Marieke Lucas Rijneveld Facebook Twitter
Κυνικά λυρικό, αφού διασώζει την ακμαία φαντασία ενός παιδιού, και οδυνηρά σκοτεινό, το ντεμπούτο του/της Rijneveld σοκάρει, ξαφνιάζει, κινητοποιεί.

«Δυσφορεί η νύχτα»: Προδημοσίευση από το βραβευμένο μυθιστόρημα του/της Marieke Lucas Rijneveld

0

Πόσο σκοτάδι μπορεί να έχει η παιδική ηλικία; