Στις φωτογραφίες της η Μαργκερίτ Ντιράς κοιτάζει πάντα κατάματα, άφοβα, τον φακό. Είναι σαν να κοιτάζει έναν άλλον εαυτό, αυτόν που ήθελε να καταστρέψει, τον εαυτό που είχε αυτοκτονήσει, τον εαυτό από τον οποίο ήθελε να απελευθερωθεί, και το έκανε πολύ επιτυχημένα. Με τα βιβλία της και με τον αιώνιο εραστή της, το αλκοόλ.
«Γράφω για να ευτελίσω τον εαυτό μου, να τον κατακρεουργήσω, και για να πάψω να του δίνω τόση σημασία, να ξεφορτωθώ πράγματα: ο σκοπός είναι να πάρει τη θέση μου το κείμενο, έτσι ώστε εγώ να υπάρχω λιγότερο» έλεγε στην Ιταλίδα δημοσιογράφο Leopoldina Pallotta della Torre σε μια σειρά συνεντεύξεων που έγινε το 1987, στα 73 της χρόνια, μια σειρά εξομολογήσεων, στο σπίτι της στο Παρίσι, που, αν τις διαβάσει κάποιος ακόμα και σήμερα, μπορεί να κάνει εικόνα την Ντιράς να μιλά με εξαιρετική ελευθερία για τη ζωή της ως συγγραφέα, τη σχέση της με τον κινηματογράφο, τη φιλία της με τον Mιτεράν, την αγάπη της για τον Τσέχοφ, το ποδόσφαιρο, την παιδική της ηλικία στο προπολεμικό Βιετνάμ, τις εμπειρίες που κατέγραψε στο πιο διάσημο μυθιστόρημά της, τον «Εραστή», του οποίου το σενάριο έγραφε την εποχή της συνέντευξης.
Είχε ομολογήσει, σοκάροντας τη συντηρητική ακόμα καθολική χώρα της, ότι είχε κάνει άμβλωση, υπογράφοντας το περίφημο μανιφέστο 343, ένα αντίστοιχο του σημερινού ΜeΤoo, που υπέγραφαν 343 γυναίκες, ομολογώντας δημόσια ότι είχαν κάνει άμβλωση που ήταν απαγορευμένη στη Γαλλία, το 1971
Λίγοι συγγραφείς, τόσο αμφιλεγόμενοι ως φιγούρες στη μεταπολεμική γαλλική λογοτεχνική και πολιτιστική σκηνή, έχουν ασκήσει την επιρροή που άσκησε η Μαργκερίτ Ντιράς. Κάθε της δήλωση ισοδυναμούσε με τη μυστική εξομολόγηση κάποιων άλλων, ο κόσμος που ανάβλυζε από εκείνην ήταν ελεύθερος, ρέων και τολμηρός σε μια μεταπολεμική Γαλλία που προσποιούνταν ότι ασπαζόταν την ελευθεριότητα και δεν ανεχόταν τη σαρκαστικά ελεύθερη ζωή μιας νεαρής συγγραφέως.
Η Ντιράς έγραφε για να μην αυτοκτονήσει, γιατί ήταν μόνη της από παιδί μέσα σε ορυζώνες και δάση. Αυτό το μεγάλωμα ενός φυσικού ανθρώπου που δεν είχε ωράρια, τρόπους, που περπατούσε ξυπόλυτος και ήταν περισσότερο Βιετναμέζα και καθόλου μια συνομήλική της γαλλιδούλα, διαμόρφωσε το λογοτεχνικό της ύφος που αναβλύζει πηγαία, με την ίδια φυσικότητα και αγριότητα της πνιγηρής φύσης μέσα στην οποία ζούσε, των χαυνωτικών υγρών μεσημεριών και την αίσθηση του μυστηρίου, τη μυρωδιά του γιασεμιού και του κινδύνου που παραμόνευε και συνθέτουν το παζλ της προπολεμικής Ινδοκίνας.
Η Μαργκερίτ Ζερμέν Μαρί Ντονατιέ γεννήθηκε στις 4 Απριλίου του 1914, στο Gia Định, την τότε γαλλική Ινδοκίνα, το σημερινό Βιετνάμ. Οι γονείς της είχαν φτάσει εκεί ακολουθώντας τις καμπάνιες που έκαναν οι Γάλλοι, δίνοντας μια σειρά προνομίων σε αυτούς που έφευγαν για να δουλέψουν στις αποικίες. Ήταν και οι δύο δάσκαλοι και η μικρή Μαργκερίτ, που μετά τον πόλεμο υιοθέτησε το επώνυμο Ντιράς, από το μέρος καταγωγής του πατέρα της, είχε δυο αδέρφια, που η σχέση της μαζί τους καθόρισε τη σεξουαλικότητά της, την επιθυμία και την απέχθεια που αισθανόταν για τους άντρες.
Όπως είχε ομολογήσει, σοκάροντας τη συντηρητική ακόμα καθολική χώρα της, ότι είχε κάνει άμβλωση, υπογράφοντας το περίφημο μανιφέστο 343, ένα αντίστοιχο του σημερινού ΜeΤoo, που υπέγραφαν 343 γυναίκες, ομολογώντας δημόσια ότι είχαν κάνει άμβλωση που ήταν απαγορευμένη στη Γαλλία, το 1971, έτσι ομολόγησε την έλξη που ένιωθε για τα αδέρφια της, όταν είχαν πεθάνει πια και μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα.
Ο μικρότερος αδερφός της, ένα αδύνατο αγόρι με το οποίο ήταν βαθιά συνδεδεμένη, της θύμιζε τον πρώτο της εραστή, έναν Κινέζο. Ο άλλος της αδερφός, ένας αλήτης, όπως έλεγε η ίδια, ένας τύπος ανενδοίαστος, αλκοολικός, χωρίς αισθήματα, ένας νταής που τη φόβιζε όταν ήταν παιδιά, έσπειρε μέσα της τη δυσπιστία που ένιωθε πάντα για τους άντρες. Ο αδερφός της, που πέθανε αλκοολικός, της προκαλούσε φρίκη και έλξη ‒ το πάθος που ένιωθε γι’ αυτόν το έκρυβε κάτω από το μίσος.
Στον αδελφό της και στο μίσος που ένιωθε γι’ αυτόν αναφέρεται στο πρώτο της βιβλίο, το «Les Ιmpudents», που κυκλοφόρησε το 1943, όταν η Ντιράς ήταν 29 ετών. Έστειλε το βιβλίο της, που όλοι οι εκδότες είχαν απορρίψει, στον Ρεϊμόν Κενό, που τότε δούλευε ως αναγνώστης στον εκδοτικό οίκο Γκαλιμάρ. Εκείνος δεν της είπε ότι το βιβλίο ήταν καλό, είπε: «Κυρία μου, είστε συγγραφέας».
Λίγοι συγγραφείς έχουν αυτοβιογραφηθεί εν ζωή μέσω δηλώσεων όσο η Ντιράς, που στη διάρκεια της ζωής της ‒με τα σκοτεινά σημεία της οποίας βασανίστηκαν πολλοί βιογράφοι‒ έκανε εξομολογήσεις-ποταμούς για την προσωπική της ζωή, την οποία ενσωμάτωσε στα βιβλία της όσο λίγοι, για να γίνει τελικά αυτό που ήθελε, ένα με τις σελίδες τους. Αν επηρεάστηκε από ένα πρόσωπο του οικογενειακού της περιβάλλοντος, αυτό ήταν η μητέρα της και καθόλου τυχαία η μητρική φιγούρα είναι μία από τις λογοτεχνικές της εμμονές. Οι δυο τους έμοιαζαν πολύ, ήταν αυταρχικές, πεισματάρες, ικανές να αψηφήσουν τα εμπόδια ‒ η μητέρα της κατάφερε να γίνει πλούσια, όπως ήθελε, και η Μαργκερίτ κατάφερε να κερδίσει τη φήμη και την αναγνώριση που ποθούσε. Στο βάθος, η Ντιράς δεν συγχώρησε ποτέ στη μητέρα της την αδυναμία που είχε στον μεγάλο της γιο.
Η Ντιράς διέλυε τον εαυτό της μέσα στις λέξεις για να φτάσει στην ουσία της γραφής, μέσα στις εικόνες, για να δημιουργήσει έναν νέο, επαναστατικό κινηματογράφο. Είναι αδίστακτη, αλλά αυτός ήταν ο τρόπος της. Εκθέτει τον ίδιο τον άντρα της, τους φίλους της, τους εραστές της. Προφανώς δεν μετάνιωσε ποτέ για τίποτα ‒ μάλλον για το πρώτο της βιβλίο, τη «Γαλλική Αυτοκρατορία», που έγραψε κατά παραγγελία της γαλλικής κυβέρνησης, για να εκθειάσει τους λόγους για τους οποίους οι λευκοί πρέπει να συνεχίσουν να κυβερνούν τους μαύρους στις αποικίες. Επιχείρησε να το αποκηρύξει ανεπιτυχώς, αλλά αυτή της η στάση δεν την εμπόδισε να αλλάξει πλευρά και να μπει στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ λίγο νωρίτερα συνεργαζόταν με μια επιτροπή που με τη σειρά της συνεργαζόταν με τους Γερμανούς για να μοιράζουν το χαρτί στους εκδοτικούς οίκους.
