Εκείνοι που διαπερνούν τείχη
Georges Didi-Huberman
Ένα απόσπασμα από το εκτενές δοκίμιο Εκείνοι που διαπερνούν τείχη του Γάλλου φιλόσοφου και ιστορικού τέχνης Georges Didi-Huberman, που γράφτηκε με αφετηρία την ταινία Φαντάσματα πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη (2016) της Μαρίας Κουρκούτα και Νίκης Γιάνναρη. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Passer quoi qu'il en coûte μαζί με το ποίημα της Νίκης Γιάνναρη, έτσι όπως αυτό ακούγεται στην ταινία (Editions de Minuit, Παρίσι 2016, μετάφραση στα ελληνικά: Γιάννης Χονδρός). Ευχαριστούμε τη Νίκη Γιάνναρη που μας το παραχώρησε.
"Μα η στάχτη θυμάται"
Σε αντίθεση με τις έγχρωμες εικόνες της Ειδομένης –εικόνες στις οποίες παρακολουθούμε ένα μεγάλο κομμάτι της μοίρας των προσφύγων, καθώς ταλαντεύονται μεταξύ των κανόνων που τους επιβάλλονται και της επιθυμίας που τους ξεσηκώνει, ή της αναμονής στις ουρές συσσιτίου και της ανάδυσης χειρονομιών εξέγερσης –, τα σύντομα πλάνα που γυρίστηκαν σε ασπρόμαυρο φιλμ 16 χιλιοστών μας εισάγουν σε μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, μας επιτρέπουν να εισέλθουμε σ' έναν χώρο που αποτελείται από νέφη και ομίχλες. Απ' τις έγχρωμες εικόνες στις ασπρόμαυρες, είναι σαν να περνάμε από μια χρονικότητα σε άλλη. Περνάμε απ' τη ζωγραφική τέχνη σ' εκείνη του ανάγλυφου – ενός ανάγλυφου όχι σμιλεμένου από μάρμαρο, αλλά από καπνό κι αναθυμιάσεις. Απ' τα μικρά υπαίθρια μαγκάλια βγαίνουν τολύπες καπνού που χάνονται στα μακρινά σύννεφα ή στην αδιαπέραστη λευκότητα του χειμωνιάτικου ουρανού. Από ένα σκεύος που βράζει νερό, ο ατμός ξεπετάγεται στον κρύο αέρα του Μαρτίου. Κάποιες φορές, η ίδια η εικόνα, στην υφή, στον κόκκο της, μοιάζει κονιορτώδης, εξατμισμένη. Αμέσως σκέφτηκα το κείμενο του Πιερ Φεντιντά [Pierre Fédida] Η αδιόρατη πνοή της εικόνας, ένα σημαντικό κείμενο πάνω στο "φασματικό φαίνεσθαι" των ψυχικών εικόνων, που δεν συμπεριλαμβάνεται τυχαία στη συλλογή κειμένων του με τίτλο Η Τοποθεσία του ξένου.
Στο θέαμα των απογυμνωμένων τοπίων της Βόρειας Ελλάδας, που κατοικούνται από "ξένους" και ανθρώπους που δεν είναι "στη θέση τους", μου ήρθαν στο νου, εκτός από ορισμένα πλάνα ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου, κάποιες θραυσματικές αναμνήσεις απ' το ποίημα Καμπή Πνοής [Atemwende] του Πάουλ Τσέλαν: "Τοπία με όντα από υδρίες. / Διάλογοι / Από καπνισμένο στόμα σε καπνισμένο στόμα". Επιστρέφοντας όμως σ' αυτή τη μυστηριώδη συλλογή του ποιητή, ανακαλύπτω κι άλλες σκόρπιες αναθυμιάσεις, όπου τα διασταυρούμενα μοτίβα της πνοής και της εικόνας καλούν αυτά του "πεπρωμένου" και του "αντι-πεπρωμένου": ένας άλλος τρόπος που βρίσκει ο Τσέλαν για να εμβαθύνει –για να ανασκάψει, όπως ένας αρχαιολόγος του αιθέρα και του λόγου– στο ερώτημα του τί σημαίνει να δίνεις μαρτυρία:
"Κάνε με αυτό την εικόνα
που θα ξαναρίξει τα ζάρια μας στα σπίτια μας
[...]
με των εικόνων το πεπρωμένο
και το αντι-
πεπρωμένο τους [...]
αναμένει, κρύσταλλος πνοής,
η αδιάσειστη
μαρτυρία σου [...]
προς εμάς και μακριά μας και προς εμάς".
