Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Υόρκη από Ελληνοαμερικανίδα μητέρα με ικαριώτικες και καλαβρέζικες ρίζες και Ικαριώτη πατέρα. Η μάνα μου ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας μου ήταν μάγειρας στο εμπορικό ναυτικό. Κάποιες εποχές στη ζωή του είχε και μαγαζιά.
• Τον πατέρα μου τον έχασα μικρή, όταν ήμουν 10 χρονών, κι αυτός είναι ίσως ένας λόγος που ασχολήθηκα κι εγώ με τη μαγειρική. Ο πατέρας μου ήταν φτωχός άνθρωπος, γεννημένος σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά, τις Ράχες Ικαρίας, σε ένα βουνό, «μια χιονισμένη μέρα του Γενάρη, κάτω από μια καρυδιά», όπως είχε γράψει κάποτε. Ήταν από μια γενιά που πέρασε πάρα πολύ δύσκολα χρόνια.
Πήγε λαθραίος στην Αμερική, τον έπιασαν, και η επιλογή του ήταν ή να γυρίσει στη δικτατορία του Μεταξά, από την οποία είχε φυλακιστεί επειδή ήταν αριστερός, ή να πολεμήσει με τον αμερικανικό στρατό και να πάρει την υπηκοότητα. Προτίμησε να πάει στην απόβαση της Νορμανδίας, επέζησε, και όταν γύρισε στην Αμερική παντρεύτηκε τη μάνα μου. Την είχε γνωρίσει μέσω του πατέρα της, του παππού μου. Σύχναζαν και δύο στο ικαριώτικο καφενείο. Η μάνα μου είχε μείνει στο ράφι στα 32 της και ο παππούς μου ήθελε να την παντρέψει, για να πεθάνει ήρεμος. Κάπως έτσι έγινε το προξενιό και παντρεύτηκαν οι γονείς μου, αλλά ήταν πολύ αγαπημένοι.
• Αυτή η γενιά είχε στερηθεί υλικά πράγματα και θυμάμαι την εβδομαδιαία μας εκδρομή στο σουπερμάρκετ με δυο καρότσια γεμάτα φαγώσιμα. Βουνά από φαγητά, είχαμε πάντα πληθώρα πραγμάτων στο σπίτι. Πηγαίναμε και σε κάποια μικρά ελληνικά μπακάλικα, για να έχουμε το λάδι και βασικά ελληνικά προϊόντα, και το «greek» σαν γεύση ήταν κάτι δεδομένο στο σπίτι μας. Το Jackson Heights στο Queens ήταν μια περιοχή όπου οι περισσότεροι Ικαριώτες έμεναν κοντά και υπήρχε πάντα τριγύρω μια παρέα ελληνική. Ήταν ωραία χρόνια.
Έγραφα κάθε Παρασκευή ιστορίες για φαγητό και μετά και για εστιατόρια. Πρέπει να είχαν κολλήσει τη φάτσα μου σε πολλές κουζίνες και να με έβριζαν, γιατί ήμουν αλύπητη. Είχα πάντα μια αμερικανική νοοτροπία όσον αφορά την κριτική, δεν ήθελα να πιάσω φιλίες με εστιάτορες, ήθελα να έχω αντικειμενικότητα. Ποτέ δεν είχα ζητήσει να φάω τσάμπα.
• Στο σπίτι μας ο πατέρας μου ήταν ο μάγειρας. Η μάνα μου ήταν 40 κιλά όλη της τη ζωή, ήταν άνθρωπος που ξεχνούσε να φάει, δεν είχε το φαγητό σαν χαρά, και ήταν μέτρια έως κακή μαγείρισσα. Η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου, ήταν Ιταλίδα, οπότε αυτά που έφτιαχνε ήταν πιο πολύ ιταλικά. Ο πατέρας μου έφτιαχνε ελληνικό φαγητό: φακές, δίπλες τα Χριστούγεννα.
Η δεκαετία του ’60, που γεννήθηκα, ήταν μια εποχή που το φαγητό ήταν ένα μείγμα από τη βιομηχανία τροφίμων –και μάλιστα αυτήν που ερχόταν απ’ όσα είχαν δημιουργήσει για τους αστροναύτες– και την παράδοση. Κι εμείς, που ήμασταν γεννημένοι στην Αμερική, και ιδίως εγώ, που ήμουν η πιο μικρή από τις τρεις αδερφές μου, πέρασα μια φάση που απέρριπτα οτιδήποτε παραδοσιακό. Ήθελα να φάω τις σαβούρες που έτρωγαν και τα άλλα παιδιά. Τις τρώγαμε κι αυτές πού και πού, αλλά το φαγητό στο σπίτι ήταν ελληνικό παραδοσιακό και η ώρα του φαγητού ήταν πάντα ιερή. Πάντα τρώγαμε μαζί. Μπορεί να ήταν δυο τηγανητά αυγά, αλλά ήμασταν πάντα μαζί στο τραπέζι. Αυτή είναι μια πολύ έντονη ανάμνηση που έχω.
• Γράφω από μικρή, αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ασχοληθώ με τη γαστρονομία, απλώς έτυχε. Ήθελα να γίνω ρεπόρτερ, έτσι σπούδασα δημοσιογραφία και γαλλική φιλολογία στο NYU. Από πολύ νωρίς δούλευα σε έντυπα και μία από τις ευθύνες μου ήταν να διορθώνω τη στήλη της εστίασης σε ένα πολιτιστικό περιοδικό, που την έγραφε τότε ένας πολύ γνωστός δημοσιογράφος γεύσης. Αυτός με έβαλε στο παιχνίδι. Με πήρε υπό την προστασία του και δίπλα σε αυτόν τον άνθρωπο, στα είκοσί μου, πρωτοδοκίμασα πράγματα τα οποία ήταν ανήκουστα για μένα, δηλαδή χαβιάρι στο Petrossian, που είναι φημισμένο μαγαζί στη Νέα Υόρκη, διάφορα. Με έβαλε σε αυτόν τον θαυμαστό κόσμο. Μιλάμε για τη δεκαετία του ’80, σε μια Νέα Υόρκη με πολύ δημιουργικό κλίμα, πολύ διαφορετική απ’ ό,τι είναι σήμερα.
• Η Νέα Υόρκη στην οποία μεγάλωσα ήταν μια πόλη πολύ ωμή, πολύ επικίνδυνη, έβλεπες απίστευτα πράγματα στον δρόμο. Ήταν μια πόλη πολύ έντονη, όπου δεν έπρεπε να είσαι πλούσιος για να έχεις σπίτι. Είχα φανταστικά εφηβικά χρόνια, γιατί ήμασταν –με την καλή έννοια– παιδιά του δρόμου, της πιάτσας, και είχαμε μια σκληρότητα που ίσως τα δικά μου παιδιά δεν την έχουν. Η μάνα μου ήταν χήρα, και έτσι δουλεύω από 14 χρονών. Σπούδασα τον εαυτό μου, γιατί στο σπίτι δεν υπήρχαν περιθώρια για πολυτέλειες. Θυμάμαι μια Νέα Υόρκη όπου, για να πάω από το αυτοκίνητο μέχρι την πόρτα του σπιτιού μου, έβαζα τα κλειδιά ανάμεσα στα δάχτυλα, σαν «όπλο», για να αμυνθώ αν χρειαστεί.
Γενικά, υπήρχε μια αίσθηση ότι δεν πας σε κάποια μέρη, διότι εκεί μπορεί να πεθάνεις. Από την άλλη, εκεί όπου μεγάλωσα είναι το πιο πολυεθνικό τετραγωνικό μίλι σε όλον τον πλανήτη. Στη Νέα Υόρκη βλέπεις όλη την ανθρωπότητα σε κάθε της μορφή – και είναι κάτι που μου αρέσει πολύ, γιατί, αν μη τι άλλο, γίνεσαι πολύ δεκτικός. Το πατρικό μου σπίτι είναι ακόμα εκεί, εκεί πάω όταν βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη, και δίπλα είναι Κινέζοι, απέναντι Πορτορικανοί, παραδίπλα Ιρλανδοί, Ιταλοί, Κορεάτες. Λες μια «καλημέρα» και μαθαίνεις ότι όλοι έχουμε το δικαίωμα να είμαστε αυτοί που είμαστε, αρκεί να μην πειράζουμε τον διπλανό μας. Η Αθήνα θα χρειαστεί χρόνια ακόμη για να το συνειδητοποιήσει αυτό.
Προχθές, που ήμουν στον Κεραμεικό, είδα κάτι καταπληκτικό: ένα ζευγάρι Κινέζων με τα δυο κοριτσάκια τους, τα οποία ήταν μασκαρεμένα για Απόκριες. Ήταν τέλειο. Δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει αυτή η γιορτή, αλλά ζουν εδώ και προσαρμόστηκαν. Μπορεί να είναι λεπτή αυτή η γραμμή, τι κρατάς και τι δέχεσαι ως παράδοση, ως εθνικότητα, αλλά, όσο μεγαλώνω, πιστεύω όλο και περισσότερο ότι πρέπει να έχεις συμπόνοια.
• Η καριέρα μου ως συγγραφέας και ερευνήτρια μαγειρικών βιβλίων ξεκίνησε τυχαία. Κάποια στιγμή, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ γράφω για περιοδικά, προσέχω ότι μέχρι τότε δεν είχε γράψει κάποιος βιβλίο για την ελληνική κουζίνα στα αγγλικά. Το τελευταίο βιβλίο που είχε βγει ήταν πριν από δέκα χρόνια. Και ο δημοσιογράφος γεύσης στην ουσία με καθοδήγησε, με σύστησε στον ατζέντη του, έγραψα μια πρόταση για το τι είχα στο μυαλό μου να κάνω και στείλαμε αυτή την πρόταση σε όλους τους εκδοτικούς οίκους στη Νέα Υόρκη. Απ’ όλους η απάντηση ήταν «όχι», γιατί ήμουν ένα κοριτσάκι άγνωστο, αλλά η τελευταία επιστολή έλεγε «ναι»!
Αυτό έγινε το 1988, πήρα κάποια χρήματα σαν προκαταβολή, πούλησε και ο άντρας μου, τότε, έναν πίνακα –είναι καλλιτέχνης, Έλληνας–, και με αυτά τα χρήματα ήρθαμε στην Ελλάδα για έναν χρόνο. Επί έναν χρόνο δίδασκα τον εαυτό μου μαγειρική, δοκιμάζοντας συνταγές στους φίλους του, που ήταν κι αυτοί ζωγράφοι και πολύ σκληροί κριτές. Είχαμε νοικιάσει ένα φανταστικό νεοκλασικό στην οδό Καυκάσου στην Κυψέλη και το σπίτι αυτό ήταν κέντρο εστίασης. Είχε πολλή πλάκα. Το κάναμε αυτό για έναν χρόνο και μετά, μέσα από μια δουλειά που είχαμε με τον σύζυγό μου, γυρίσαμε όλη την Ελλάδα. Πηγαίναμε και σε αγροτικές περιοχές κι αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να αρχίσω να διερευνώ την τοπική κουζίνα – έτσι μάζεψα το υλικό για ένα βιβλίο που για την εποχή του ήταν πολύ προχωρημένο ως ιδέα, το «Glorious Foods of Greece». Αυτό το βιβλίο ήταν έργο ζωής για μένα. Μου πήρε οκτώ χρόνια να το ερευνήσω και ταξίδεψα, τότε –με διαλείμματα, γιατί δεν είχαμε χρήματα–, σε όλη την Ελλάδα.
Περνούσα ατελείωτες ώρες στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, διαβάζοντας τους ξένους περιηγητές, ή στη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Ουσιαστικά, έκανα μια διατριβή πάνω στην ελληνική κουζίνα – και ταξίδευα συγχρόνως. Τότε είχα και την κόρη μου μικρή και ταξιδεύαμε μαζί. Ήταν κάτι που με ευχαριστούσε πολύ, γιατί γενικά, ως φύση, είμαι της περιπέτειας. Μια γυναίκα που ταξίδευε μόνη της με ένα μικρό παιδί τη δεκαετία του ’90 ήταν σοκαριστικό θέαμα, αλλά γνώρισα όλη την Ελλάδα.
Όταν βγήκε το βιβλίο, ο Κώστας ο Σπηλιάδης, ο ιδρυτής του Milos στη Νέα Υόρκη, έκανε ένα απίθανο πάρτι στο μαγαζί για να το γιορτάσουμε. Ζήσαμε ένα πραγματικά αξέχαστο βράδυ. Το βιβλίο αυτό βραβεύτηκε, αναγνωρίστηκε στην Αμερική. Εδώ, στην Ελλάδα, λίγο λιγότερο, γιατί είμαι κι εγώ χαμηλών τόνων και δεν το έχω με τις δημόσιες σχέσεις, βαριέμαι.
• Στην Ελλάδα μετακομίσαμε τον Οκτώβρη του ’92. Τα πεθερικά μου διάβαζαν τα «Νέα». Μια μέρα, ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, είδα ότι δεν είχαν στήλη φαγητού, αγόραζαν και μετέφραζαν θέματα φαγητού από την «LA Times», και πρόσεξα ότι έγραφαν συνταγές με πράγματα που τότε δεν μπορούσες να βρεις στην Ελλάδα. Τότε δεν υπήρχε ούτε καν τζίντζερ. Έγραψα μια επιστολή στον Λέοντα Καραπαναγιώτη, ο οποίος τότε ήταν ο διευθυντής των «Νέων», μεγάλη μορφή, παλαιού τύπου Έλληνας, τρομερά μορφωμένος άνθρωπος, ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Είχα μόλις έρθει από τη Νέα Υόρκη και είχα έναν σνομπισμό, εδώ ήταν χωριό κι εγώ ήμουν από τη μητρόπολη, του έστειλα κάποια αποκόμματα από άρθρα που είχα γράψει τότε στη «New York Times» και σε διάφορα άλλα καλά έντυπα.
Τα Χριστούγεννα, ενώ ήμουν στην Αμερική, με παίρνει ο σύζυγός μου τηλέφωνο και μου λέει «σε πήρε ο Κώστας ο Ρεσβάνης, έχεις καταλάβει ποιος είναι αυτός;». Ήταν, τότε, αρχισυντάκτης στα «Νέα». Τα ελληνικά μου ήταν παιδιαριώδη, παρότι είμαι παιδί των ελληνικών σχολείων της Αμερικής, των σχολείων της εκκλησίας και με full-time ελληνική εκπαίδευση. Έκανα προπόνηση και τον πήρα τηλέφωνο.
• Στα «Νέα» ξεκίνησα τον Μάιο του ’93, και στο ραντεβού πήγα έγκυος στην Κυβέλη. Μπορώ να πω ότι είχα μια άριστη συνεργασία. Έγραφα κάθε Παρασκευή ιστορίες για φαγητό και μετά και για εστιατόρια. Πρέπει να είχαν κολλήσει τη φάτσα μου σε πολλές κουζίνες και να με έβριζαν, γιατί ήμουν αλύπητη. Είχα πάντα μια αμερικάνικη νοοτροπία όσον αφορά την κριτική, δεν ήθελα να πιάσω φιλίες με εστιάτορες, ήθελα να έχω αντικειμενικότητα. Ποτέ δεν είχα ζητήσει να φάω τσάμπα, πήγαινα πάντα ινκόγκνιτο και πάρα πολλές φορές ο κ. Καραπαναγιώτης είχε πάρει τηλεφωνήματα από διάφορους έξαλλους εστιάτορες εξαιτίας μου. Και πάντα με υποστήριζε.