Κάθε βιβλίο της Ντιράς ήταν ένα σκάνδαλο. Η γυναίκα που είπε «θα αυτοκτονήσω αν δεν εκδοθεί το βιβλίο μου», όταν ο οίκος Γκαλιμάρ δεν ήθελε να εκδώσει τον «Εραστή», στο «Γιαν Αντρέα Στάινερ» εκθέτει τον τελευταίο της εραστή, κάνοντας γνωστές τις ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις, τις επιθυμίες του, απογυμνώνοντάς τον στο κοινό. Εκείνος της το ανταπέδωσε, όταν τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό της εξέδωσε το «Εκείνος ο έρωτας», μια ερωτική επιστολή που απευθύνεται στη γυναίκα με την οποία έζησε δεκαέξι χρόνια.
Η Ντιράς γράφει ακατάπαυστα, η παραγωγή της είναι εντυπωσιακή, συγχρόνως σκηνοθετεί τη μία ταινία μετά την άλλη, γράφει άρθρα και παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο, προκαλώντας θύελλα. Αν ζούσε σήμερα, θα ήταν μια περσόνα των σόσιαλ μίντια. Είχε πάντα ανάγκη από χρήματα και δόξα. Ήθελε να είναι στο επίκεντρο της συζήτησης και το λεπτό κορίτσι από την Ινδοκίνα, η ώριμη γυναίκα με τα γυαλιά με τον σκούρο σκελετό, δεν ανεχόταν να περνά απαρατήρητη. Ήταν πιστή φίλη και υποστηρίκτρια του Μιτεράν, με τον οποίο είχαν γνωριστεί στη διάρκεια της γαλλικής αντίστασης, και εχθρός της Σιμόν ντε Μποβουάρ, εξαιτίας, όπως λένε, μιας ερωτικής αντιζηλίας. Όμως θα ήταν απίθανο η Ντιράς να ανήκε στον κύκλο των Σαρτρ - Μποβουάρ, που δεν ανέχονταν άλλον σταρ συγγραφέα να υπάρχει γύρω τους.
Η Ντιράς από την ηλικία των 15 ετών, όταν ο πλούσιος Κινέζος εραστής της την έλουζε με βρόχινο νερό, παρέμεινε μέχρι το τέλος ακμαία, αυτό φανερώνει η γραφή της και το αποχαιρετιστήριο βιβλίο της «Τελεία και παύλα», που ξεσήκωσε θύελλα επικρίσεων. Ο τελευταίος της εραστής ήταν 28 και εκείνη 66 όταν γνωρίστηκαν. Ο έρωτας ήταν μια κινητήρια δύναμη, όχι ο ρομαντικός, μα ο βασανιστικός, ο χειριστικός, ο θυελλώδης έρωτας και σε αυτόν παραδιδόταν και αποσυρόταν για να γεμίσει με λέξεις την επόμενη λευκή σελίδα της ζωής της. Πίνοντας ακατάπαυστα. «Για κάποιον λόγο άρχισα να πίνω μόνη μου. Όσο ζούσα μόνη μου, ξανακύλησα τρεις φορές» έχει πει η Ντιράς, που έλεγε ότι πίνει κανείς γιατί «δεν υπάρχει θεός. Αντικαθίσταται από το οινόπνευμα». Ακόμα και αφού επέζησε από το οινόπνευμα και τις αποτοξινώσεις, εξακολουθούσε να είναι αλκοολική, με υγεία κατεστραμμένη.
Φλεγόταν μέχρι το τέλος και μέχρι τον θάνατό της, στις 3 Μαρτίου του 1996, είχε εκδώσει περισσότερα από εκατό μυθιστορήματα, διηγήματα, σενάρια και θεατρικά εμποτισμένα από νικοτίνη και τη μυρωδιά του κρασιού και την ανάγκη, την ανυπόφορη ανάγκη να αγαπηθεί, κάτι που το κοφτερό μυαλό της θεωρούσε αδύνατο να συμβεί. Όπως είπε: «Όσο γράφω, υπάρχω λιγότερο». Δεν υπάρχει πια, αλλά οι λέξεις κάνουν την παρουσία της πιο ισχυρή από ποτέ.