Η ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ «κοινοτοπία του κακού» (the banality of evil) από το μεγάλο ρεπορτάζ της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «The New Yorker» το 1963, έκανε γνωστή τη Χάνα Άρεντ έξω από τους κύκλους της πολιτικής φιλοσοφίας στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Η φράση αυτονομήθηκε από το πλαίσιο μέσα στο οποίο είχε διατυπωθεί, δηλαδή τη δίκη του ναζί εγκληματία Άιχμαν, και χρησιμοποιήθηκε έκτοτε σε ποικίλες αναλύσεις και ποικίλες όψεις φαινομένων της δημόσιας ζωής, όπως η τρομοκρατία, η βία, οι βανδαλισμοί, ακόμη και για τις κατά συρροήν δολοφονίες. Έγινε μια φράση-κλισέ και τελικά μπανάλ κυρίως μέσα από τη δημοσιογραφική χρήση της.
Ο Άιχμαν είχε συλληφθεί στην Αργεντινή από Ισραηλινούς πράκτορες και η Άρεντ παρακολούθησε τη δίκη του στην Ιερουσαλήμ για λογαριασμό του αμερικανικού περιοδικού. Η κοινοτοπία του κακού, στο ρεπορτάζ, ήταν απόρροια της γραφειοκρατικής νομιμότητας, δηλαδή ο Άιχμαν δρούσε στο πλαίσιο ενός μηχανισμού, της ιεραρχίας του και των κανόνων του. Η θέση αυτή της Άρεντ θεωρήθηκε ότι «αθωώνει» τον Άιχμαν και η φιλόσοφος έγινε στόχος πολύ σκληρής κριτικής.
Γεννημένη στο Ανόβερο το 1906 σε εβραϊκή οικογένεια, η Χάνα Άρεντ θεωρούσε τη γερμανική γλώσσα πατρίδα της και τη Γερμανία κοιτίδα του πολιτισμού και ταυτόχρονα τη/τον χώρα/χώρο της πιο βαθιάς βαρβαρότητας. Φιλόσοφος και ταυτόχρονα ηρωίδα ποπ κουλτούρας, καθώς η ζωή της μυθιστορηματοποιήθηκε, ιδιαίτερα η σχέση της με τον φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ, του οποίου υπήρξε μαθήτρια και ερωμένη, η Χάνα Άρεντ πίστευε ότι ήταν ακατάτακτη διανοούμενη.
Σε ένα δοκίμιό της για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940), που είχε δημοσιευτεί το 1968 στο «New Yorker» και έκτοτε το βρίσκουμε σε πολλές εκδόσεις για τον Γερμανό στοχαστή που «δεν έμαθε ποτέ να κολυμπάει, ούτε με το ρεύμα ούτε κόντρα στο ρεύμα», η Άρεντ έγραφε: «Η μεταθανάτια δόξα μοιάζει να είναι η μοίρα των ακατάτακτων, δηλαδή όλων αυτών που το έργο τους δεν ευθυγραμμίζεται με την υπάρχουσα τάξη ούτε εισάγει ένα νέο είδος που από μόνο του προσφέρεται για μια μελλοντική ταξινόμηση». Είναι σαν να έγραφε για το εαυτό της, καθώς η συζήτηση για το έργο της πύκνωσε πολύ μετά τον θάνατό της, το 1975.
Οι Απαρχές του ολοκληρωτισμού (The origins of Totalitarianism), που εκδόθηκαν το 1951, είναι από τα μείζονα έργα της που δεν έπαψαν ποτέ να συζητιούνται. Εδώ η Άρεντ εξετάζει τον γερμανικό φασισμό και τον σοβιετικό (σταλινικό) κομμουνισμό ως δύο όψεις του μοντέρνου (modernity) και όχι ως εξαιρέσεις της εξέλιξής του. Αλλά το έργο της που αποκτά μεγαλύτερη επικαιρότητα σήμερα, ιδιαίτερα για τα θέματα της δημόσιας σφαίρας, είναι η Ανθρώπινη Κατάσταση, που είχε εκδοθεί το 1958.