Μια μαρτυρία πιστοποιεί ότι ένα πεπρωμένο επήλθε στην ιστορία. Δεν υπάρχει πλέον περιθώριο να ξεγίνει ό,τι έγινε. Πρέπει μονάχα να υπενθυμιστούν τα γεγονότα, οι περιστάσεις, τα πρόσωπα, τα συναισθήματα. Να μην χαθούν εντελώς. Αυτό είναι πρωτίστως μια μαρτυρία. Το εγγενές πεπρωμένο της συνίσταται στο ότι συνέβη ένα κακό που οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να εμποδίσουν. Η μαρτυρία φτάνει λοιπόν σ' εμάς από τον τόπο ενός μοιραίου ή ανεπανόρθωτου συμβάντος, και αυτό μάλλον εννοεί ο Πάουλ Τσέλαν με την έκφραση "μακριά μας". Με τον ίδιο τρόπο, ο ενδόμυχος πόνος του κάθε ανθρώπου στην Ειδομένη μας φαίνεται σήμερα τόσο μακρινός, όσο κι ο ορίζοντας των βουνών στις εικόνες της ταινίας Φαντάσματα πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη. Η εικόνα δίνει μαρτυρία από μακριά, εξού και βλέπουμε την Ειδομένη μέσα απ' τις γκρίζες και συχνά τρεμάμενες εικόνες-μάρτυρες της κάμερας 16 χιλιοστών. Σήμερα, μπορούμε να δούμε τα βαρυφορτωμένα εμπορικά τραίνα που περνούν μπροστά απ' τους ακινητοποιημένους πρόσφυγες μονάχα μέσα απ' αυτά τα αμείλικτα πλάνα τεκμηρίωσης. Τη συγκίνηση μπροστά σε αυτά τα τραίνα που περνούν και που μας θυμίζουν άλλα τραίνα, τη νιώθουμε μόνο όταν διαβάζουμε –ή ακούμε να διαβάζεται– το κείμενό της Νίκης Γιάνναρη, κείμενο με το οποίο δίνει μαρτυρία όχι μόνο για την κατάσταση στην Ειδομένη, αλλά και για τη λήθη που απειλεί κάθε μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που θέτει υπ' όψιν μας ("Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν εκείνα τα τραίνα / κι ετούτα").
Εντούτοις, η Νίκη Γιάνναρη προσθέτει: "Μα η στάχτη / θυμάται". Αναμφίβολα, πρόκειται για μια εύθραυστη μνήμη. Τίποτα δεν σκορπίζεται καλύτερα απ' τη στάχτη στον άνεμο, έτσι δεν είναι; Όμως η μνήμη αντέχει, με χίλιες πνοές, με χίλια δυνατά φαντάσματα, απ' όπου κάτι νέο μπορεί ν' αναδυθεί. Η μνήμη εισπνέεται, σαν το διοξείδιο του πυριτίου στα πνευμόνια του μεταλλωρύχου. Τότε είναι που η μαρτυρία μπορεί να επιφέρει ένα αυθεντικό αντι-πεπρωμένο: όταν, χωρίς να παύει να είναι μακριά μας, καταφέρνει χάρη στην αντοχή της να επιστρέφει προς εμάς σαν φάντασμα, να μας στοιχειώνει, να μας κατοικεί, να μας ωθεί να ενεργούμε διαφορετικά. "Προς εμάς και μακριά μας και προς εμάς", όπως γράφει ο Τσέλαν, με τον αδιάκοπο ρυθμό του κύματος, του ρευστού, της αναπνοής ή του χτύπου της καρδιάς.
Αυτό ακριβώς καθιστά δυνατό για τα μάτια μας, ή μάλλον για το βλέμμα μας, μια εικόνα – οπτική ή ποιητική. Δίνοντας μαρτυρία, η εικόνα έρχεται από μακριά. Τότε καταλαβαίνουμε ότι επιστρέφει σ' εμάς, μας απευθύνεται, μας κοιτάζει. Η εικόνα γυρίζει τον χρόνο, προτείνοντας μια άλλη δυνατότητα, μια διακλάδωση στην ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι εκφέρει μια καινούρια υπόθεση. Μέσα απ' το ευφάνταστο παιχνίδι της εικόνας, η μοίρα επαναδιακυβεύεται: "Κάνε με αυτό την εικόνα / που θα ξαναρίξει τα ζάρια μας στα σπίτια μας".
