ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ από το τέλος της πρώτης καραντίνας για να οργανώσω την απόδρασή μου από την Αθήνα κι έτσι αναχώρησα στις 7 Μαΐου – μια ημερομηνία του 2020 που νομίζω ότι θα θυμάμαι πάντα. Δεν έχει ξανατύχει να βρίσκομαι στην Ελλάδα και να απουσιάσω για τόσο πολύ από την Αθήνα.
Ξεκίνησε ως απονενοημένο μέτρο αυτοπροστασίας η αυτοεξορία. Καθότι μεσήλικας, υπέρβαρος και με υποκείμενο νόσημα, ανήκα στην αφρόκρεμα της ευπάθειας στον κορωνοϊό.
Έφυγα λοιπόν προς ένα σημείο εκτός, όπου τα ραδίκια έφταναν σε ύψος ενός μέτρου και τριάντα εκατοστών, αλλά και που δεν βρίσκεται τόσο μακριά ώστε να νιώθεις ότι έκοψες τον γόρδιο δεσμό σου με την πόλη. «Με προειδοποίηση μόλις τριών ωρών είμαι και πάλι στο Σύνταγμα!» έλεγα κι ας μην επαληθευόταν αυτό στην πράξη. Η εξοχή με κατάπιε. Με κάθε πρόσκληση, είτε επαγγελματική είτε κοινωνική, ξεκινούσα παζάρια προκειμένου να τρενάρω την επιστροφή μου στην Αθήνα. Δεν το πίστευα ότι μου συνέβαινε, αλλά ήταν γεγονός: δεν ήθελα να βγω από αυτή την εξοχή-καταπακτή.
Κι όμως, ήταν τόσο κόντρα στην κανονικότητά μου το να βρίσκομαι σε ένα μέρος που τελεί υπό απόλυτη εγκατάλειψη και στο οποίο επικρατεί διαρκώς ησυχία νεκροταφείου. Υπήρξαν και στιγμές που αναρωτήθηκα μήπως είχα ήδη πεθάνει και γι' αυτό γύρω μου εκτεινόταν κάτι τόσο ήρεμο, ήπιο και χλοερό.
Έμεινα τελικά έξι μήνες στην εξοχή, αλλά δεν τη συνήθισα. Εντυπωσιαζόμουν κυρίως παρατηρώντας τον εαυτό μου, που, ενώ καταπιεζόταν η κοινωνικότητα που με θρέφει και με καθορίζει, ταυτόχρονα ένιωθα και ένα περίεργο βάρος που με απέτρεπε από το να τα μαζέψω και να επιστρέψω στην Αθήνα.
Ωστόσο, δεν άφηνα τον εαυτό μου να αφαιρείται. Απαιτούνταν στοχοπροσήλωση. Θα έβαζα τα δυνατά μου ώστε να πάψω να είμαι υπέρβαρος και ασθενής. Θα πολεμούσα –με άσκηση, δίαιτα και καθαρό αέρα– όλες τις κακές συνήθειές μου της πόλης, που επί δεκαετίες με φόρτωναν ανεπαίσθητες δόσεις αδυναμιών που συσσωρευόμενες απέκτησαν το πάνω χέρι. Θα αναγεννιόμουν. Θα ξανάπιανα το νήμα του εαυτού μου από το σημείο που θυμόμουν ότι το έχασα από τα χέρια μου.
Το πρωί με ξυπνούσε συνήθως μια παρέα από καρακάξες. Έκαναν θόρυβο νοσοκόμας που σέρνει το καροτσάκι με τα σύνεργά της, από δωμάτιο σε δωμάτιο, θερμομετρώντας και μοιράζοντας φάρμακα. Πρόκειται για απίστευτο είδος πτηνού. Επίμονες, ελεγκτικές, πιεστικές, χαιρέκακα απορριπτικές.
«Κορίτσια...», τους έλεγα καμιά φορά, ελλείψει άλλου συνομιλητή, «στον τόπο απ' όπου έρχομαι –στα ένδοξα κι ευλογημένα Εξάρχεια– άρχοντες των αιθέρων είναι κάτι μέτοικοι, τροπικοί παπαγάλοι. Τι έχετε να αντιτάξετε σ' αυτό εσείς, που είστε δέσμιες της προπολεμικής σας νοοτροπίας;». «Ανήκομεν εις την φύσιν» μου απαντούσαν, υποτίθεται, αυτές. «Οκ», έλεγα υποχωρητικά, «αλλά μην τη νομίζετε παράδεισο αυτήν τη φύση. Ζείτε σε πεδίο μάχης, πανέμορφες κοκορόμυαλες, όπου ο αγώνας για επικράτηση είναι αδυσώπητος».
Ως προς αυτό, νομίζω ότι είχα δίκιο και μου φαίνεται πως φέτος το πάνω χέρι το πήραν τελικά οι αράχνες. Ήταν τόσο πολλές και τόσο γρήγορες στο να επιβάλλουν την παρουσία τους, που οι υπόλοιποι έμβιοι οργανισμοί τρόμαζαν και υποχωρούσαν στο πέρασμά τους.
Έμεινα τελικά έξι μήνες στην εξοχή, αλλά δεν τη συνήθισα. Εντυπωσιαζόμουν κυρίως παρατηρώντας τον εαυτό μου, που, ενώ καταπιεζόταν η κοινωνικότητα που με θρέφει και με καθορίζει, ταυτόχρονα ένιωθα και ένα περίεργο βάρος που με απέτρεπε από το να τα μαζέψω και να επιστρέψω στην Αθήνα.
Προς το τέλος της διαμονής μου εκεί, οι κίνδυνοι και τα άγχη που μου έφερνε η πανδημία είχαν ξεχαστεί. Είχε γίνει πια ξεκάθαρο μέσα μου ότι σ' εκείνο το μικρό και σιωπηλό λιβάδι μοναξιάς με κρατούσε μόνο το βάρος της συναίσθησης του χρόνου που έχει περάσει από πάνω μου. Το σοκ της πανδημίας έγινε η αφορμή για να ενεργοποιηθεί αυτή η συναίσθηση.
Στις 7 Μαΐου 2020 προσυπέγραφα συνθήκη συγχρονισμού με μια αλήθεια της ύπαρξής μου, χωρίς να έχω διαβάσει όρους χρήσης και προϋποθέσεις. Και κάπως έτσι, γέρασα δέκα χρόνια μέσα σε έξι μήνες. Γιατί τόση ήταν η διαφορά φάσης που είχα εγώ από μένα. Είχα σταθμεύσει άνετα μόλις δέκα χρόνια πίσω και περνούσα υπέροχα. Όμως, υπό την απειλή αφανισμού, ενεργοποίησα την ορθοβιοτική νευρωσάρα μου, έχασα κιλά, διόρθωσα κακούς δείκτες και ξαλαφρωμένος γύρισα πίσω. Νιώθοντας όμως πολύ πιο «μολυβένιος», γιατί κουβαλώ πια το βάρος της ηλικίας μου, της φθοράς μου και τη νεόφερτη συναίσθηση της θνητότητάς μου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.