Η επικαιρότητα της σκέψης της Άρεντ αναγνωρίζεται αμέσως και άμεσα στο μέρος του βιβλίου που έχει σχέση με τη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα. Καθώς η αίσθηση της πραγματικότητας που έχουμε εξαρτάται απόλυτα από τη δημόσια σφαίρα, «ακόμη και το λυκόφως που φωτίζει την ιδιωτική και τη μύχια ζωή μας απορρέει τελικά από το πολύ πιο σκληρό φως της δημόσιας σφαίρας» γράφει ποιητικά και με συγκλονιστικό τρόπο η Άρεντ.
Ξαναδιαβάζουμε, λοιπόν, την Ανθρώπινη Κατάσταση στη νέα μετάφραση του Πέτρου Γεωργίου (εκδόσεις Πατάκη), με πρόλογο της Αγγλίδας πολιτικής επιστήμονα Μάργκαρετ Κάνοβαν (1939-2018), που ήταν ειδικευμένη στο έργο της Άρεντ και είχε πρόσβαση στο αρχείο της φιλοσόφου. Θυμίζουμε ότι η προηγούμενη ελληνική μετάφραση αυτού του έργου της Άρεντ χρονολογείται στο 1986. Την υπέγραφαν ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και ο Στέφανος Ροζάνης στις εκδόσεις Γνώση.
Η ίδια η Άρεντ γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ότι θέλει να προτείνει έναν «αναστοχασμό της ανθρώπινης κατάστασης, από την πλεονεκτική σκοπιά των πιο πρόσφατων εμπειριών και φόβων μας».
Ποιες είναι αυτές οι εμπειρίες; Πριν απ' όλα η, εκτόξευση του πρώτου δορυφόρου (1957), ένα μείζον γεγονός το οποίο η Χάνα Άρεντ διαλέγει για να ανοίξει το βιβλίο της, αλλά και η Ουγγρική Επανάσταση του 1956, που συνετρίβη από τα σοβιετικά τανκς, για να αναφερθούμε σε δύο «εμπειρίες» οι οποίες συμπίπτουν με τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου. Και τι στόχο έχει αυτός ο αναστοχασμός; Μήπως τη σκέψη; Όχι, γράφει η Άρεντ. Έχει ως στόχο κάτι πολύ πιο απλό, το «τι κάνουμε» σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από «την ανεύθυνη διακινδύνευση, την απελπιστική σύγχυση, την αυτάρεσκη επανάληψη αληθειών που έχουν καταντήσει τετριμμένες και κούφιες».
Η Χάνα Άρεντ χρησιμοποιεί τον όρο «vita activa», με όλο το ιστορικό και επιστημολογικό βάρος που έχει ο όρος αυτός, για να δηλώσει τρεις θεμελιώδεις ανθρώπινες δραστηριότητες που αποτελούν και τα τρία κεντρικά μέρη της Ανθρώπινης Κατάστασης. Πρόκειται για τον μόχθο, την εργασία και την πράξη. Ο μόχθος αντιστοιχεί στη φυσικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, στον βιολογικό κύκλο, στη διεργασία της ζωής. Η εργασία είναι αυτή που παρέχει τον «τεχνητό» κόσμο των πραγμάτων, ο οποίος διαφέρει εντελώς από τον φυσικό. Τα προϊόντα της εργασίας, τα «ανθρώπινα τεχνουργήματα», είναι αυτά που δίνουν στον άνθρωπο διάρκεια και μονιμότητα, πέρα από τα όρια της θνητής ζωής. Η πράξη είναι η μοναδική δραστηριότητα που συνδέει τους ανθρώπους μεταξύ τους, χωρίς να μεσολαβήσουν πράγματα ή ύλη.