Από πού έρχεται αυτή η δύναμη των εικόνων; Ίσως από εκεί όπου αντλούν τη δύναμή τους "της γης οι κολασμένοι": απ' τη δύναμή τους να περάσουν παρ' όλα αυτά. Οι εικόνες είναι πεπρωμένο, με την έννοια ότι φέρουν μια ανθεκτική μνήμη. Από μια ελάχιστη πνοή φτιάχνουν ένα απολίθωμα εν κινήσει. Όπως ξέρουμε, ο Άμπι Βάρμπουργκ [Aby Warburg] αντιλαμβανόταν την ιστορία των εικόνων σαν μια "ιστορία φαντασμάτων για μεγάλους". Δηλαδή, μια ιστορία όπου οι εικόνες είναι ικανές να "επιστρέφουν" από χρόνους εντελώς ετερογενείς, να διαπερνούν τα τείχη της ιστορικής περιοδολόγησης, να αιωρούνται με την αρχαία αίγλη τους στους χώρους της νεωτερικότητας μας. Αυτή τη δύναμη των εικόνων, ο Βάρμπουργκ διάλεξε να την ονομάσει επιβίωση: ένα "επι-ζείν" ή μια ικανότητα, αναπάντεχη αν το σκεφτούμε, που έχουν οι εικόνες να διασχίζουν τους χρόνους, να σημαίνουν σε πολλούς ετερογενείς χρόνους ταυτόχρονα, να περνούν διαμέσω των χρόνων.
Όμως, την ίδια στιγμή, οι εικόνες είναι αντι-πεπρωμένο. Απ' τη μεγάλη μνήμη τους, αναδύονται ολοκαίνουριες επιθυμίες –αν και οι επιθυμίες δεν είναι πάντα "ολοκαίνουριες", ανεπίλυτες, ανικανοποίητες, στραμμένες προς το μέλλον;–, όπως η βλάστηση που φυτρώνει άναρχα πάνω στην πετρωμένη λάβα. Από πού πηγάζει αυτή η νέα δύναμη, ή η δύναμή τους για το νέο; Απ' το γεγονός ότι, όντας ανθεκτικές (και μάλιστα: για να είναι ανθεκτικές), οι εικόνες είναι και φασματικές, άρα ευκίνητες και νομαδικές. Διότι αντέχει περισσότερο αυτός που ξέρει να μετατοπίζεται. Στην επιβίωση των εικόνων, που αναφέρεται στην ικανότητά τους να περνούν μέσα από διαφορετικούς χρόνους, ο Βάρμπουργκ πρόσθεσε τη μετανάστευση, που σύμφωνα με τον ίδιο είναι η θεμελιώδης ικανότητα των εικόνων να περνούν μέσα από διακριτούς χώρους, ακόμα και πολύ απομακρυσμένους μεταξύ τους (γι' αυτό και ο Άτλας εικόνων Μνημοσύνη [Bilderatlas Mnemosyne] είχε στόχο να ιχνηλατήσει τις διαδρομές που ακολούθησαν οι εικόνες γύρω απ' τη λεκάνη της Μεσογείου, κυρίως απ' τη Βαγδάτη και τη Συρία ως την καρδιά της Ευρώπης).
Όλες αυτές οι κινήσεις μετανάστευσης έχουν μια γενική ονομασία: κουλτούρα. Όχι η κουλτούρα των "πολιτιστικών εκπομπών" και των "υπουργείων πολιτισμού", αλλά η κουλτούρα με την ανθρωπολογική έννοια του όρου, δηλαδή αυτή που καθιστά τους ανθρώπους ικανούς, όχι μόνο να μιλούν, να δουλεύουν, να επινοούν εργαλεία ή έργα τέχνης, αλλά και να ζουν σε κοινωνίες, να συνομιλούν, να συνδιαμορφώνονται, να φαντάζονται ο ένας τον άλλον. Όταν μια κοινωνία φτάνει να συγχέει το γείτονα με εχθρό και να θεωρεί τον ξένο ως κίνδυνο, όταν επινοεί θεσμούς που πραγματώνουν αυτή την παρανοϊκή σύγχυση, τότε μπορούμε να πούμε, σύμφωνα με την ιστορική λογική –και όχι απλά μια σκοπιά ηθική–, ότι αρχίζει να χάνει την κουλτούρα της, τη ικανότητά της για πολιτισμό. Το 1929, τη χρονιά που ο Άμπι Βάρμπουργκ συνέθετε τις τελευταίες πλακέτες του Άτλαντα εικόνων Μνημοσύνη, στις οποίες πλανιούνται τα πολιτικά νέφη της θεοκρατίας, του φασισμού και του αντισημιτισμού, ο Σίγκμουντ Φρόιντ έγραφε τη Δυσφορία μέσα στον πολιτισμό [Das Unbehagen in der Kultur], μια θαρραλέα διάγνωση που βλέπουμε σήμερα να επαληθεύεται, αν όχι να επιδεινώνεται.
