ΣYΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ και κυρίως αναστοχαστικός ως προς τις κυρίαρχες όψεις και δομές των πραγμάτων, ο Αλμπέρτο Μοράβια πάντοτε αμφισβητούσε τις στατικές αλήθειες: εξού και ότι τα βιβλία του αγαπήθηκαν από σπουδαίους κινηματογραφικούς δημιουργούς οι οποίοι βρήκαν στο πολύτροπο ταμπλό βιβάν του διαφορετικούς τρόπους αμφισβήτησης του υπάρχοντος – και ειδικά της μεσοαστικής ηθικής.
Το ζήτημα της ελευθερίας είναι και πάλι στο επίκεντρο ενός από τα σπουδαιότερα βιβλία του Μοράβια.
Τα περισσότερα, άλλωστε, από τα έργα του έφεραν τίτλους κυρίαρχων ανθρώπινων εμμονών και αντιδράσεων – «Περιφρόνηση», «Ανυπακοή» και εν προκειμένω «Προσήλωση», δηλαδή ένα από τα πιο κεντρικά έργα του σπουδαίου Ιταλού ο οποίος τόλμησε να θίξει το πλέον προβληματικό, από πλευράς ηθικής, θέμα, αυτό της αιμομιξίας: η υπόθεση του βιβλίου αφορμάται από την προβληματική σχέση όχι μόνο του συγγραφέα με τη γραφή αλλά και του πατριού με την πρόγονή του.
Το ζήτημα της ελευθερίας είναι και πάλι στο επίκεντρο ενός από τα σπουδαιότερα βιβλία του Μοράβια, αποκλειστικά αποσπάσματα του οποίου προδημοσιεύει η LiFO. Η μετάφραση είναι του Δημήτρη Παπαδημητρίου και το βιβλίο αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κριτική.
_____________________________
Μια από κείνες τις μέρες κάθισα στο τραπεζάκι μου, άνοιξα τον φάκελο με το προσχέδιο του μυθιστορήματος και άρχισα να δακτυλογραφώ. Όμως δεν προχώρησα πέρα από τις πρώτες γραμμές. Ξαφνικά με κυρίευσε μια υποψία, παραμέρισα τη γραφομηχανή και άρχισα να ξαναδιαβάζω το βιβλίο. Το διάβασα όλο το ίδιο απόγευμα και τελειώνοντας έκλεισα τον φάκελο, έχοντας την τρομακτική αίσθηση πως η ζωή μου ήταν πλέον εντελώς ανοχύρωτη και εκτεθειμένη, χωρίς καμία προστασία, ακόμη και στο κομμάτι της λογοτεχνίας. Ήταν ολοφάνερο πως κάθε λέξη του χειρογράφου ανέδιδε μια νότα αναλήθειας, μια αίσθηση πλασματική, με άλλα λόγια υστερούσε όσον αφορά την αυθεντικότητα.
Παρ’ όλα αυτά δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ. Το μυθιστόρημά μου είχε τις προδιαγραφές να θεωρηθεί επιτυχημένο και σίγουρα δεν θα τα πήγαινε άσχημα συγκριτικά με τα υπόλοιπα έργα της λογοτεχνικής παραγωγής εκείνων των ετών. Η πλοκή, οι χαρακτήρες, το ύφος, ο σχεδιασμός και η δομή του έργου συνέβαλλαν με φυσικό τρόπο ώστε να δημιουργηθεί ένα πολυσύνθετο οργανικό σύνολο, που διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά της ζωντάνιας. Σε κάθε περίπτωση αυτή η ιστορία αναζήτησης του αυθεντικού μέσα από τον δίαυλο του έρωτα για ένα κορίτσι του λαού ήταν απολύτως μη αυθεντική. Η έλλειψη αυθεντικότητας δεν είχε να κάνει όμως με όσα ήταν γραμμένα στις σελίδες, αλλά, θα έλεγε κανείς, με τα ίδια τα γεγονότα που εξιστορούνταν. Επρόκειτο για μια έλλειψη αυθεντικότητας ας πούμε συστηματική, λες και τα γεγονότα που είχα προσπαθήσει να διηγηθώ ήταν εξαρχής, πριν καν αποτυπωθούν στο χαρτί, αμετάκλητα μη αυθεντικά. Παρ’ όλα αυτά εγώ τα γεγονότα εκείνα δεν τα είχα επινοήσει· τα είχα ανασύρει από το πολύ πρόσφατο παρελθόν μου. Ο κεντρικός ήρωας ήμουν εγώ· το κορίτσι του λαού, που ο κεντρικός ήρωας αγαπούσε και παντρευόταν, ήταν η Κόρα· ο πατέρας και η μητέρα του κοριτσιού ήταν ο πατέρας και η μητέρα της Κόρα· ο αδελφός του κεντρικού ήρωα ήταν ο αδελφός μου· οι γονείς ήταν οι δικοί μου γονείς· το πλουσιοκόριτσο που ο κεντρικός ήρωας έκανε πέρα προτιμώντας την Κόρα υπήρξε για έναν χρόνο το κορίτσι μου· η πόλη όπου ζούσαν και δραστηριοποιούνταν αυτοί οι χαρακτήρες ήταν η Ρώμη, στην οποία ζούσα και δραστηριοποιούμουν ο ίδιος. Συνεπώς, θα το πω ακόμη μία φορά, δεν ήταν τόσο το βιβλίο που ήταν μη αυθεντικό όσο η πραγματικότητα απ’ την οποία είχε προκύψει.
