ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΕΙΝΑΙ οι τελευταίοι άνθρωποι που θα έπρεπε να τους επιτρέπεται να έχουν παιδιά, έγραψε ο Σάμουελ Μπάτλερ. Μπορεί να συμφωνήσει κανείς παρακολουθώντας τη συζήτηση περί συνεπιμέλειας.
Ποιος είναι κατά της συνεπιμέλειας; Επί της αρχής, κανείς. Μόνο παράφρων δεν θα προκρίνει, στην περίπτωση χωρισμού, την από κοινού επιμέλεια για το παιδί, την ισότητα των γονέων, την αποτροπή της αποξένωσης γονέα - παιδιού. Όλοι προτιμούν ένα χωρισμένο ζευγάρι να μεγαλώνει το παιδί με κοινή φροντίδα. Συνεχίζουν δύο άνθρωποι να αποτελούν ζευγάρι ως γονείς, χωρίς να μένουν ζευγάρι στη μεταξύ τους σχέση ‒ πράγμα αξιοθαύμαστο. Προσπαθούν, πράγμα δύσκολο, να συλλειτουργούν με πολλαπλές και συχνά επώδυνες ιδιότητες για χάρη του παιδιού. Ξέρουμε τέτοιες ιστορίες πολλές, τις βλέπουμε γύρω μας, τις ζούμε οι ίδιοι. Στις περιπτώσεις αυτές, φυσικά, όλοι θέλουμε τη συνεπιμέλεια.
Το θέμα τίθεται όταν ένας ή δυο γονείς δεν καταφέρνουν να συνδυάσουν τις αντικρουόμενες ιδιότητες, να υπερβούν το μεταξύ τους χάσμα για χάρη του παιδιού. Ακόμα χειρότερα, αν ο ένας έχει εκδηλώσει συμπεριφορές βλαπτικές για το παιδί. Τότε τι γίνεται; Μπορεί να προβλεφθούν νομοθετικά αυτές οι περιπτώσεις; Γιατί στις άλλες η συνεπιμέλεια υπάρχει και λειτουργεί.
Ο νομοθέτης δεν γνωρίζει την προηγούμενη οικογενειακή ζωή, τη συμπεριφορά των γονέων, τις μεταξύ τους σχέσεις. Ούτε μπορεί να ακούσει τη γνώμη του παιδιού. Ο δικαστής μπορεί.
Ένα είναι το κρίσιμο κριτήριο για να προσεγγίσουμε το θέμα: το συμφέρον του παιδιού. Πρέπει, φυσικά, να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για να είναι και οι δύο γονείς από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή του, πάλι με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού. Τα συμφέροντα των γονέων ζυγίζονται μαζί με το συμφέρον του παιδιού, αλλά, αν δεν συγκλίνουν, κάμπτονται. Επικρατεί το συμφέρον του παιδιού.
Ποια είναι η κατάσταση σήμερα; Κάποτε ανεκτή, συχνά πολύ δύσκολη. Όταν οι γονείς δεν συμφωνούν, πάνε στο δικαστήριο, που αναθέτει την επιμέλεια όπου κρίνει. Συνηθέστατα η επιμέλεια ανατίθεται στη μητέρα και η γονική μέριμνα και στους δύο γονείς. Στην πράξη συχνά αποκλείονται γονείς, κυρίως πατεράδες, από την ομαλή και απρόσκοπτη επικοινωνία με το παιδί, παραβιάζεται η ισότητα των γονέων, επέρχεται αποξένωση ή βλάπτεται το συμφέρον του παιδιού. Άρα, αν και το νομικό πλαίσιο είναι γενικά ικανοποιητικό, τα προβλήματα είναι υπαρκτά. Κακώς κάποιες γυναικείες οργανώσεις αρνούνται αυτή την πραγματικότητα.
Πώς προσεγγίζεται το θέμα θεσμικά; Απαιτείται βαθιά γνώση και σοβαρή προετοιμασία, διαβούλευση, περίσκεψη. Να ακουστούν φορείς, ειδικοί και εμπλεκόμενες πλευρές. Εξίσου κακώς, λοιπόν, κάποιες «οργανώσεις μπαμπάδων» με ελαφρότητα υποστηρίζουν ότι τέτοια θέματα μπορεί να τα λύσει οριζόντια ένας νόμος. Τα παιδιά δεν είναι φορολογικές ρυθμίσεις, προϋποθέσεις δανεισμού ή συντελεστές δόμησης.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης επιδίδεται σε ασκήσεις κακής νομοθέτησης. Ανακοινώνει ο υπουργός τον Νοέμβριο ότι αποσύρει το νομοσχέδιο και το αντικαθιστά με αγνώστου… πατρός κείμενο που συνοδεύεται από «Σύντομο Μέμο»(!) και «Προσχέδιο Τροποποιήσεων». Τσαπατσουλιά, αδιαφάνεια, μονομέρεια και άρνηση διαβούλευσης για κάτι που καθορίζει τις ζωές παιδιών. Ταυτόχρονα, ένα ισχυρό λόμπι κανοναρχεί στη δημόσια συζήτηση με μεγάλη επικοινωνιακή καμπάνια και υπαγορεύει τους όρους του διαλόγου. Φυσικά, δικαιούνται κοινωνικές ομάδες και ομάδες συμφερόντων να προωθούν αιτήματα, με διαφάνεια πόρων όμως και χωρίς αποκλεισμούς.