Ο Φρόιντ αναρωτιέται ειδικότερα γιατί οι δυτικές κοινωνίες έχουν συναντήσει τόσες δυσκολίες στο να παράγουν "δυνατότητες ευτυχίας" και, αντίστοιχα, τόσες ευκολίες στο να "βιώσουν την εμπειρία της δυστυχίας". Γράφει χαρακτηριστικά: "Η οδύνη παραμονεύει σε τρία σημεία. Στο ίδιο το σώμα, που προορίζεται στη φθορά και τη διάλυση και δεν μπορεί να παραβλέψει τον πόνο και το άγχος ως προμηνύματα κινδύνου. Στον εξωτερικό κόσμο, που μας εξοργίζει με τις πανίσχυρες, αδιάλλακτες και καταστρεπτικές δυνάμεις του. Και, τέλος, στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους. Η οδύνη που προέρχεται από αυτή την τελευταία πηγή είναι μάλλον και αυτή που βιώνουμε δυσκολότερα". Άρα λοιπόν, μια βασική συνιστώσα της "δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό" είναι η εχθρότητα απέναντι στον άλλον, η οποία συγχέεται σταθερά με μια εχθρότητα απέναντι στον ίδιο τον πολιτισμό, ή με ό,τι ονομάζουμε "ανθρωπιστικές επιστήμες". Το 1900, με την τελευταία φράση από την Ερμηνεία των ονείρων [Die Traumdeuteung], ο Φρόιντ πρότεινε την αφθαρσία της επιθυμίας. Το 1929, έχοντας πίσω του την τραυματική εμπειρία της πρώτης παγκόσμιας σύρραξης και μπροστά του την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί στη Γερμανία, προτείνει έναν ιδιαίτερα απαισιόδοξο στοχασμό πάνω στην αφθαρσία της επιθετικής ενόρμησης. Ακόμη πιο απαισιόδοξος έμελλε να φανεί ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, γράφοντας ότι "η βαρβαρότητα είναι κρυμμένη μέσα στην ίδια την έννοια του πολιτισμού".
Κι όμως "η στάχτη / θυμάται". Είναι μια εργασία. Είναι η προσπάθεια της αναθύμησης και της επίμονης ενεργοποίησης του ηθικού, πολιτικού, αισθητικού, ποιητικού "πολιτισμού" που η "βαρβαρότητα" καταφέρνει τόσο συχνά να μετατρέπει σε στάχτη και ερείπια. Αν θέλουμε να δούμε σύμφωνα με την ιστορία, η Χάνα Άρεντ –κι ένα ανέκδοτο κείμενό της με τον τίτλο Απατρία [Statelesness] του 1955, στο οποίο δεν αναφέρθηκα ως τώρα–, μας βοηθά να κατανοήσουμε πώς η βαρβαρότητα εγγράφει τον πύρινο νόμο της, ως πεπρωμένο, στον σημερινό κόσμο μας: "Το δικαίωμα στο άσυλο έχει καταρρεύσει. [...] Όλο το πρόβλημα έχει φτάσει να περιστρέφεται γύρω από το πώς [ο πρόσφυγας] θ' απελαθεί, λες και η απέλαση συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα. Η Τσάιλντς [Frances S. Childs], για παράδειγμα, παρότι καταδικάζει την απουσία του δικαιώματος ασύλου από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δεν βρίσκει τελικά παρά μια λύση: το στρατόπεδο εγκλεισμού, όπου ο [κάθε άπατρις] μπορεί να καταλήξει. Τα στρατόπεδα εγκλεισμού έχουν [λοιπόν] γίνει ο κανόνας. [Και όταν] δεν ελέγχονται από διεθνείς θεσμούς, μπορούν να γίνουν στρατόπεδα συγκέντρωσης".
