Tο 1949, οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Τζέιμς Τζόις, τα γράμματά του άρχισαν να ταξιδεύουν στον κόσμο. Χάρη στην τεχνολογία του μικροφίλμ, μια τεχνολογία που είχε διαδοθεί λίγα χρόνια νωρίτερα, το περιεχόμενο του αρχείου του στο Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο έγινε πιο προσιτό σε περίεργους αναγνώστες και μελαγχολικούς κριτικούς που συνέρρεαν από παντού για να μελετήσουν τον συγγραφέα.
Την ίδια εκείνη στιγμή χιλιάδες μίλια μακριά, ένας άλλος σπουδαίος ο T.S. Eliot ζούσε έναν σπάνιο τρόπο, ερχόμενος αντιμέτωπος με ένα παρελθοντικό κομμάτι του εαυτού του. Βλέπετε, μεταξύ άλλων, σ' αυτό το σπουδαίο αρχείο βρίσκονταν και αρκετές δικές του επιστολές προς τον Ιρλανδό συγγραφέα. Καιρό μετά, σε μια επιστολή του προς την Έμιλι Χέιλ, μια δασκάλα σε οικοτροφείο στη Μασαχουσέτη, ο Έλιοτ θα περιέγραφε το άγχος που είχε βιώσει εκείνο τον καιρό.
«Σκεφτόμουν πόσο τυχερός ήμουν που δεν γνωριζόμουν τόσο καλά με τον Τζόις και έτσι δεν είχα προχωρήσει σε προσωπικές αποκαλύψεις, να πω ας πούμε τη γνώμη μου για κάποιον εν ζωή ή να εκφραστώ αρνητικά επαναλαμβάνοντας κουτσομπολιά ή σκάνδαλα της εποχής για ανθρώπους που γνωρίζαμε», έγραφε χαρακτηριστικά στην Χέιλ.
Σ' αυτές τις επιστολές ο Έλιοτ είναι αποκαλυπτικός, τόσο για τα όσα ζει και αποστρέφεται μέσα στην οικογένειά του, όσο και για τη σεξουαλική του ζωή ή την ανυπαρξία της ή ακόμη και στη γοητεία που ασκούσε και στους άντρες.
Βέβαια, εδώ το gossip της υπόθεσης ήταν ακριβώς η αλληλογραφία του Έλιοτ με τη Χέιλ που για περισσότερα από 17 χρόνια ήταν η έμπιστή του, ο μυστικοσύμβουλος του, η γυναίκα στην οποία εξομολογούνταν τα πάντα. Και μπορεί εκείνη το 1956 να δώρισε το σύνολο των επιστολών –ή έτσι γνωρίζουμε, τουλάχιστον– στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όμως, τόσο η ίδια όσο και οι επικεφαλής του Πανεπιστημίου κράτησαν επτασφράγιστο μυστικό το περιεχόμενο αυτών των επιστολών, τουλάχιστον για 50 χρόνια, ακριβώς όπως είχε απαιτήσει ο Έλιοτ.
Για την ακρίβεια, στις 2 Ιανουαρίου του 2020, 1131 επιστολές του Έλιοτ προς την Χέιλ, κυριολεκτικά ξεθάφτηκαν από το υπόγειο της βιβλιοθήκης Firestone του Princeton και αφού διαβάστηκαν και εξετάστηκαν εξονυχιστικά, τέθηκαν στη διάθεση των μανιακών της λογοτεχνικής ιστορίας. Την πιο σπουδαία έκπληξη, όμως, ο Έλιοτ την κρατούσε για τους βιβλιοφύλακες της μικρής του περιουσίας: η σημαντικότερη επιστολή μέσα σε όλα αυτά τα γράμματα απευθυνόταν στους κυρίους του Πρίνστον και τους ενημέρωνε ότι γνωρίζει ότι τώρα πια η αλληλογραφία του με τη Χέιλ βρισκόταν σε κοινή θέα..!
Και τι έγραφε σ' αυτή την 4σελιδη επιστολή; Βασικά, υπονοούσε ότι η Χέιλ φύλαξε τα γράμματά του για να τον εκδικηθεί επειδή αρνήθηκε να την παντρευτεί. Ότι η σχέση τους ήταν κυρίως πνευματική –κάτι που φυσικά διαψεύδεται από τις παθιασμένες επιστολές του στη νεαρή δασκάλα– και ότι γνώριζε πώς θα του συμπεριφερθεί στο τέλος...