Το πιο επικίνδυνο σημείο: απαιτείται αμετάκλητη καταδίκη για ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλικά αδικήματα προκειμένου να απομακρυνθεί ο ένας γονιός! Αμετάκλητη καταδίκη σημαίνει καθυστέρηση ως δέκα χρόνια. Είμαστε σοβαροί; Θα παραδώσουμε τα θύματα στους κακοποιητές; Ένα παιδί που κακοποιείται ή βιώνει την κακοποίηση της μάνας του θα περνάει το 1/3 του χρόνου του με τον κακοποιητή μέχρι να μεγαλώσει; Προσοχή: δεν θα τον βλέπει απλώς, θα βρίσκεται υπό τον πλήρη του έλεγχο, χωρίς προστασία. Αυτό κατάλαβε το υπουργείο Δικαιοσύνης από το πρόσφατο ΜeΤoo; Κανονικά, πρέπει να αρκεί η άσκηση δίωξης για τέτοια αδικήματα ως παράγοντας (έστω προσωρινής) εξαίρεσης από τη συνεπιμέλεια.
Μπορεί, λοιπόν, να παραγνωριστεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας κάθε περίπτωσης χωρισμού; Σε περιπτώσεις διαφωνίας ή σύγκρουσης, προκρίνεται το συμφέρον του παιδιού ή η ισότητα μεταξύ γονέων; Μπορεί η συνεπιμέλεια, ως προϊόν υποχρεωτικότητας, να μην είναι πλέον στη συζήτηση. Ωστόσο, εισάγεται μια οριζόντια πάλι «υποχρεωτικότητα της συν-απόφασης» των γονέων, που ενέχει τον κίνδυνο η διαφωνία για το παραμικρό θέμα να καθιστά το παιδί αντικείμενο διαρκούς διαπραγμάτευσης και διένεξης.
ΚAΠΟΙΟΙ ΔΙΝΟΥΝ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ για να φύγουν οι υποθέσεις από τους δικαστές και να δοθούν στον νομοθέτη για οριζόντια ρύθμιση. Μήπως είναι καλύτερο να παρέχουμε στους δικαστές όσα χρειάζονται για να δικάζουν καλύτερα; Μπορεί και νομοθετικά να ενθαρρυνθεί ο δικαστής στην κατεύθυνση της συνεπιμέλειας. Μπορεί να προχωρήσει, επιτέλους, η ίδρυση οικογενειακών δικαστηρίων από εξειδικευμένους δικαστές, με στήριξη από ειδικούς άλλων κλάδων. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ο νόμος προτάσσει τη συνεπιμέλεια ως βέλτιστη λύση, όταν υπάρχει διαφωνία, το δικαστήριο πρέπει να αποφασίζει με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού. Ο νομοθέτης δεν γνωρίζει την προηγούμενη οικογενειακή ζωή, τη συμπεριφορά των γονέων, τις μεταξύ τους σχέσεις. Ούτε μπορεί να ακούσει τη γνώμη του παιδιού. Ο δικαστής μπορεί.
Πάντως, προς Θεού, είναι αδιανόητο να εκτεθούν τα παιδιά στον κίνδυνο παρατεταμένης κακοποίησης. Η εισαγωγή στον νόμο της αμετάκλητης καταδίκης του γονέα για ενδοοικογενειακή βία ως προϋπόθεση για να αποκλειστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με το παιδί παραβιάζει σειρά υποχρεώσεων της χώρας, αλλά και την κοινή λογική: συχνά απαιτούνται περιοριστικά μέτρα κατά του φερόμενου ως δράστη, να μην επικοινωνεί, να μην πηγαίνει στο σχολείο ή το σπίτι του παιδιού. Όχι μετά από δέκα χρόνια αλλά αμέσως μετά την καταγγελία.
Το ζήτημα της επιμέλειας των παιδιών –ειδικά αυτό‒ δεν πρέπει να κριθεί με μάχες εντυπώσεων και ισχύος. Δεν είναι ζήτημα αν κάποιος τάσσεται «με τις φεμινίστριες» ή «με τους μπαμπάδες» αλλά αν μένει αταλάντευτα με το συμφέρον των παιδιών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.