Αν πάλι επιχειρήσουμε να δούμε σύμφωνα με την εικόνα, θα μπορούσαμε, όπως το υποδεικνύει ο Πάουλ Τσέλαν, να εργαστούμε ταυτόχρονα στα πεδία του πεπρωμένου και του αντι-πεπρωμένου. Θα μπορούσαμε να δώσουμε μαρτυρία για το πεπρωμένο, κάτι που στην ταινία Φαντάσματα πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη συμβαίνει μέσα από την τεκμηριωτική διάσταση, τη μεγάλη ακρίβεια και υπομονή των πλάνων. Στα πλάνα αυτά, οι θεατές του μέλλοντος θα δουν μέσα από λεπτομέρειες όσα διενεργήθηκαν στην Ειδομένη ώστε οι πρόσφυγες να αναγκάζονται να περιμένουν –άρα να υποφέρουν– μπροστά στα σύνορα. Μπροστά σε αυτά τα πλάνα, θα θυμηθούμε την εμβριθή ανάλυση της Άρεντ σχετικά με τους απάτριδες: "Ζούμε σ' έναν κόσμο μοιρασμένο, όπου δεν υπάρχουν πλέον άδειοι χώροι, δηλαδή χώροι χωρίς ιδιοκτήτες. Επιπλέον: ζούμε μέσα σε ένα δίκτυο διεθνών σχέσεων όπου το νομικό μας καθεστώς είναι φορητό (το νομικό μας καθεστώς μας συνοδεύει παντού) και παραμένουμε υπό την προστασία του όπου κι αν πάμε. Άπαξ και χάσουμε αυτή την προστασία, είναι σαν να πέφτουμε στο κενό".
Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα στοιχεία που εμφανίζονται στις εικόνες της ταινίας Φαντάσματα πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη, όπως και στις φράσεις της Νίκης Γιάνναρη: ένας άλλος χρόνος, κάποιες άλλες ψυχικές και σωματικές κινήσεις. Εδώ είναι το πιο σημαντικό. Εδώ είναι τα σπέρματα του αντι-πεπρωμένου – σαν σπόροι που πετιούνται ψηλά για να καταλήξουν βαθιά στο χώμα, ξεχασμένοι αλλά προορισμένοι ν' ανθοφορήσουν. Η στάχτη θυμάται τη φωτιά. Θυμάται ότι μια μέρα οι ιερές αρχές κι οι ηθικές επιταγές μας παραδόθηκαν, γι' ακόμα μια φορά, στις φλόγες των "autodafé". Μα θυμάται ακόμα καλύτερα τις χειρονομίες αυτών που αντιστάθηκαν σ' εκείνο το πεπρωμένο, για να επιμείνουν στην επιθυμία τους να περάσουν τα σύνορα και να ξεπεράσουν τα εμπόδια που στήθηκαν ενάντια στην πιο στοιχειώδη ελευθερία, αυτή του να μπαίνεις σε κίνηση για να γυρίσεις την πλάτη στο θάνατο.
Η ταινία Φαντάσματα πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη θα προβληθεί διαδικτυακά στις 27 Νοεμβρίου στο 33ο Πανόραμα ΕυρωπαΪκού Κινηματογράφου.
Περισσότερες πληροφορίες: https://www.panoramafest.org/index.php/en/33-sections/33-paradiseinthewest/item/702-spectres_are_haunting_europe
Δείτε επίσης στο Αλμανάκ:
Ο Georges Didi-Huberman είναι Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός τέχνης, καθηγητής στην École des Hautes Études en Sciences Sociales του Παρισιού. Το έργο του αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστοριογραφικές προσπάθειες επαναφοράς του φιλοσοφικού προβληματισμού στην ιστορία της τέχνης. Έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού κι έχει λάβει πολλές διακρίσεις μεταξύ των οποίων τα βραβεία Aby Warburg, Max Weber, Alexander von Humboldt και, το 2015, το Βραβείο Theodor W. Adorno.
Έχει εκδόσει πάνω από εξήντα έργα για την ιστορία και τη θεωρία των εικόνων, με αντικείμενο μελέτης ένα ευρύ ιστορικό φάσμα, ξεκινώντας από την Ιταλική Αναγέννηση έως τα πιο σύγχρονα ζητήματα περί πολιτικής των εικόνων και της θεωρητικής κληρονομιάς τόσο του Aby Warburg όσο και του Walter Benjamin. Τα τελευταία του έργα: Το μάτι της Ιστορίας - 5 Τόμοι (2009-2015), Επιθυμία και ανυπακοή (2019), Ninfa profonda (2017). Έχει επίσης οργανώσει πολλές σημαντικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων: Το Αποτύπωμα στο Centre Georges Pompidou (Παρίσι, 1997), Άτλαντας στο Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía (Μαδρίτη, 2010), Ιστορίες Φαντασμάτων για μικρούς και μεγάλους (με τον φωτογράφο Arno Gisinger) στο Fresnoy, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στη Βυρηττό και στο Palais de Tokyo του Παρισιού, με τελευταία την έκθεση Εξεγέρσεις που παρουσιάστηκε το 2016 στο Jeu de Paume του Παρισιού, κι έπειτα στη Βαρκελώνη, το Σάο Πάολο και την πόλη του Μεξικού.