχεδίασες ασπρόμαυρο;»
«Επειδή αισθανόμουν πιο κοντά σε αυτό, λόγω της εποχής κατά τη διάρκεια της οποίας διαδραματίζεται. Ό,τι εικόνα υπάρχει από τότε είναι ασπρόμαυρη. Επίσης θεωρώ ότι δίνει την αίσθηση του ηπειρώτικου τοπίου, τη δραματικότητά του, την υγρασία που περιέχει. Είναι λίγο πιο συμβολικό, λίγο πιο πέτρινο, λίγο πιο αγαλματένιο. Θεώρησα ότι είναι αυτή η αγριάδα που ταιριάζει στην ιστορία και τους πρωταγωνιστές της».
Το «Ληστές - Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα, Μέρος Α'» των Γιώργου Γούση και Γιάννη Ράγκου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Polaris.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια