Πόσο σκοτάδι μπορεί να έχει η παιδική ηλικία; Παραπάνω απ’ όσο μπορεί να φανταστεί κανείς, τουλάχιστον όπως διαφαίνεται στο βραβευμένο με το περσινό Διεθνές Booker και πολυσυζητημένο Δυσφορεί η νύχτα του/της Marieke Lucas Rijneveld που αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες σε μετάφραση Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Για πρώτη φορά ο κορυφαίος αυτός θεσμός τίμησε μη δυαδικό ως προς το φύλο άτομο (non binary) και σε τόσο νεαρή ηλικία, καθώς ο/η συγγραφέας πήρε το βραβείο πέρσι, που δεν είχε κλείσει καν τα τριάντα.
Σύμφωνα με τα μέλη της επιτροπής, το βιβλίο ενθουσίασε από την πρώτη του κιόλας ανάγνωση και προτιμήθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη για «αυτή την τρυφερή και γεμάτη κατανόηση ανάμνηση της παιδικής ηλικίας, που κινείται ανάμεσα στην ενοχή και τη λύτρωση, από ένα άτομο με συναρπαστικό ταλέντο και σπάνιες συγγραφικές δεξιότητες».
Η σπαρακτικά ειλικρινής απόδοση της παιδικής ηλικίας μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού που νιώθει την αθωότητα να συντρίβεται εξαιτίας της κακοποίησης στους κόλπους του οικογενειακού και του σχολικού περιβάλλοντος και φέρει εντός του ανείπωτα τραύματα, βιώνοντας οδυνηρές στιγμές, κερδίζει εξαρχής τον αναγνώστη με την αλήθεια της.
Όλα όσα περιγράφονται στο βιβλίο έχουν μια δύναμη καθολική και αφορούν τη συνθήκη του εκφοβισμού, του τρόμου και της κακοποίησης που έχουν βιώσει αμέτρητοι έφηβοι σε όλον τον κόσμο, στους οποίους ο/η Rijneveld χαρίζει μια μοναδική, στεντόρεια φωνή.
Κυνικά λυρικό, αφού διασώζει την ακμαία φαντασία ενός παιδιού, και οδυνηρά σκοτεινό, το ντεμπούτο του/της Rijneveld –είχε εκδώσει ήδη δύο ποιητικές συλλογές πριν από αυτό– σοκάρει, ξαφνιάζει, κινητοποιεί.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της δεκάχρονης Τζάκετ, η οποία βιώνει πρόωρα το πένθος λόγω του χαμού του αδελφού της, ξεδιπλώνει όλη τη βαρβαρότητα που κρύβεται σε ένα θεοσεβούμενο, κατά τα άλλα, περιβάλλον, με την προσωπική της απόγνωση να αντισταθμίζεται μόνο από τη σύνδεσή της με επιμέρους αντικείμενα, όπως το τζάκετ της, και τις φευγαλέες εικόνες του αδελφού της, από τη σχέση της με τα ζώα, από στιγμές που θα μπορούσαν να είναι αλλιώς.
Βέβαια, οι ταυτίσεις με την προσωπική ζωή του/της Rijneveld από την Ολλανδία, που επίσης έχει χάσει τον αδελφό του/της σε ατύχημα, φαίνεται να προκάλεσαν τριγμούς στο οικογενειακό του/της περιβάλλον αλλά και στον επαρχιακό μικρόκοσμο από τον οποίο κατάγεται.
Ωστόσο, όλα όσα περιγράφονται στο βιβλίο έχουν μια δύναμη καθολική και αφορούν τη συνθήκη του εκφοβισμού, του τρόμου και της κακοποίησης που έχουν βιώσει αμέτρητοι έφηβοι σε όλον τον κόσμο, στους οποίους ο/η Rijneveld χαρίζει μια μοναδική, στεντόρεια φωνή. Ένα Booker που, εν ολίγοις, είχε λόγο να δοθεί.
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το Δυσφορεί η νύχτα εξασφάλισε αποκλειστικά η LiFO:
______________________________________________
«ΛΙΩΝΩ ΤΙΣ ΤΟΥΦΙΤΣΕΣ του μπρόκολου που έχω στο πιάτο μου. Είναι σαν μικρά χριστουγεννιάτικα δέντρα. Μου θυμίζουν το βράδυ που ο Μάτις δεν γύρισε. Τις ώρες που πέρασα μετά τον θάνατό του στο περβάζι του παραθύρου, με τα κιάλια του μπαμπά περασμένα στον λαιμό μου – κανονικά, ήταν για να βλέπουμε μεγάλους δρυοκολάπτες. Εγώ ούτε δρυοκολάπτη ούτε αδελφό είδα. Το λουράκι τους μου άφησε ένα κόκκινο σημάδι στον σβέρκο. Αχ, αν είχα μπορέσει να φέρω κοντά αυτά που ξεμάκραιναν όλο και περισσότερο από μας, γυρίζοντας τα κιάλια απ’ την άλλη, κολλώντας τα μάτια μου στους μεγάλους φακούς τους. Πολλές φορές είχα ψάξει και τον ουρανό, για τ’ αγγελάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου – ο Όμπε κι εγώ τα είχαμε βγάλει κρυφά απ’ το κουτί τους στη σοφίτα, μια εβδομάδα μετά τον θάνατο του αδελφού μας, κι αφού τα τρίψαμε δυνατά το ένα με το άλλο (“νοστιμούλη μου άγγελε”, είχε βογκήξει με προσποιητό πάθος ο Όμπε, “γλυκιά μου πορσελάνη”, του είχα απαντήσει εγώ), τα πετάξαμε στο λούκι έξω από το παράθυρό του. Τώρα πια έχουν πρασινίσει, τόσον καιρό έξω στη βροχή και στον αέρα. Μερικά τα έχουν σκεπάσει ξερά φύλλα βελανιδιάς. Κάθε φορά που κοιτάμε να δούμε αν είναι ακόμα εκεί, μας πιάνει απογοήτευση. Αν με την πρώτη δυσκολία τ’ αγγελάκια αυτά εδώ έχουν χάσει τη δύναμη να πετούν, πώς θα οδηγήσουν τον Μάτις στον παράδεισο; Πώς θα τον προστατεύσουν, κι αυτόν κι εμάς;
Στο τέλος καπάκωσα τους φακούς και ξανάβαλα τα κιάλια στη θέση τους. Δεν τα ξανάβγαλα ποτέ, κι έτσι όλα έμειναν μαύρα, κατάμαυρα – ακόμα κι όταν ήρθαν οι πρώτοι δρυοκολάπτες.
Τρώω μια μεγάλη μπουκιά μπρόκολο. Το μεσημέρι τρώμε πάντα ζεστό φαγητό. Το βράδυ όλα εδώ είναι κρύα: η αυλή, η σιωπή ανάμεσα στον μπαμπά και στη μαμά, οι καρδιές μας, οι φέτες το ψωμί αλειμμένες με ρωσική σαλάτα. Δεν μπορώ να βολευτώ στην καρέκλα μου, γέρνω λιγάκι απ’ τη μια, μετά απ’ την άλλη, προσπαθώντας να μη νιώθω το τσούξιμο στην τρύπα του πισινού μου, να μη νιώθω το δάχτυλο του Όμπε. Δεν πρέπει να με καταλάβουν. Αν καταλάβουν, ο αδελφός μου θα ξεκάνει το κουνέλι μου, ο Ντίβερτγιε θ’ απομείνει σέκος και παγωμένος σαν τα βράδια μας. Άλλωστε, εγώ η ίδια δεν του το είχα ζητήσει; Κι οι αγελάδες έτσι κρατάνε ήσυχους τους ταύρους, τους δείχνουν τα κωλομέρια τους.
Στο τραπέζι δεν μπορώ να ξεκολλήσω το βλέμμα μου απ’ το στηθοσκόπιο που είναι ακουμπισμένο δίπλα στο πιάτο του κτηνιάτρου. Είναι η δεύτερη φορά που βλέπω αληθινό στηθοσκόπιο. Είχαν δείξει ένα μια φορά στο Nederland 1, αλλά χωρίς σώμα, γιατί το σώμα θα ’δειχνε πολύ γυμνό. Και πάλι φαντάζομαι το στηθοσκόπιο ν’ ακουμπάει στο γυμνό μου στήθος, τον κτηνίατρο να βάζει το αυτί στο μέταλλο και να λέει στη μαμά: “Νομίζω πως η καρδιά της είναι κομμάτια. Έχετε ιστορικό στην οικογένεια ή είναι η πρώτη φορά που κάποιος το παθαίνει αυτό; Ίσως θα έπρεπε να πάει στην ακτή, εκεί ο αέρας είναι πιο καθαρός, εδώ η μυρωδιά της κοπριάς ποτίζει τα ρούχα και η καρδιά αρρωσταίνει πιο εύκολα”. Τον φαντάζομαι να βγάζει ένα κοπίδι Stanley από την τσέπη του παντελονιού του, σαν αυτό που έχει ο μπαμπάς για να κόβει τα σκοινιά από τα δεμάτια της χαρτομάζας – τσακ τσακ και παρ’ τα κάτω. Τον φαντάζομαι μετά να σημαδεύει το στήθος μου μ’ ένα μαρκαδοράκι. Μετά σκέφτομαι τον Κακό Λύκο, που έφαγε τα εφτά κατσικάκια και τον έκοψαν με το ψαλίδι, για να τα βγάλουν ζωντανά – μπορεί μέσα από μένα να βγει ένα μεγάλο κορίτσι, χωρίς φόβους, ή έστω ένα κορίτσι που θα το δει ο κόσμος, ένα κορίτσι που έχει μείνει πολύ καιρό κρυμμένο κάτω από πολύ δέρμα και πολύ τζάκετ. Αν δεν μ’ ακούει με το στηθοσκόπιο, θα πρέπει να κολλήσει το αυτί του στο στήθος μου. Τότε, με την ανάσα μου και μόνο, θα ’κανα το κεφάλι του να κουνηθεί, πάνω κάτω, θα του ’δινα να με καταλάβει απλά με τις εισπνοές και τις εκπνοές μου. Θα ’λεγα ότι πονάω παντού, θα έδειχνα σημεία του κορμιού μου που δεν τα ’χει αγγίξει κανείς ακόμα – απ’ τα δάχτυλα των ποδιών μου, δηλαδή, ως τη χωρίστρα στο κεφάλι μου, κι ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους. Θα τραβούσα γραμμές ανάμεσα στις ελίτσες στο δέρμα μου, να ξέρουμε ποιες δεν πρέπει να περάσουμε, ή να δούμε τι εικόνα σχηματίζουν, σαν τις εικόνες που σχηματίζονται αν ενώσεις με τη σειρά κάποιες τελίτσες, κι ύστερα μπορείς να τις χρωματίσεις. Αλλά αν δεν ακούσει τις φωνές μου, αν δεν μ’ ακούσει που φωνάζω βοήθεια, τότε θα πρέπει να ξεκολλήσω το μεταλλικό στηθοσκόπιο απ’ το στήθος μου, ν’ ανοίξω το στόμα μου όσο μπορώ και να χώσω τη στρογγυλή του άκρη όσο πιο βαθιά μπορώ στο λαρύγγι μου. Τότε θα μ’ ακούσει θέλοντας και μη. Ο πνιγμός δεν είναι ποτέ καλό σημάδι”.
Ο Όμπε μου χώνει μια αγκωνιά στο πλευρό.
“Ε! Ξύπνα! Εδώ Γη, μ’ ακούς; Για δώσε μου τη σάλτσα”.
Η μαμά μού δίνει τη σαλτσιέρα, το αυτάκι της έχει σπάσει. Στη σάλτσα επιπλέουν σταγονίτσες λίπους. Τη δίνω γρήγορα στον Όμπε, πριν καταστρέψει τη στιγμή ρωτώντας με τι σκεφτόμουν. Θα άρχιζε να λέει ένα και ένα όλα τα αγόρια του σχολείου, ενώ το αγόρι που στ’ αλήθεια σκέφτομαι συχνά έχει μόνο μια μικρή πλακέτα με τ’ όνομά του στο μέρος όπου άφηνε το ποδήλατό του. Έτσι κι αλλιώς, βέβαια, το κλίμα στο τραπέζι δεν είναι και πολύ ευχάριστο τώρα που χάσαμε τις αγελάδες κι ο κτηνίατρος μιλάει για τις ζημιές που έπαθαν όλοι στο χωριό από τον αφθώδη πυρετό. Οι περισσότεροι, λέει, δεν θέλουν καθόλου να το συζητήσουν, κι αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι, λέει, οι πιο απρόβλεπτοι: αυτοί, πριν προλάβεις να το σκεφτείς, τινάζουν τα πέταλα.
“Δεν τους καταλαβαίνω”, λέει ο μπαμπάς χωρίς να κοιτάζει κανέναν. “Αφού έχουμε τα παιδιά μας”.
Ρίχνω μια ματιά στον Όμπε, το κεφάλι του έχει ακουμπήσει σχεδόν στο πιάτο του, λες και μελετάει τη δομή του μπρόκολου, λες και ψάχνει τις τουφίτσες του για να δει αν γίνονται ομπρέλες, να κρυφτούμε αποκάτω τους. Από τις σφιγμένες γροθιές του καταλαβαίνω ότι έχει θυμώσει μ’ αυτά που είπε ο μπαμπάς – ή μ’ αυτά που δεν είπε. Όλοι ξέρουμε ότι ο μπαμπάς κι η μαμά μπορούν κι αυτοί να τα τινάξουν τα πέταλα, οποιαδήποτε στιγμή. Δεν παίρνω τα μάτια μου από τον κτηνίατρο, που ξανά και ξανά γλείφει με τη γλώσσα του το ασημένιο μέταλλο του μαχαιριού του. Έχει όμορφη γλώσσα – σκούρα κόκκινη. Σκέφτομαι τα φυτά στο θερμοκήπιο του μπαμπά, πώς κόβει μ’ ένα μαχαίρι τα νεύρα ενός μίσχου κι ύστερα τον μπήγει στο καθαρό χώμα με τα φύλλα προς τα πάνω και τον δένει με λεπτό συρματάκι για να τον στηρίζει όρθιο. Φαντάζομαι τη γλώσσα του ν’ αγγίζει τη δική μου. Θ’ αποκτήσω άραγε κι εγώ νεύρα; Θα μπορούν κι άλλοι να δουν πού έχω τσακίσει, που έχω σπάσει, πού έχω κοπεί; Θα μπορέσει να βγει από μέσα μου επιτέλους μια νέα ζωή, μια εκδοχή του εαυτού μου χωρίς τζάκετ; Πριν από λίγο καιρό, που η Χάνα έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα μου, κατάλαβα από τη γεύση της ότι είχε φάει την τελευταία καραμέλα με πιπερόριζα και μέλι. Αναρωτιέμαι αν η γλώσσα του κτηνιάτρου θα έχει κι αυτή γεύση μελιού, αν θα ησυχάσει τα μαμούνια στην κοιλιά μου».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.