Αποτελεί την προϋπόθεση όλης της πολιτικής ζωής, έχοντας ως χαρακτηριστικό της την «πληθυντικότητα». Είμαστε όλοι άνθρωποι, λέει η Άρεντ, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε ποτέ κανένας δεν είναι ίδιος με κανέναν άλλο που έζησε, που ζει ή που θα ζήσει. Η πράξη θα ήταν περιττή πολυτέλεια, προσθέτει η Άρεντ, αν οι άνθρωποι ήταν αναπαραγόμενες επαναλήψεις του ίδιου υποδείγματος και ταυτίζονταν μεταξύ τους ως προς τη φύση ή την ουσία τους.
Το μέρος της Ανθρώπινης Κατάστασης που αφορά την πράξη θεωρείται ότι μεταδίδει ένα ελπιδοφόρο μήνυμα. Είναι το «θαύμα της έναρξης καινούργιων πραγμάτων», όπως γράφει η Μάργκαρετ Κάνοβαν στην εισαγωγή της. Έρχονται συνεχώς στον κόσμο νέοι άνθρωποι, που ο καθένας τους είναι μοναδικός και ικανός να παίρνει πρωτοβουλίες που μπορούν να διακόψουν ή να εκτρέψουν αλληλουχίες συμβάντων που έχουν τεθεί σε κίνηση από προηγούμενες πράξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι επαναστάσεις του 1989, που ανέτρεψαν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα, χαρακτηρίστηκαν «αρεντιανές». Ταυτόχρονα, όμως, η πράξη μπορεί να είναι πηγή απογοήτευσης και ματαιώσεων, καθώς είναι δυνατόν να οδηγήσει σε έλλειψη ελέγχου στα αποτελέσματά της.
Η επικαιρότητα της σκέψης της Άρεντ αναγνωρίζεται αμέσως και άμεσα στο μέρος του βιβλίου που έχει σχέση με τη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα. Καθώς η αίσθηση της πραγματικότητας που έχουμε εξαρτάται απόλυτα από τη δημόσια σφαίρα, «ακόμη και το λυκόφως που φωτίζει την ιδιωτική και τη μύχια ζωή μας απορρέει τελικά από το πολύ πιο σκληρό φως της δημόσιας σφαίρας» γράφει ποιητικά και με συγκλονιστικό τρόπο η Άρεντ.
Σε μια εποχή απόλυτης υπερέκθεσης και κυριαρχίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως η δική μας, μπορούμε να νιώσουμε πλήρως τη θέση της Άρεντ, που μας έρχεται από το 1958: «Μια ζωή που αναλώνεται εξ ολοκλήρου στη δημόσια σφαίρα γίνεται, θα λέγαμε, ρηχή. Διατηρεί την ορατότητά της, αλλά χάνει την ιδιότητα της ανάδυσης στο φως από κάποιον πιο σκοτεινό χώρο που πρέπει να παραμείνει κρυμμένος προκειμένου να μην απολέσει το βάθος του». Η αγάπη, γράφει η Άρεντ, σε αντίθεση με τη φιλία, θανατώνεται ή μάλλον κατασβένεται μόλις εκτεθεί σε δημόσια θέα. Και παραπέμπει σ' έναν στίχο του Ουίλιαμ Μπλέικ: «Την αγάπη σου ποτέ μην πεις / την αγάπη που δεν στέργει να ειπωθεί».
Η Ανθρώπινη Κατάσταση είναι δύσκολο μεν, αλλά πολύ γοητευτικό βιβλίο. Η γοητεία του στηρίζεται και στον ανορθόδοξο τρόπο που έχει η Άρεντ να συζητάει για την ανθρώπινη κατάσταση, έναν τρόπο που, όπως είπαμε, την καθιστά ακατάτακτη. Μας εντυπωσιάζει, ας πούμε, ο τρόπος με τον οποίο καταφεύγει στην ελληνική γραμματεία, όχι απαραίτητα στους φιλοσόφους, αλλά και στον Ηρόδοτο και στον Ησίοδο. Και είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή η αναφορά της στους πατέρες της Εκκλησίας, στον Ιερό Αυγουστίνο και στα ανθρωπολογικά/φιλοσοφικά ερωτήματά του «ποιος είμαι;», που απευθύνεται στον άνθρωπο, και «τι είμαι;», που απευθύνεται στον Θεό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια