Ποια γυναίκα σήμερα θα μπορούσε να συγκριθεί με τη Μάριαν Νορθ; Δύσκολη ερώτηση. Γιατί αυτή η φιλοπερίεργη, περιπετειώδης, ατρόμητη και θαρραλέα γυναίκα δεν είναι μόνο ένα φαινόμενο της εποχής της αλλά και ένα παράδειγμα επιμονής, υπομονής, στοχοπροσήλωσης και ταλέντου.
Ίσως κανένας άνθρωπος στο Λονδίνο της βικτωριανής εποχής και της αστικής τάξης δεν θα άφηνε τα πάντα για να ριχτεί στο κυνήγι της αποτύπωσης της φύσης με τέτοιο συναρπαστικό τρόπο. Το φανερώνει ο πλούτος του έργου της, μέσα σε τόσο πυκνό χρόνο: από το 1871 μέχρι το 1885, μέσα σε 14 χρόνια, ζωγράφισε 800 έργα, επισκέφθηκε 17 χώρες και 6 ηπείρους.
Η περιπέτειά της μοιάζει ακόμα και σήμερα ασύλληπτη. Ταξίδεψε ανάμεσα σε άλλα μέρη στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική, σε ΗΠΑ, Καναδά, Τζαμάικα και Καραϊβική, στη Νότια Αμερική, σε Βραζιλία και Χιλή, στην Τενερίφη, στην Ασία, σε Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Σρι Λάνκα, Ινδία, στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νότια Αφρική και τις Σεϋχέλλες φορώντας το μακρύ βικτωριανό και άβολο φουστάνι της και ζωγραφίζοντας –πράγμα ασυνήθιστο για βοτανική ζωγράφο– με λάδια.
Ο καυτός ήλιος, η δυνατή βροχή, ο κίνδυνος των ταξιδιών, οι ασθένειες των ταξιδιωτών, η απουσία ιατρικής περίθαλψης, οι βδέλλες και οι γιγαντιαίες αράχνες που συναντούσε δεν αποθάρρυναν ποτέ αυτό το «άγριο πουλί» να απλώσει τα φτερά του στα μέσα του 19ου αιώνα καθώς ταξίδευε σε κάθε ήπειρο και τροπικό νησί.
Όταν προς το τέλος της ζωής της παρουσίασε το έργο της, έδειξε 832 πίνακες ζωγραφικής στους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους στο Kew και έδωσε τα χρήματα για να τους στεγάσει σε μια γκαλερί, τη σημερινή γκαλερί Βοτανικής Τέχνης στους κήπους του Kew στο Λονδίνο.
Στις 2 Αυγούστου 1881 ο Δαρβίνος έγραψε μια επιστολή στη Μάριαν Νορθ στην οποία έδειχνε τον ενθουσιασμό του για τον θάμνο «Αυστραλιανά πρόβατα» (Raoulia eximia) που του έστειλε. Ο Δαρβίνος την αντιμετώπιζε ως ισότιμή του, σε μια εποχή που το γυναικείο και το αντρικό φύλο ανήκαν σε άλλη σφαίρα, σε άλλη πραγματικότητα, με ρόλους που υποτιμούσαν συστηματικά τις γυναίκες έναντι των ανδρών, ομολογώντας τον θαυμασμό του για το μυαλό της, που ήταν πολύ ανώτερο του δικού του σε αυτά τα θέματα. Ήταν αυτός που την είχε προτρέψει να ταξιδέψει στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία εκτιμώντας τις γνώσεις και την οξυδέρκειά της στην παρατήρηση του φυτικού κόσμου.
Ο θαυμασμός για το έργο της Νορθ σήμερα αφορά και τον θαυμασμό σε μια γυναίκα που αψήφησε τις επιταγές που την ήθελαν υποταγμένη, να ασχολείται μόνο με οικιακές εργασίες και να έχει ένα μετρημένο προφίλ. Η Νορθ τα συνδύασε όλα, δεν υπήρχε μομφή, σκάνδαλο, παρά μόνο προσήλωση και απόλυτη ελευθερία που τη διεκδίκησε χωρίς να αφήσει σε κανέναν περιθώριο αμφισβήτησης.
Η Μάριαν Νορθ γεννήθηκε στο Χέιστινγκς της Αγγλίας το 1830, έναν χρόνο πριν η Βικτόρια βασιλεύσει, και ήταν το πρώτο παιδί σε μια οικογένεια με πολιτική και κοινωνική παράδοση. Ο πατέρας ήταν φιλελεύθερος βουλευτής και η μητέρα της κόρη του βουλευτή και βαρόνου Τζον Μαρτζοριμπάνκς. Η οικογένειά της, άνθρωποι με καλλιέργεια και ταξίδια σε πολλά μέρη, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της φιλομάθειας και της περιέργειας που είχε από παιδί για τον κόσμο και τη φύση. Ως παιδί, πέρασε πολύ χρόνο μεταξύ των οικογενειακών σπιτιών στο Χέιστινγκς, στο Νόρφολκ και στο Λονδίνο.
Ο Γουίλιαμ Χούκερ, ο διευθυντής του Kew (ο οποίος ίδρυσε το Herbarium, το 1853, και έχτισε το Palm House στο Kew Gardens) ήταν φίλος του πατέρα της και η ίδια, κατά τη διάρκεια των επισκέψεών της στο Palm House, ανέπτυξε μια αγάπη για την εξωτική χλωρίδα και τα φυτά των τροπικών.
Έκανε μαθήματα τραγουδιού και ζωγραφικής, κάτι που θεωρούνταν ευπρεπές «χόμπι» για μια βικτοριανή δεσποινίδα. Στο τραγούδι δεν έδειξε να έχει καμία επίδοση. Το ενδιαφέρον της άρχισε να εκδηλώνεται αρχικά με μικρές συλλογές φυτών και χόρτων, τα δείγματα των οποίων μελετούσε, ενώ αργότερα, σε ένα τριετές οικογενειακό ταξίδι στην Ευρώπη, σπούδασε ζωγραφική λουλουδιών, βοτανική και μουσική.
Μετά τον θάνατο της μητέρας της το 1855 ταξίδεψε στην Ελβετία, την Αυστρία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ελλάδα και τον Βόσπορο κρατώντας ημερολόγιο και σκιτσάροντας τις εντυπώσεις της. Η Νορθ ζούσε με τον πατέρα της και στα 37 της άρχισε να κάνει μαθήματα ελαιογραφίας.
Όταν πέθανε ο πατέρας της, κάτι που της στοίχισε αφάνταστα γιατί ήταν ο σύντροφός της στα ταξίδια και ένας σπουδαίος συνομιλητής της, αποφάσισε να αλλάξει ζωή. Πέρασε το τρομερό σοκ του θανάτου του και όταν κληρονόμησε ένα πολύ μεγάλο ποσό, έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό της: να μην παντρευτεί ποτέ –κάτι που απεχθανόταν ως ιδέα– για να μη μετατραπεί σε «ανώτερη υπηρέτρια», και να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, ούσα ήδη έμπειρη ταξιδιώτισσα.
Στα 40 της χρόνια πούλησε το Hastings Lodge και ξεκίνησε τα ταξίδια της σε όλο τον κόσμο επιδιώκοντας να αφοσιωθεί στη βοτανική ζωγραφική. Προσπάθησε να βρει σύντροφο στα ταξίδια της, αλλά δυσκολεύτηκε, οπότε ξεκίνησε τη μοναχική περιπέτειά της. Οι πολιτικές διασυνδέσεις της οικογένειάς της τής φάνηκαν εξαιρετικά χρήσιμες. Με αυτές τις περγαμηνές μπόρεσε να έχει πρόσβαση σε πρεσβευτές, κυβερνήτες και υπουργούς σε όλο τον κόσμο προκειμένου να εξασφαλίζει κάθε φορά τα κατάλληλα έγγραφα.
Το πρώτο της ταξίδι το έκανε στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Τζαμάικα. Στη συνέχεια ταξίδεψε μόνη της στο εσωτερικό της Βραζιλίας και ολοκλήρωσε περισσότερους από 100 πίνακες ζωγραφικής κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης παραμονής της εκεί.
Το 1875 ξεκίνησε ένα ταξίδι δύο ετών σε όλο τον κόσμο. Ζωγράφισε λουλούδια σε Καλιφόρνια, Ιαπωνία, Βόρνεο, Ιάβα και Κεϋλάνη και στο τέλος του ταξιδιού εξέθεσε μερικούς από τους πίνακές της στην γκαλερί Kensington. Το 1878 επισκέφτηκε την Ινδία και ταξίδεψε μόνη της σε όλη τη χώρα. Έφερε πίσω στην Αγγλία 200 πίνακες.
Έναν χρόνο αργότερα έγραψε στον Διευθυντή των Βασιλικών Βοτανικών Κήπων Kew, που γνώριζε προσωπικά, ζητώντας να δωρίσει τους πίνακές της και να χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση ενός κτιρίου για να τους στεγάσει. Το 1880 ξαναταξίδεψε στο Βόρνεο, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και την Καλιφόρνια από όπου έφερε 300 έργα.
Η γκαλερί Marianne North άνοιξε στο κοινό στις 7 Ιουνίου 1881. Κρέμασε η ίδια τους πίνακες και έθεσε ως προϋπόθεση στο κληροδότημά της να περιλαμβάνονται οι πίνακες ως συλλογή και ο σχεδιασμός να μην αλλάξει. Ένα χρόνο αργότερα ξαναταξίδεψε στη Νότια Αφρική και τα νησιά των Σεϋχελλών και το 1884 επισκέφτηκε τη Χιλή για να ζωγραφίσει τις αροκάριες ολοκληρώνοντας με αυτό τον τρόπο το τελευταίο της ζωγραφικό ταξίδι.
Τα τελευταία χρόνια η υγεία της ήταν κλονισμένη και σύμφωνα με πληροφορίες υπέφερε από κώφωση, ρευματισμούς και νευρολογικές παθήσεις. Μετακόμισε στο Mount House Alderley, στο Gloucestershire, και έγραψε την αυτοβιογραφία της. Πέθανε το 1890 σε ηλικία 59 ετών από ηπατική νόσο.
Άφησε μια κληρονομιά αναντικατάστατη και αξεπέραστη, που δεν μπορεί τίποτα να τη σκιάσει. Μόλις μπει κάποιος στον κόσμο της μαγεύεται για πάντα. Είναι ένας κόσμος ποιητικός διατυπωμένος με πάθος, γνώση και επιστημονική ακρίβεια. Τα φυτά και λουλούδια ζωντανεύουν, ο κόσμος της είναι λαμπρός και σπουδαίος. Τον τοποθέτησε σοφά σε ένα περίπτερο για να είναι ενιαίος και να παρουσιάζει την ολότητα και τη μαγεία της, τα παράδοξα και παράξενα της βλάστησης όπως δεν παρουσιάζεται πουθενά αλλού στον κόσμο, ούτε καν στην ίδια τη φύση.