Έναν χρόνο μετά, αυτό που μας λείπει περισσότερο από τα εστιατόρια είναι η φιλοξενία τους

Έναν χρόνο μετά, αυτό που μας λείπει περισσότερο από τα εστιατόρια είναι η φιλοξενία τους Facebook Twitter
To προσωπικό του Nolan πριν από την εποχή του κορωνοϊού. Φωτο: Facebook/Nolan
0

Η ώρα είναι λίγο πριν από τη μία το μεσημέρι, οι ετοιμασίες σε ένα εστιατόριο του κέντρου έχουν ξεκινήσει εδώ και ώρες, ενώ, μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες σε λίγα λεπτά, εκείνη θα ελέγξει το πλάνο των τραπεζιών, μήπως καταφέρει να χωρέσει κάποια αναμονή σε αυτά. Έπειτα, θα τσεκάρει τις προμήθειες ‒ δεν θέλει να λείψει τίποτα στο σέρβις μέσα στη μέρα. 

Οι πρώτοι πελάτες φτάνουν. Θα τους καλωσορίσει, θα τους ρωτήσει αν έχουν ιδιαίτερες διατροφικές προτιμήσεις, θα παρακολουθήσει τις κινήσεις τους, προκειμένου να είναι σίγουρη πως ευχαριστιούνται το φαγητό τους. Αν και είναι η ώρα των βιαστικών, εκείνων που θέλουν να έχουν ένα καλό, αλλά σύντομο γεύμα, για να επιστρέψουν στη δουλειά τους, εκείνη θα τους φροντίσει όσο καλύτερα μπορεί. 

Συγχρόνως χτυπούν τα τηλέφωνα, οι κρατήσεις που έχει να διαχειριστεί είναι για τουλάχιστον είκοσι μέρες μετά. Το ρολόι δείχνει έξι, το εστιατόριο θα κάνει ένα διάλειμμα προκειμένου να οργανωθεί για το βραδινό seating. Μία ώρα μετά θα έρθουν οι αναμονές που τελικά θα εξυπηρετηθούν. Αν κάποιοι ξεχαστούν και αφήσουν την ώρα να περάσει, θα πρέπει να τους υπενθυμίσει ευγενικά ότι είναι ήδη κρατημένο το τραπέζι. Δεν θέλει να το κάνει αυτό, είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της ημέρας της. 

Από το μηχάνημα POS που θα χαλάσει μέχρι το μενού που πρέπει να ξανατυπωθεί εκτάκτως, προκειμένου να μην περιλαμβάνει εκείνο το πιάτο που λείπει, η Έλενα θα έχει τα μάτια και τα αυτιά της σ’ εμάς, που έχουμε επιλέξει το Nolan για να αποφορτιστούμε. «Δεν έχω τίποτα να σε κεράσω» μου είπε την ημέρα που συναντηθήκαμε, ενώ το εστιατόριο ήταν έτσι κι αλλιώς κλειστό. Έψαξε και μου έφερε ένα μπισκότο, γιατί έτσι έχει μάθει ‒ θέλει και ξέρει να φιλοξενεί. 

Σε αυτόν τον έναν χρόνο πανδημίας νομίζω πως αποδείχτηκε ότι η φιλοξενία δεν είναι απλώς ένα τουριστικό κλισέ αλλά ένα ακόμα χαρακτηριστικό που μας κάνει να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στα ίδια μέρη.

«Δουλεύουμε για να τρώμε για να παίρνουμε δύναμη για να δουλεύουμε για να τρώμε για να παίρνουμε δύναμη να δουλεύουμε» είχε πει ο Τζον Ντος Πάσος σε ένα μπερδεμένο απόφθεγμά του, που όμως βγάζει νόημα. Με έναν περίεργο τρόπο, μου φαίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ, μια και από το φαγητό μας έχει αφαιρεθεί εδώ και καιρό η έννοια της διασκέδασης, ενώ δουλεύουμε, αλλά δεν έχουμε πού να φάμε, πέρα από το σπίτι μας. 

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ο κλάδος της εστίασης στην Ελλάδα αποτελείται από 82.412 επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν 384.196 εργαζόμενους. Πρόκειται για τον δεύτερο πιο πολυπληθή κλάδο, μετά το λιανικό εμπόριο. Ως αποτέλεσμα της πανδημίας, φαίνεται πως το 80,9% του συνόλου των επιχειρήσεων του κλάδου έθεσε τη λειτουργία του σε αναστολή, επηρεάζοντας το 89,6% του συνόλου των εργαζομένων του κλάδου και το 32,4% του συνόλου των εργαζομένων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις των οποίων η λειτουργία έχει τεθεί σε αναστολή. 

Πέρα από τους αριθμούς, όμως, αυτό που θυμάμαι από τη Δευτέρα του Νοεμβρίου που έφαγα για τελευταία έξω είναι ότι περίμενα να συναντήσω τον άνθρωπο που θα με κάνει να νιώσω πως το να περάσω καλά είναι κάτι που θα φροντίσει όσο περνάει από το χέρι του. Ήταν ο πρώτος που είδα φτάνοντας και ο τελευταίος που χαιρέτησα, φεύγοντας. Τον ξέρω και τον ξέρετε με το μικρό του όνομα, γιατί, όπως όλοι έχουμε ένα αγαπημένο εστιατόριο, έτσι για όλους μας υπάρχει αυτό το πρόσωπο.   

Σε αυτόν τον έναν χρόνο πανδημίας νομίζω πως αποδείχτηκε ότι η φιλοξενία δεν είναι απλώς ένα τουριστικό κλισέ αλλά ένα ακόμα χαρακτηριστικό που μας κάνει να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στα ίδια μέρη. Πείτε τους υπευθύνους, μετρ, οικοδεσπότες, όπως θέλετε, αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι κάνουν την έξοδό μας καλύτερη, πιο άνετη, δίνουν στις γεύσεις μια άλλη διάσταση, κι ας μη συμμετέχουν στο μαγείρεμά τους. Γι’ αυτό τους ζητήσαμε να μας μιλήσουν για τις μέρες μακριά από την εστίαση, γι’ αυτές τις μέρες μακριά μας. 

Η Έλενα (Μαντζουράνη) του Nolan

Έλενα Μαντζουράνη Nolan  Facebook Twitter
Πέρασαν οι μήνες, έχουμε κι άλλο μπροστά μας, ελπίζω να ανοίξουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δεν μπορεί να μείνει άλλο κλειστή η εστίαση. Υπάρχει θέμα μεγάλο στην τσέπη αλλά και στην ψυχή. Είναι δύσκολο να μη δουλεύεις, χάνεις το κέντρο σου, νιώθεις να εξατμίζεσαι. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

«Τι είναι αυτό τώρα, τι γίνεται, τι συμβαίνει;» Αυτά είναι όσα θυμάμαι να λέμε μεταξύ μας πριν από έναν χρόνο το απόγευμα της 13ης Μαρτίου, όταν ήμασταν όλοι φοβισμένοι, παγωμένοι, όταν το κλείσιμο της εστίασης ήταν κάτι πρωτάκουστο. Οι φήμες κυκλοφορούσαν από το πρωί, αλλά μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν τις πιστεύαμε. Το τελευταίο βράδυ ήταν αμήχανο για όλους. 

Είμαι στην εστίαση από το 1993. Μια τυπική μέρα στο εστιατόριο θα συναντούσα εκατόν πενήντα ανθρώπους που θα έτρωγαν κι άλλους εκατό που θα περνούσαν απ’ έξω να ρωτήσουν κάτι. Στο τέλος της ημέρας μπορούσα να τους θυμηθώ όλους. Όσο και να την αγαπάμε, η δουλειά μας είναι κουραστική, απαιτεί φοβερή ενέργεια, αλλά κυρίως απαιτεί ψυχή. Oι περισσότεροι, λοιπόν, σκεφτήκαμε ότι εκείνες οι πρώτες δύο εβδομάδες του lockdown που είχαν ανακοινωθεί αρχικά ήταν μια ιδανική και σπάνια ευκαιρία να ηρεμήσουμε. Οι μέρες που ακολούθησαν μας έφεραν αντιμέτωπους με κάτι καινούργιο, μας επέτρεψαν να φροντίσουμε για πρώτη φορά τον εαυτό μας και όχι τους άλλους. 

Τελείωσε η πρώτη καραντίνα, ήρθε ο Μάιος, ανοίξαμε, δουλέψαμε, είδαμε τον κόσμο μας, ήρθαν και οι τουρίστες, κάποιοι ήταν πολύ συνεργάσιμοι, άλλοι δεν ήθελαν να κάνουν υποχωρήσεις στις διακοπές τους. Εμείς είχαμε αναπτύξει ένα πολύ δυνατό πρωτόκολλο, προκειμένου να προστατεύσουμε εμάς και τους πελάτες μας: είχαμε κάνει τρία pit stops απολύμανσης, ενώ είχαμε βάλει τα ποτήρια και τα πιάτα μέσα σε κουτιά από πλεξιγκλάς, έτσι ώστε να μην έρχονται σε επαφή με τον αέρα. Όταν ακόμα δεν ήταν υποχρεωτικές οι μάσκες στο εσωτερικό των εστιατορίων, εμείς τις προτείναμε και είχαμε να δώσουμε στους πελάτες. 

Με πανδημία ή χωρίς, σε ένα καλό εστιατόριο όλα απολυμαίνονται συνέχεια έτσι κι αλλιώς. Αυτό που δεν θα κάναμε πριν είναι να καθαρίζουμε συνέχεια τις καρέκλες, να βάζουμε διαρκώς απολυμαντικό στα χέρια μας, ή να ρίχνουμε τόσο αλκοόλ στο τραπέζι για να το καθαρίσουμε. Κάναμε μία φορά την εβδομάδα τεστ και όλα τα μαγαζιά που ξέρω πρόσεχαν πολύ, δεν είχαμε άλλη επιλογή, κανείς μας δεν ήθελε να κολλήσει. 

Το σκέφτομαι και ως πελάτης: τι να την κάνω την έπαρση στην εξυπηρέτηση, μου χαλάει όλη τη διάθεση, και την αισθητική. Ένα εστιατόριο πρέπει να είναι ταπεινό, φιλόξενο και ειλικρινές. Πρέπει να βλέπεις τον κόσμο σαν να έχει μπει σπίτι σου. 

Φτάνει ο περασμένος Οκτώβριος κι αρχίζουν οι ψίθυροι ότι θα ξανακλείσουμε. Το έμαθα από ένα τηλεφώνημα ‒ όταν το άκουσα, μου κόπηκαν τα πόδια. Πήρα τον παλιό μου βοηθό, που τρέχει τώρα το Proveleggios, να δω πώς είναι. Πήρα και τον Πισιώτη (σ.σ. ιδιοκτήτης των δύο εστιατορίων), του είπα «μη με αφήσεις μόνη μου σήμερα». Ήρθε και ο σεφ μας εκείνη την ημέρα, συζητήσαμε, μαζέψαμε όση δύναμη μπορούσαμε, καθίσαμε όλοι μαζί σαν μια οικογένεια που έχει να αντιμετωπίσει κάτι δύσκολο. 

Πέρασαν οι μήνες, έχουμε κι άλλο μπροστά μας, ελπίζω να ανοίξουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δεν μπορεί να μείνει άλλο κλειστή η εστίαση. Υπάρχει θέμα μεγάλο στην τσέπη αλλά και στην ψυχή. Είναι δύσκολο να μη δουλεύεις, χάνεις το κέντρο σου, νιώθεις να εξατμίζεσαι. 

Ο κύκλος μου αυτές τις μέρες παίζει μπιρίμπα, πειραματίζεται μαγειρικά, πίνει κρασί, βλέπει σειρές, βγαίνει για καφέ στις πλατείες. Όμως είναι αδύνατο να αντικατασταθεί η εμπειρία ενός εστιατορίου στο σπίτι, η γοητεία του είναι οι ενέργειες των ανθρώπων που μπλέκονται σε έναν χώρο. 

Ελπίζω να μη μου θυμώσει κάποιος σεφ, όμως όλα αυτά τα χρόνια στη δουλειά μού έχουν δείξει ότι σε ένα εστιατόριο η φροντίδα στο σέρβις είναι το ίδιο σημαντική με το φαγητό που προσφέρεται, έτσι δεν είναι; Το σκέφτομαι και ως πελάτης: τι να την κάνω την έπαρση στην εξυπηρέτηση, μου χαλάει όλη τη διάθεση, και την αισθητική. Ένα εστιατόριο πρέπει να είναι ταπεινό, φιλόξενο και ειλικρινές. Πρέπει να βλέπεις τον κόσμο σαν να έχει μπει σπίτι σου. 

Μου λείπει ένα ζευγάρι, γύρω στα 65, που έρχεται στο μαγαζί από το Ψυχικό, μία και τέταρτο είναι πάντα στο εστιατόριο. Ευχαριστιέμαι να βλέπω αυτούς τους δύο ανθρώπους να χαίρονται την ώρα που περνούν μαζί, ενώ δεν βλέπουν καθόλου τι γίνεται δίπλα τους. Όλον αυτόν τον καιρό μού στέλνουν μηνύματα, με ρωτάνε πώς είμαι, πώς είναι η υπόλοιπη ομάδα, αν είμαστε όλοι καλά. Μου λείπουν οι άνθρωποι που γεμίζουν με λάμψη τον χώρο, με τα γέλια τους και τη χαρά τους. Θέλω να ξαναδώ τη γειτονιά ζωντανή, όσους δουλεύουν γύρω μας και λέγαμε καθημερινά τα νέα μας. 


 

Ο Κανέλλος (Τριανταφυλλόπουλος) του CTC

Κανέλλος Τριανταφυλλόπουλος CTC Facebook Twitter
Δεν κρύβω ότι οι πρώτες μέρες ήταν καλές, με ένα πλεόνασμα χρόνου που ουδέποτε είχαμε οι άνθρωποι της εστίασης. Ήταν η πρώτη φορά που μπορέσαμε να ασχοληθούμε με πράγματα για τα οποία δεν είχαμε χρόνο. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Είμαι στη δουλειά από πολύ μικρός, είμαι τριάντα επτά ετών και μετράω είκοσι χρόνια σε αυτήν. Θυμάμαι τη μέρα που ανακοινώθηκε το πρώτο lockdown να επικρατεί ανησυχία στον χώρο, οι άνθρωποί μας ήταν προβληματισμένοι στο σπίτι, εμείς δουλεύαμε, ο κόσμος ήθελε να αρπάξει την ευκαιρία να βγει έξω και να απολαύσει ένα περιποιημένο γεύμα. 

Οι κρατήσεις εκείνη τη μέρα ήταν σαν το χρηματιστήριο, πολλοί ακύρωσαν λόγω φόβου και άλλοι τόσοι πήραν για να κλείσουν τελευταία στιγμή. Υπήρχε αμηχανία ακόμα και για το πιο απλό πράγμα, για παράδειγμα θέλαμε να δώσουμε μια λίστα κρασιών και σκεφτόμασταν πώς και αν πρέπει να την πιάσουμε, πόσες φορές πρέπει να απολυμάνουμε τα χέρια μας πριν. Τα κρούσματα μπορεί να μην ήταν πολλά τότε, ωστόσο είχαμε μπροστά μας το άγνωστο. 

Δεν κρύβω ότι οι πρώτες μέρες ήταν καλές, με ένα πλεόνασμα χρόνου που ουδέποτε είχαμε οι άνθρωποι της εστίασης. Ήταν η πρώτη φορά που μπορέσαμε να ασχοληθούμε με πράγματα για τα οποία δεν είχαμε χρόνο. Όσο περνούσαν οι μέρες, όμως, αυτό το ωραίο συναίσθημα της ανάπαυλας έδινε τη θέση του στο άγχος για το τι θα ακολουθούσε. Οι μέρες της καραντίνας αυξάνονταν κι εμείς αρχίσαμε να νιώθουμε ασταθείς. 

Τα εστιατόρια πρέπει να ανοίξουν, γιατί πολύ απλά στον χώρο τους είναι όλα οριοθετημένα, είναι πολύ πιο ασφαλή από το να δίνουμε ραντεβού στις πλατείες.  

Στην ανακοίνωση του ανοίγματος της εστίασης εμείς ήμασταν ξεκούραστοι και οι επισκέπτες μας πολύ ενθουσιασμένοι. Ανοίξαμε και το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα, αλλά νέες έννοιες είχαν εισαχθεί στην καθημερινότητά μας, όπως οι αποστάσεις και το μέτρο που ξαφνικά άρχισα να χρησιμοποιώ για να τηρούνται αυτές. Η εξυπηρέτηση δυσκόλεψε με τη μάσκα, δεν μας άκουγαν καλά οι πελάτες, το προσωπικό ανέπνεε με δυσκολία ‒ η δουλειά έχει τρέξιμο και η ανάσα είναι απαραίτητη, όπως και η επικοινωνία. Ο κόσμος μας γνώριζε τα μέτρα και προσαρμόστηκε σε αυτά, χωρίς να λείπουν εκείνοι που ζητούσαν να καθίσουν εννιά άτομα σε ένα τραπέζι. Αλλά με κατάλληλη συνεννόηση όλα λύνονταν, δεν έφυγε ποτέ κανείς γι’ αυτόν τον λόγο, τελικά καταλάβαιναν πως και η δική μας θέση είναι δύσκολη.  

Όσοι κάνουμε αυτήν τη δουλειά είμαστε εκ φύσεως κοινωνικοί. Γιατί είναι σημαντική η φιλοξενία σε ένα εστιατόριο; Γιατί εμείς δημιουργούμε τις συνθήκες ώστε να αποδράσει κανείς από την καθημερινότητα, γιατί τον φροντίζουμε, χωρίς να είμαστε ενοχλητικά οικείοι. 

Οι πελάτες που ανυπομονώ να δω όταν επιστρέψουμε στις θέσεις μας είναι ένα ζευγάρι το οποίο κάθε φορά που έρχεται να φάει μου περιγράφει τα ταξίδια του ‒ ελπίζω να κατάφερε να κάνει έστω και ένα μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση. Περιμένω κι εκείνον τον πελάτη που κάναμε εκ βαθέων συζητήσεις για το κρασί, τα γούστα μας ταυτίζονται απόλυτα, είμαστε «οινολογικά αδέρφια», όπως λέω. 

Αυτές τις μέρες παραγγέλνω πολύ από το ποιοτικό delivery που είναι πλέον διαθέσιμο, δοκιμάζω γεύσεις από πολλά μαγαζιά που δεν προλάβαινα να επισκεφτώ, αφού δουλεύαμε τις ίδιες μέρες. Τα εστιατόρια πρέπει να ανοίξουν, γιατί πολύ απλά στον χώρο τους είναι όλα οριοθετημένα, είναι πολύ πιο ασφαλή από το να δίνουμε ραντεβού στις πλατείες.  

Ο Τριαντάφυλλος (Λούζης) του Simul

Τριαντάφυλλος Λούζης Simul Facebook Twitter
Τώρα, που είμαι ο μόνος από το σέρβις που έρχεται στο εστιατόριο, αυτά τα βράδια είναι τα πιο δύσκολα, το να βλέπω τα τραπέζια άδεια, ενώ, αντί να υποδέχομαι κόσμο και να βγαίνουν πιάτα, απλώς κλείνω πακέτα. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Κατάγομαι από τις Σπέτσες. Έφηβος ακόμα άρχισα να δουλεύω στο εστιατόριο του πατέρα μου, έτσι δεν θα μπορούσα να αποφύγω το μικρόβιο της εστίασης και της φιλοξενίας. 

Τον περσινό Μάρτη, και ενώ το εστιατόριο διήγε την καλύτερή του περίοδο, ως προσωπικό είχαμε την αφέλεια να συζητάμε μεταξύ μας ότι «οk, είναι δύο εβδομάδες, θα ξεκουραστούμε κι εμείς που δουλεύουμε ασταμάτητα». Λίγοι έχουν τα ίδια ωράρια μ’ εμάς, οπότε σκεφτόμασταν ότι θα περάσουμε περισσότερο χρόνο με την οικογένεια και τους φίλους μας. Τελικά, δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι τα πράγματα. 

Η ομάδα του εστιατορίου είναι μικρή, μιλούσαμε συνέχεια μεταξύ μας, είχε αρχίσει να μας λείπει το τρέξιμο. Λέγαμε πως νιώθαμε λες και έχουμε πέσει σε χειμερία νάρκη. 

Το εστιατόριο δεν ήταν ποτέ πυκνά στημένο. Επιστρέφοντας στη δουλειά, μεγαλώσαμε κι άλλο, χάσαμε τραπέζια, στην αυλή μας, που θυμίζει παλιά Αθήνα και προσελκύει πολλούς, η διαφορά ήταν αισθητή. Αντιμετώπισα δύο συμπεριφορές από τον κόσμο: υπήρχαν εκείνοι που προσαρμόστηκαν αμέσως στα νέα δεδομένα ‒ βρισκόμαστε και σε μια περιοχή με πολλούς γιατρούς που έρχονται να φάνε. Ήρθαν όμως κι αυτοί οι οποίοι ήταν πολύ επιφυλακτικοί, που, όσο κι αν εμείς προσέχαμε, τους έβλεπα να μετρούν με το μάτι τις αποστάσεις. Πάντως κανείς δεν μας δυσκόλεψε τη ζωή.  

Μια οποιαδήποτε Δευτέρα θα ήταν χαλαρή για το εστιατόριο, αλλά η Δευτέρα πριν από το τελευταίο μας κλείσιμο ήταν από τις πιο δυνατές που είχε το εστιατόριο, και δεν μιλάω για τους λογαριασμούς.

«Περιμένω τη μέρα που θα δω το πρόσωπό σου χωρίς μάσκα, μου έχει λείψει το χαμόγελό σου» θυμάμαι να μου λέει ένας καλός μας πελάτης. Όσο ρόλο παίζει τo να είναι νόστιμο το φαγητό, άλλο τόσο παίζει το να καλλιεργείται ένα κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εκείνους που μας προτιμούν. Υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το να εμπιστεύεσαι εκείνον που φροντίζει το γεύμα σου; Σε εστιατόρια σαν το δικό μας συνδιαλεγόμαστε πάρα πολύ με τα τραπέζια, πρέπει να τους εξηγήσουμε τις τεχνικές του φαγητού, να τους προτείνουμε το κρασί που ταιριάζει με όσα θα επιλέξουν. Σε μια απαιτητική βραδιά είναι διαφορετικό να έχει ο κόσμος επαφή με τις εκφράσεις σου και διαφορετικό να βλέπει ένα κομμάτι ύφασμα, ενώ δυσκολεύεσαι να πάρεις ανάσα. 

Μια οποιαδήποτε Δευτέρα θα ήταν χαλαρή για το εστιατόριο, αλλά η Δευτέρα πριν από το τελευταίο μας κλείσιμο ήταν από τις πιο δυνατές που είχε το εστιατόριο, και δεν μιλάω για τους λογαριασμούς. Στην ιδέα ότι έρχεται ακόμα μια πολύμηνη καραντίνα, ο κόσμος έδειξε να θέλει να περάσει καλά, να φάει και να πιει με την ψυχή του, παρέες των δύο και των τριών ατόμων, που συνήθως θέλουν ένα μπουκάλι κρασί, άνοιξαν τρία. Για να χωρέσουμε τον κόσμο που ήθελε να έρθει εκείνη τη μέρα o χώρος μας θα έπρεπε να είναι τετραπλάσιος. 

Αργήσαμε να βάλουμε delivery, πιστεύαμε ότι μπορεί να ανοίξουμε για τις γιορτές. Όσοι παίρνουν τηλέφωνο για να κάνουν παραγγελία λένε ότι θέλουν να διασκεδάσουν την καραντίνα τους, μας ζητάνε πράγματα που έτρωγαν εδώ, αν και έπρεπε να προσαρμόσουμε το μενού για να μπορεί να βγει έξω από το εστιατόριο. Κλείνοντας, μου λένε «να ανταμώσουμε σύντομα». 

Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, μου έχουν λείψει οι γεμάτες βραδιές του Σαββάτου και της Παρασκευής, όταν έχουμε πάρα πολύ κόσμο και δεν καθόμαστε λεπτό. Τώρα, που είμαι ο μόνος από το σέρβις που έρχεται στο εστιατόριο, αυτά τα βράδια είναι τα πιο δύσκολα, το να βλέπω τα τραπέζια άδεια, ενώ, αντί να υποδέχομαι κόσμο και να βγαίνουν πιάτα, απλώς κλείνω πακέτα. 

Ο Μίλτος (Μερεντίτης) του ΦΙΤΑ

Μίλτος Μερεντίτης ΦΙΤΑ Facebook Twitter
Αν και στην προσωπική μου ζωή δεν είμαι αυτός που θα πει κανείς «κοινωνικός», όταν είμαι στον χώρο του μαγαζιού θέλω να επικοινωνώ. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Έχω μεγαλώσει σε αυτό το περιβάλλον, οι δικοί μου έχουν ταβέρνα στην Καλαμπάκα. Έχω δουλέψει πολλά χρόνια στην Αθήνα, έχω κάνει σεζόν, έχω αφήσει αυτήν τη δουλειά για χρόνια και την έχω ξαναπιάσει. 

Αν και στην προσωπική μου ζωή δεν είμαι αυτός που θα πει κανείς «κοινωνικός», όταν είμαι στον χώρο του μαγαζιού θέλω να επικοινωνώ. Αυτό είναι που μου λείπει περισσότερο αυτόν τον καιρό, η επαφή με τον κόσμο, η ένταση της δουλειάς, που μπορεί να βγάλει εκείνη τη στιγμή κάτι δημιουργικό. Μου λείπει η καθημερινότητα που εμείς δεν έχουμε αυτήν τη στιγμή. 

Όταν ακούσαμε για τα πρώτα κρούσματα, μας δημιουργήθηκε ένα άγχος, αν και κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε. Ήταν και οι πελάτες πιο διστακτικοί, η προσέλευση μειώθηκε πριν από το κλείσιμο της εστίασης, αν και αυτοί που ήταν να έρθουν, «οι δικοί μας», οι σταθεροί, ήταν εκεί. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία απείχαν, τους έχω χάσει από εκείνο το πρώτο lockdown.

Για μένα οι μέρες μακριά από το εστιατόριο κυλούσαν με μεγάλες βόλτες, με τη μουσική που βρήκα τον χρόνο να φτιάξω, με videogames που θυμήθηκα μετά από πολύ καιρό, με πνευματικές αναζητήσεις. Κατάλαβα ότι είχα αφήσει πολλά πράγματα πίσω. 

Τη Δευτέρα πριν από το δεύτερο lockdown η προσέλευση ήταν τέτοια, που δεν μπορούσαμε να τους δεχτούμε όλους, μας έλεγαν «δεν γίνεται να μας το κάνετε αυτό, είναι η τελευταία μέρα».

Επιστρέψαμε με μεγάλη χαρά, ενώ τα συναισθήματα του κόσμου ήταν μοιρασμένα ‒ άλλοι ήθελαν να μας αγκαλιάσουν κι άλλοι ήταν πολύ διστακτικοί σε όλες τους τις κινήσεις. Οι πιο αμήχανες στιγμές ήταν όταν έβλεπα ανθρώπους που τους είχα γνωρίσει καλά μέσα από το μαγαζί να είναι διαφορετικοί μετά από αυτούς τους δυόμισι μήνες καραντίνας, κάτι είχε αλλάξει, ήταν πιο μαζεμένοι, πιο συγκρατημένοι.  

Με τις μέρες η ατμόσφαιρα χαλάρωνε, αρχίσαμε κι εμείς να συνηθίζουμε στις αλλαγές που είχε η δουλειά. Το γεγονός πως δεν χρειάστηκε να αναδιαμορφώσουμε το μαγαζί νομίζω πως βοήθησε τον κόσμο να μη νιώθει ότι άλλαξαν πολλά στον τρόπο που είχε συνηθίσει να απολαμβάνει το φαγητό του. Το μαγαζί έχει ένα χαλαρό κλίμα και παρά τις μάσκες και τις πολλές απολυμάνσεις, εμείς προσπαθήσαμε να το διατηρήσουμε, να νιώθουν όλοι πως τα μέτρα ήταν δική μας αρμοδιότητα, πως τα είχαμε προσέξει όλα ώστε να βγουν χωρίς να νομίζουν στιγμή ότι κάνουν κάτι επίφοβο, ενώ το κλίμα μας ήταν το ίδιο οικογενειακό. 

Τη Δευτέρα πριν από το δεύτερο lockdown η προσέλευση ήταν τέτοια, που δεν μπορούσαμε να τους δεχτούμε όλους, μας έλεγαν «δεν γίνεται να μας το κάνετε αυτό, είναι η τελευταία μέρα». Παρότι ήμασταν γεμάτοι, ο κόσμος ήταν ανήσυχος. Πολλοί ήρθαν, έφαγαν και έφυγαν αμέσως, μάλλον γιατί κανείς δεν πίστεψε ότι ο εγκλεισμός θα κρατούσε μόνο για έναν μήνα. 

Αν με ρωτούσες πριν από μερικά χρόνια, δεν θα το έλεγα, αλλά αυτήν τη στιγμή νομίζω ότι θέλω να τους δω όλους. Θέλω να δω και τους αγαπημένους μου πελάτες αλλά και αυτόν με τον οποίο δεν είχαμε συνδεθεί ποτέ. Θέλω να περιμένω εκείνη την παρέα που θα με κάνει να γελάσω πολύ και εκείνη που δεν θα με κάνει να γελάσω. Όλοι χρειάζονται, όλοι μαζί διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα. 

Τα εστιατόρια άνοιξαν, έκλεισαν, κάποια στιγμή θα ξανανοίξουν, εύχομαι σύντομα. Αλλά αυτό που απουσιάζει εδώ και καιρό από τη ζωή μας είναι το βράδυ που ξεκινάει όταν οι κουζίνες σβήνουν, όταν θέλουμε να αποσυμπιεστούμε ακούγοντας ωραία μουσική και πίνοντας ένα ποτό. Αυτό που πραγματικά έχουμε να κάνουμε έναν χρόνο είναι να ξεδώσουμε. 

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ποιο είναι το μέλλον των ελληνικών εστιατορίων; Τρεις σεφ μιλούν για τη ζωή μετά την καραντίνα

Γεύση / Ποιο είναι το μέλλον των ελληνικών εστιατορίων; Τρεις σεφ μιλούν για τη ζωή μετά την καραντίνα

Ενώ τα εστιατόρια της πόλης έχουν μπει στην καραντίνα, άγνωστο για πόσο καιρό, ορισμένοι εστιάτορες αναρωτιούνται αν θα καταφέρουν ποτέ να ξανασταθούν στα πόδια τους.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
Proveleggios: Το κερδισμένο στοίχημα του Σωτήρη Κοντιζά

Γεύση / Proveleggios: Το κερδισμένο στοίχημα του Σωτήρη Κοντιζά

Ο πεζόδρομος της Παραμυθίας, εκεί όπου το υπέροχο κτίριο του Αριστομένη Προβελέγγιου στέγαζε μέχρι πριν από μερικούς μήνες μια αποθήκη παιχνιδιών, είναι πλέον συνεχώς γεμάτος με κόσμο που έρχεται να δοκιμάσει το «όχι-εστιατόριο» του Σωτήρη Κοντιζά.
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Osteria Mamma 

Γεύση / Ένα νέο ιταλικό σερβίρει πιάτα που περιέχουν άγνωστες στην Αθήνα λέξεις

Θέλοντας να τιμήσει μια επιθυμία της μητέρας της, έπειτα από πολλά ταξίδια και γεύματα σε διαφορετικές ιταλικές πόλεις, η Ελένη Σαράντη ετοιμάζει στο Osteria Mamma πιάτα με μπόλικη comfort νοστιμιά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Τα γλυκά των φετινών Χριστουγέννων 

Γεύση / Όλα τα νέα χριστουγεννιάτικα γλυκά σε μία λίστα

Τετράγωνοι κουραμπιέδες, κρητική αλλά και γαλλική βασιλόπιτα, πολλά προζυμένια πανετόνε: Σε αυτή τη λίστα δεν θα βρείτε τα κλασικά γλυκά της Αθήνας -τα ξέρετε ήδη- αλλά όλες τις φρέσκες ιδέες των τριτοκυματικών φούρνων και των πιο δημιουργικών ζαχαροπλαστών.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Γεύση / Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Ένα τοπόσημο της πόλης αλλάζει ριζικά, επενδύει σε μια dream team και σε ό,τι κλασικό, από το φαγητό και το ποτό μέχρι την αρχιτεκτονική του, ακόμα και τη μουσική του μερικές φορές, και περιμένει τη νέα γενιά Αθηναίων, ακόμα κι εκείνους που δεν το είχαν στο ραντάρ τους μέχρι τώρα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Γεύση / Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Μπορεί ένα εστιατόριο να είναι μια ιστορία πάθους, ταλέντου, απανωτών δυσκολιών και επιμονής; Φυσικά και μπορεί. Ο restaurateur Κώστας Πισιώτης αφηγείται την πορεία του μικρού εστιατορίου του Συντάγματος, λίγο πριν αυτό ξεκινήσει το νέο του κεφάλαιο. 
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Γεύση / Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Το πιο κλασικό ελληνικό πρωινό, η τυρόπιτα, φτιάχνεται και ψήνεται μπροστά μας σε ένα μικρό μαγαζί που συνεχίζει τη θεσσαλική παράδοση στην Αθήνα. Την πρότεινε ο Σωτήρης Κοντιζάς και τη δοκιμάσαμε.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Ηχητικά Άρθρα / Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά, αλεύρι, νερό και λάδι, συνδέθηκε, μαζί με την μπομπότα, με την Κατοχή. Ο M. Hulot περιγράφει τις αναμνήσεις που του φέρνει στο μυαλό αυτό το πολύ απλό «φαγητό των γιαγιάδων».
M. HULOT