• Ήταν μια πολύ ωραία εποχή, γιατί τότε η Ελλάδα άρχισε να ανθίζει και η εστίαση άρχισε να αλλάζει. Ήταν η εποχή που μια ολόκληρη γενιά που έλειπε στο εξωτερικό γύριζε στην Ελλάδα και άρχισε να ζητάει κι άλλα πράγματα, πέρα από την ταβέρνα. Άρχισαν να ανοίγουν εστιατόρια και έζησα όλη την άνοδο της εστίασης, που έγινε συγχρόνως με την άνοδο του χρηματιστηρίου. Αυτά τα δύο έγιναν παράλληλα. Το αποκορύφωμα ήταν η εποχή πριν από το κραχ, που η εστίαση είχε ξεφύγει τελείως και ήταν για γέλια.
Θυμάμαι, είχαμε πάει σε ένα από τα τότε high-class μαγαζιά και είχε μια παραλλαγή του μπακαλιάρου με σκορδαλιά. Ο μπακαλιάρος ήταν τεμπούρα και η σκορδαλιά ήταν αφρός. Και θυμάμαι ότι ήρθε ο σομελιέ να ρωτήσει τι κρασί θα θέλαμε. Φυσικά είπαμε ρετσίνα, διότι τι κρασί να πιεις με τη σκορδαλιά; Αυτός παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό, που τολμήσαμε να ζητήσουμε κάτι τόσο μπανάλ. Έπρεπε να περάσουμε όμως και από αυτό το στάδιο, γιατί είχε έναν ενθουσιασμό η εστίαση τότε, ήρθε και η ανάπτυξη στου Ψυρρή και ήμασταν κάθε βράδυ έξω. Ήμασταν νέοι, 30άρηδες, και ήταν καταπληκτικά. Ήταν μια Αθήνα πολύ ωραία.
• Αυτό το έκανα για 20 χρόνια και, μετά, μια μέρα, με πήρε τηλέφωνο ένας παραγωγός για να με ρωτήσει αν θα ήθελα να κάνω μια εκπομπή στον Alpha. Έτσι έγινε το «Τι θα φάμε σήμερα, μαμά;». Ήταν το 2013, η εποχή που το Ίντερνετ είχε διαλύσει τα έντυπα, και από τα «Νέα» μάς έδιωξαν. Ειδικά από τους παλιούς, που ήμασταν και λίγο πιο ακριβοί, έδιωξαν μια ολόκληρη παρτίδα.
Η τηλεόραση, που έκανα για δύο χρόνια στην Ελλάδα, ήταν καταπληκτική εμπειρία. Μου άρεσε πάρα πολύ, ανακάλυψα ότι είμαι χαρούμενη όταν είμαι μπροστά σε κάμερα, είχα και γνώσεις να μοιραστώ με τον κόσμο. Και επειδή βαστάω από την Ικαρία και είναι πολύ δυνατό το DNA μου, αυτό το πράγμα με κρατάει σε εγρήγορση. Έκανα καλή τηλεόραση και το λέω με περηφάνια, γιατί αυτός που είναι μπροστά στην κάμερα καθορίζει και το κλίμα της εκπομπής. Άμα είναι αυτός κακόκεφος, είναι και όλοι οι άλλοι κάπως. Για δύο χρόνια περάσαμε υπέροχα.