Δεν είμαι βέβαιος αν μπορώ να εκφράσω το συναίσθημα φρίκης που μου εμφύσησε αυτή η ανακάλυψη. Για να κάνω μια αντιπαραβολή, έμοιαζε σαν να είχα ανακαλύψει μέσα σε μια στιγμή πως ο Θεός, όταν έφτιαχνε τον κόσμο, τον είχε «ξεπετάξει» με φτηνά υποκατάστατα, δηλαδή με υλικά που έμοιαζαν, αλλά δεν ήταν αυτά που θα έπρεπε να είναι. Ή ότι ο Αδάμ και η Εύα, οι πρώτοι άνθρωποι που έζησαν στον κόσμο αυτό, είχαν πιστέψει πως αγαπιούνται πραγματικά, ενώ ο σκοπός της ένωσής τους ήταν άλλος· έτσι στη συνέχεια για αιώνες οι απόγονοί τους, και κατά συνέπεια ολόκληρη η ανθρωπότητα, είχαν σαν βάση μια κινητήρια δύναμη κάθε άλλο παρά αυθεντική, που αύξανε με γεωμετρική πρόοδο την αρχική πλάνη. Ιδωμένη από μια τέτοια προοπτική, η ιστορία έμοιαζε με νεκροταφείο στρεβλών ιδεών, που μετά τη χρήση τους εγκαταλείφθηκαν· ένα μαγαζί που πουλά προσωπεία μεταμφίεσης, όπου το πρόσωπο της πραγματικότητας δεν αποκαλύφθηκε ούτε μία φορά. Είναι φυσικό πως ένα μυθιστόρημα στο οποίο θα προσπαθούσε κάποιος να εξιστορήσει τα συμβάντα ενός παρόμοιου κόσμου θα ήταν διάτρητο απ’ τα σκουλήκια μιας πλάνης αρχέγονης και ανεκτίμητης.
Για να επιστρέψουμε στο μυθιστόρημά μου: ένιωθα ότι ο πρωταγωνιστής μου αγαπούσε τη λαϊκή ηρωίδα του με μη αυθεντικά κίνητρα, οπότε κατά βάθος θα μπορούσε κανείς ακόμη και να ισχυριστεί πως δεν την αγαπούσε καθόλου. Την ίδια όμως στιγμή που σχημάτιζα στο μυαλό μου αυτή την αποθαρρυντική σκέψη, εγώ ήξερα ότι η Κόρα βρισκόταν εκεί, στο διπλανό δωμάτιο· όπως ήξερα και ότι ο υπάλληλος του ληξιαρχείου που μας είχε παντρέψει ήταν ακόμα εν ζωή· θυμόμουν επίσης τις τόσες φορές που είχα κάνει έρωτα μαζί της, ακόμη και τον τρόπο· ναι, την είχα αγαπήσει την Κόρα, την είχα παντρευτεί, όλα αυτά όμως φανέρωναν εκ του αποτελέσματος μια καθολική και ανεπανόρθωτη έλλειψη αυθεντικότητας. Τόσο καθολική και τόσο ανεπανόρθωτη, που με έκανε να αμφισβητώ αν τα γεγονότα που συνέβησαν είχαν συμβεί πραγματικά. Αλήθεια, με ποιο τρόπο μπορούσε κάτι που δεν είχε υπόσταση, που δεν υπήρχε, με λίγα λόγια κάτι μη αυθεντικό, να γεννήσει κάτι υπαρκτό και με υπόσταση, δηλαδή ένα αληθινό γεγονός; Ωστόσο έτσι είχαν τα πράγματα, από το τίποτα ανέβλυζε η μονάδα και από το μη πραγματικό το αληθινό. Επιστρέφοντας στην πιο πάνω αντιπαραβολή, ήταν σαν ο Θεός να είχε δημιουργήσει κατά λάθος τον κόσμο. Ο κόσμος παρ’ όλα αυτά ήταν εκεί, υπαρκτός, να μαρτυρά, έστω και ψευδώς, ότι δημιουργήθηκε στ’ αλήθεια· με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η Κόρα βρισκόταν εκεί, στο διπλανό δωμάτιο, καταμαρτυρώντας πως αν και η σχέση μας ήταν ολωσδιόλου μη αυθεντική, εμείς είχαμε αγαπηθεί και είχαμε παντρευτεί στ’ αλήθεια.
Δεν θέλω να μακρηγορήσω άλλο για το πόσο καταστροφική ήταν η συγγραφική μου απόπειρα. Ξαφνικά, σχεδόν δίχως να το σκεφτώ, με μια μηχανική κίνηση χαρακτηριστική της απόγνωσης που είχα, πήρα στα χέρια μου το χειρόγραφο και στάθηκα μπροστά στο παράθυρο μιας από τις πλαϊνές προσόψεις του διαμερίσματος, που έβλεπε σε ένα περιφραγμένο οικόπεδο. Το οικόπεδο αυτό ήταν κάτι σαν σκουπιδότοπος· εδώ κι εκεί υψώνονταν σωροί από μπάζα· γάτες, αδέσποτοι σκύλοι και διάφορα χαμίνια περιφέρονταν ανάμεσα σε λακκούβες και βουναλάκια. Άρχισα να σκίζω το χειρόγραφο στο περβάζι, πετώντας μακριά τις σκισμένες σελίδες, που αιωρούνταν για κάμποσο στον αέρα πριν καταλήξουν στο χώμα.