Όμως, οι μελετητές επιμένουν σε μια πιο ιδανική εκδοχή όλου αυτού του δράματος: το πραγματικό θέμα της συγκεκριμένης επιστολής του Έλιοτ δεν είναι ο έρωτας, αλλά η ποίηση. «Η Emily Hale θα σκότωνε τον ποιητή μέσα μου», επιμένει, επιχειρώντας να εξηγήσει γιατί η ένταση στη σχέση τους δεν ήταν προϊόν ανθρώπινης φθοράς, αλλά η πραγματική υπόσχεση ενός ποιητή στην αιώνια μούσα του... Κατά τους μελετητές, και βάσει των επιστολών, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο Έλιοτ θα είχε θαφτεί μέσα σ' αυτόν τον γάμο. Το σίγουρο είναι ότι επιχειρούσε να αναβάλει την επιθυμία του σε μία σχεδόν ασκητική άρνηση να ζήσει μια ολοκληρωμένη σχέση στη φυσική της εξέλιξη. Τι θα γινόταν, αν είχε παντρευτεί τη γυναίκα που πραγματικά ερωτεύθηκε;
Μας διαφεύγει κάτι εδώ;
Το 1913, ο Τόμας Στερνς Έλιοτ και η Έμιλι Χέιλ έπαιξαν μαζί σε μία θεατρική προσαρμογή του έργου «Emma» της Jane Austen σε μια αίθουσα ακριβώς έξω από την πανεπιστημιούπολη του Χάρβαρντ. Ο Έλιοτ τότε ήταν διδακτορικός φοιτητής στη φιλοσοφία: γοητευτικός και οδυνηρά ντροπαλός. Η Χέιλ, με μία απίστευτα καλλιεργημένη φωνή μία συγκλονιστική παρουσία, τον επισκίαζε φανερά. Μετά από έναν χρόνο περιπάτων και ραντεβού για πατινάζ στον πάγο, ο ερωτευμένος Έλιοτ της έκανε πρόταση γάμου. Δεν στάθηκε πολύ τυχερός, αφού η απάντηση ήταν αρνητική. Με σπασμένη καρδιά έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αγγλία.
Μόλις ένα χρόνο αργότερα, είχε αλλάξει εντελώς τρόπο ζωής: τον Ιούνιο του 1915, δημοσίευσε το πρώτο του μεγάλο ποίημα, «Το τραγούδι αγάπης του J. Alfred Prufrock», στο περιοδικό Poetry ενώ είχε ήδη παντρευτεί την Vivienne Haigh-Wood, μία εύθραυστη λάτρη των τεχνών. Η Αγγλίδα σύζυγος είχε ιστορικό ψυχικών ασθενειών κάτι ο Έλιοτ αγνοούσε εκείνη την εποχή. Τη σχέση του με τη Χέιλ σκεπάζει μία δεκαετία σιωπής, όταν συναντιούνται ξανά στο Λονδίνο και εκεί ο παντρεμένος πια Έλιοτ εκφράζει και πάλι τον έρωτά του στη δασκάλα. Και εκεί ξεκινά μία 17ετής διατλαντική αλληλογραφία απολύτως παθιασμένη και ενήλικη. «Σας αγαπώ και σας λατρεύω», της γράφει, «μου δώσατε το καλύτερο που θα μπορούσα να έχω στη ζωή. Στη μέση της απόγνωσης βαθιά ειρήνη και λύτρωση». Φτάνει να θεωρεί τη Χέιλ ως την απόλυτη μούσα του, ως τον μοναδικό άνθρωπο που καταλαβαίνει ό,τι γράφει, χωρίς περαιτέρω αναλύσεις.
«Δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω το Ash Wednesday... Κανείς άλλος δεν θα το καταλάβει ποτέ», της γράφει, παρά το γεγονός ότι στο αντίγραφο που δωρίζει στη σύζυγό του, η αφιέρωση αναφέρει: «Για την αγαπημένη μου Vivienne, αυτό το βιβλίο, το οποίο κανείς άλλος δεν θα καταλάβει αρκετά».
Την ίδια στιγμή στη Χέιλ εκφράζει τον φόβο οι επιστολές του προς αυτήν να γίνουν κάποτε μέρος του λογοτεχνικού του έργου. Από τη μία της λέει να τις καταστρέψει κι από την άλλη της δίνει εντολές για το τι να κάνει μ' αυτές, όταν εκείνος πεθάνει!
«...Αλλά αυτό που θέλω να κάνω είναι να επισημάνω αυτό το κουτί με τις επιστολές μου, να να δοθεί στη Βιβλιοθήκη του Μποντλεϊν και να μην ανοίξει για 60 χρόνια», της γράφει, επισημαίνοντας της επιπροσθέτως ότι για εκείνον είναι ότι ήταν η Βεατρίκη για τον Δάντη.
Και φυσικά, σ' αυτές τις επιστολές ο Έλιοτ είναι αποκαλυπτικός, τόσο για τα όσα ζει και αποστρέφεται μέσα στην οικογένειά του, όσο και για τη σεξουαλική του ζωή ή την ανυπαρξία της ή ακόμη και στη γοητεία που ασκούσε και στους άντρες. Ας πούμε, σε κάποιο σημείο αναφέρεται και στη φιλία του με τον Lytton Strachey, η οποία τερματίστηκε όταν ο συγγραφέας του Bloomsbury «έπεσε στα γόνατά του και με φίλησε».
H αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι ο Έλιοτ, είτε το παραδεχόταν είτε όχι, ήταν παντρεμένος. Και παρά τα όσα φλογερά έγραφε δεν είχε σκοπό να χωρίσει την Vivienne, που πέθανε σε ψυχιατρείο το 1947, ούτε να παντρευτεί εκείνη που συνέχιζε να τη βλέπει τα καλοκαίρια, σε εορτές και επετείους, όποτε έβρισκε φρόνιμο να ταξιδεύει στην Αμερική για να τη δει. Και φυσικά συνέχιζε να της στέλνει άπειρα γράμματα σε σημείο που κάποτε του έβαλε φρένο και όριο τη μία επιστολή ανά μήνα. Ασχέτως που εκείνος διαμαρτυρόταν ότι ήταν θεραπευτικό να της γράφει.
Και μετά, άπειρα χρόνια μετά από όλη τη φρενίτιδα, ο Έλιοτ, ο εμμονικός και θρήσκος και φοβικός με τα θεία Έλιοτ, σοκάρει τους πάντες και ξαναπαντρεύεται. Και φυσικά, όχι την Χέιλ, αλλά την –κατά 30 χρόνια νεότερη– γραμματέα του, Εσμέ Βάλερι Φλέτσερ.
Τόσο εκείνη, όσο και η Χέιλ θα γίνουν –η κάθε μια με τον τρόπο της– οι θεματοφύλακες όχι μόνο του έργου του Έλιοτ, αλλά και της παράξενης παρακαταθήκης που ως άντρας των γραμμάτων άφησε στους οικείους του.
Και μπορεί να μην έχουμε εικόνα των επιστολών – απαντήσεων της Χέιλ στον εκτεταμένο, μπερδεμένο χείμαρρο που υπήρξε ο Έλιοτ στη ζωή της. Μπορούμε, ωστόσο, να μαντεύουμε τις απαντήσεις σαν άγριο ψίθυρο που κρατούσε σε εγρήγορση τον ποιητή, σαν αίμα που τάιζε το «βαμπίρ» που ο ίδιος είχε γράψει ότι θεωρεί ότι είναι στη σχέση τους με άλλους ανθρώπους.
Κάποιος που απομυζεί τα αισθήματα και την ενέργεια των γύρω του για να τα μεταμορφώσει σε ακριβή ποίηση. Πολύ ποιητικό και αυτό για να μην αποδοθούν άλλοι χαρακτηρισμοί σε κάποιον που έκανε ό,τι πολλοί παντρεμένοι σήμερα...
«Και όταν πηγαίνω στο κρεβάτι θα φαντάζομαι ότι με φιλάς. και όταν βγάζεις τις κάλτσες σου, πρέπει να με φαντάζεσαι να φιλάω τα αγαπημένα σου πόδια και να να προσπαθείς να πλησιάσεις την όμορφη αγία σου ψυχή», έγραφε το 1936 ο Έλιοτ στη Χέιλ και συνέχιζε «Λατρεύω το πόδι σου και το φιλί έχει ιδιαίτερο συμβολισμό, γιατί πρέπει να βγάλεις την κάλτσα σου για να με αφήσεις να το φιλήσω και αυτό είναι ένα είδος εξαιρετικά συγκεκριμένης συγκατάθεσης»...
Με στοιχεία από το New Yorker
σχόλια