• Μετά ήρθε το βάθος της κρίσης και, επειδή είχα και δυο παιδιά που έπρεπε να σπουδάσω και δεν μπορούσα να κυνηγήσω δουλειές και κυρίως πληρωμές –που ήταν το εθνικό σπορ και ακόμα είναι, δυστυχώς, αν είσαι ελεύθερος επαγγελματίας–, αποφάσισα να πάω στην Αμερική. Και ταξίδευα Αθήνα - Νέα Υόρκη κάθε μήνα. Ξεκίνησα συνεργασίες με διάφορα εστιατόρια στην Αμερική, με το Molyvos, με το Committee στη Βοστόνη, με διάφορα μαγαζιά, ως μαγείρισσα, ως consulting chef δηλαδή, και άρχισα να αναπτύσσω την επαγγελματική μου ζωή εκεί.
• Επειδή πάντα έγραφα στα αγγλικά, για την «Washington Post», τη «Huffington Post», το «Saveur», τη «NY Times» και την «LA Times», το «Gourmet» και το «Food & Wine», είχα και τους δύο κόσμους, ήμουν με το ένα πόδι στην Ελλάδα και με το άλλο στη Νέα Υόρκη. Ποτέ δεν την άφησα τη Νέα Υόρκη και είχα πάντα το όνειρο να κάνω μια εκπομπή εκεί για την ελληνική κουλτούρα του φαγητού. Τα παιδιά μου είχαν πλέον μεγαλώσει, είχα τον χρόνο να το κάνω, γιατί είναι πολύ απαιτητική δουλειά, λείπεις για μεγάλα διαστήματα, οπότε το κυνήγησα πολύ από τότε που επέστρεψα στο πατρικό μου. Το είχα βάλει στόχο να γίνει, κι ας μου έλεγαν ότι είναι αδύνατο. Αν είχα ένα ευρώ για κάθε φορά που κάποιος μού έχει πει «αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο», δεν θα είχα ανάγκη να δουλέψω.
Το «My Greek Table» το κάνω για τέταρτη χρονιά, έχουν προβληθεί τρεις σεζόν κι ετοιμαζόμαστε για την τέταρτη, και παράλληλα αναπτύσσω κι άλλα πρότζεκτ. Είναι μια εκπομπή που αγαπάω πολύ, γιατί είναι και το αποκορύφωμα της δικής μου επαγγελματικής καριέρας, με την έννοια ότι επικοινωνώ τι εστί Ελλάδα σε ένα κοινό που δεν την ξέρει. Και το κάνω με μεγάλη επιτυχία, γιατί έχει εκατομμύρια θεατές. Προβάλλεται στη δημόσια τηλεόραση σε όλη την Αμερική, στο 97% της τηλεοπτικής αγοράς, και στο Amazon Prime στην Αμερική και στην Αγγλία, στην Κίνα, στον Καναδά, στην Αυστραλία και στην Ελλάδα στο Cosmote History.
THE ATHENIAN RIVIERA, MY GREEK TABLE, SEASON 3
• Είμαι πολύ παραδοσιακή. Τηρώ όλες τις παραδόσεις, μου αρέσει και αισθάνομαι ευλογημένη που γεννήθηκα και Ελληνίδα και Νεοϋορκέζα. Και είμαι και τα δύο, και Καριωτίνα, πιο πολύ απ’ όλα.
• Η Νέα Υόρκη ήταν πάντα τα Ηνωμένα Έθνη της γαστρονομίας. Αυτό που έχει αλλάξει, επειδή έχει ακριβύνει πάρα πολύ η πόλη, είναι ότι χάνονται τα μικρά εστιατόρια από το κέντρο και πλέον πρέπει να πας πολύ μακριά για να βρεις τέτοια μαγαζιά. Τα ενοίκια στο κέντρο είναι ασύλληπτα ακριβά. Πριν από οκτώ χρόνια, όταν πήγαινα πολύ πιο συχνά, είχα σκεφτεί να ανοίξω ένα μαγαζί με πίτες και κοιτούσα στο κέντρο της πόλης. Για μια τρύπα, κυριολεκτικά τρύπα, που χωρούσε ένα άτομο, ήθελαν 35.000 δολάρια τον μήνα! Τα μικρά μαγαζιά χάνονται, επειδή έχουν μπει πάρα πολλά ξένα κεφάλαια και μεγάλες εταιρείες, με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν τα ενοίκια συνέχεια και το ανθρώπινο στοιχείο της πόλης και της γειτονιάς να φθείρεται. Αυτό είναι πολύ άσχημο για μια πόλη, γιατί μια πόλη την κρατούν ζωντανή οι κάτοικοί της, αυτοί που βλέπεις στον δρόμο.
Έχει αλλάξει η Νέα Υόρκη και ο Covid την άλλαξε ακόμα πιο πολύ. Στο Jackson Heights ζήσαμε ασύλληπτα πράγματα, οι περιπτώσεις ήταν αμέτρητες και η πόλη ερήμωσε μέσα σε μία νύχτα. Και θα χρειαστεί πολύ χρόνο για να συνέλθει. Αλλά είναι μπούμερανγκ αυτό. Πιστεύω ότι μετά τον Covid θα ζήσουμε όλοι, όλος ο πλανήτης, μια εποχή σαν τα Roaring Twenties μετά τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κόσμος θα είναι λυσσασμένος για ζωή. Το πιστεύω αυτό, ότι θα δούμε μια τρελή άνθηση, αφού πρώτα πιάσουμε πάτο, γιατί θα κλείσει η μισή οικονομία. Αυτό το fallout ακόμα δεν το έχουμε νιώσει, δεν το έχουμε ζήσει ακόμα.
• Στην Ελλάδα γαστρονομικά είμαστε σε ένα πολύ καλό σημείο. Η Αθήνα είναι μια φανταστική γαστρονομική πόλη, όπου η ποιότητα, η δημιουργικότητα και η τιμή έχουν εξαιρετική σχέση. Με 20 ευρώ μπορείς να φας πάρα πολύ καλά. Είναι ένα κρητικό τσιπουράδικο στον Κεραμεικό όπου έχω φάει απίστευτα πράγματα με 10 ευρώ. Είναι και οι συνήθειες του Έλληνα διαφορετικές, αν δεν βγει, αρρωσταίνει. Νομίζω ότι η Αθήνα δεν θα αργήσει να συνέλθει από την κρίση της επιδημίας, γιατί ο κόσμος ψοφάει να βγαίνει έξω.
• Είναι μια πολύ ιδιαίτερη πόλη η Αθήνα. Έχει το overlapping του αρχαίου με το σύγχρονο, του χάους με την ομορφιά. Βρίσκεις αρχιτεκτονικά αριστουργήματα εκεί που δεν το περιμένεις. Και έχει πολλά. Είναι μια πόλη που έχει εντελώς δική της ενέργεια, και είναι πολύ πιο ανθρώπινη σε σχέση με το Λονδίνο, το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη.
Η Αθήνα για μένα περιγράφεται σε ένα περιστατικό που έζησα πριν από δυο-τρία χρόνια, που είχα πάει για ένα σεμινάριο κάπου στη Μακρυγιάννη. Είχα κατέβει στο μετρό του Μουσείου της Ακρόπολης, ενώ έπρεπε να έχω κατέβει στον επόμενο σταθμό, και κοιτούσα το GPS χωρίς να μπορώ να βγάλω άκρη. Αρκετά μπερδεμένη, σταματάω έναν κύριο με μηχανή και του λέω «συγνώμη, μήπως ξέρετε που είναι αυτός ο δρόμος;». Αυτός, ενώ μου δίνει οδηγίες, «πάτε από δω, ανεβαίνετε την ανηφόρα, στρίβετε αριστερά και θα το βρείτε εκεί», γυρνάει και μου λέει «πού θα πάτε εκεί τώρα μόνη σας; Ελάτε να σας πάω!». Και ανέβηκα στη μηχανή του και πήγα! Και μετά σκεφτόμουν ότι αυτό το πράγμα στη Νέα Υόρκη καταρχάς δεν υπάρχει περίπτωση να σ’ το προσφέρει κανείς, αλλά δεν υπάρχει και περίπτωση να ανέβεις στη μηχανή ενός άντρα που δεν έχεις ξαναδεί ποτέ σου. Και λέω «αυτή είναι η Αθήνα».
Κάθομαι πολύ συχνά με την Κυβέλη στα τσιπουράδικα, αυτή μένει στο κέντρο, και πιάνουμε συζήτηση με τους διπλανούς και μετά γινόμαστε μια παρέα. Αυτό το πράγμα δεν υπάρχει αλλού. Παρόλο που έχει και την απανθρωπιά της, όπως κάθε μεγάλη πόλη, νιώθω ασφαλής στην Αθήνα. Στη Νέα Υόρκη ζεις με έναν συνεχή φόβο, που μπορεί να μην είναι έντονος, αλλά είναι πάντα εκεί, δίπλα σου. Με τον Covid έχει γίνει και πιο επικίνδυνη η Ν.Υ.
• Όσο περνάνε τα χρόνια, τρώω πολύ πιο υγιεινά, πιο λιτά, θα έλεγα. Δεν τρώω καθόλου σαβούρες. Σπάνια παίρνω πράγματα από τον δρόμο. Τα αγαπημένα μου υλικά είναι το πολύ καλό λάδι, ό,τι λαχανικό, ζαρζαβατικό είναι της εποχής, τα φρούτα. Είμαι φρουτομανής, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτά. Πάντα της εποχής. Μου αρέσει το τυρί, αλλά τώρα προσπαθώ να κάνω μια παύση από αυτό. Μου αρέσει το φρέσκο φαΐ, ό,τι και να είναι. Το φρέσκο, το ποιοτικό, το βιολογικό –όσο μπορώ να βρω– φαγητό. Μου αρέσουν πολύ οι πίτες. Ανοίγω δικό μου φύλλο. Είναι και τρόπος εκτόνωσης η μαγειρική για μένα. Και φέρνει πολλές αναμνήσεις και από τα ταξίδια μου, διότι θέλει μαστοριά, θέλει τέχνη. Μιλάω πάντα για το σπιτικό επίπεδο της μαγειρικής.
• Αυτό που θέλω να γράψω τώρα είναι το memoir μου. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ για να κάνω αυτό, θα ήθελα να βρω χρόνο να απομονωθώ στην Ικαρία. Στον Κεραμεικό φτιάχνω έναν καινούργιο χώρο, που θα είναι και επαγγελματικός αλλά και σπίτι. Εδώ θα κάνω τα γυρίσματά μου, μπορεί και μαθήματα μαγειρικής, όταν ανοίξει το πράγμα. Εγώ τα έκανα ανάποδα, αντί να ζήσω στο κέντρο μιας πόλης στα νιάτα μου, μέχρι σήμερα ζω στα προάστια. Τώρα θα μεταφερθώ στο κέντρο ίσως επειδή κάτι μου θυμίζει ο Κεραμεικός από τα παιδικά μου χρόνια. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν. Είμαι free bird, ελεύθερο πουλί, και προσπαθώ να χαρώ τη ζωή.
• Η ζωή με έχει μάθει ότι το μόνο πράγμα που μένει είναι η τέχνη και η αγάπη. Ότι πρέπει να κάνουμε έναν απολογισμό κάθε μέρα «τι καλό έκανα σήμερα» και να βάλουμε το καλό στο πρόγραμμά μας. Και να έχουμε συμπόνια. Αυτό. Συμπόνια, αγάπη, χιούμορ και αντοχή.
Η Νταϊάνα Κόχυλα είναι συγγραφέας 20 βιβλίων για το φαγητό στα ελληνικά και στα αγγλικά. Η εκπομπή «My Greek Table» προβάλλεται από το Cosmote History. dianekochilas.com, @dianekochilas
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LiFO.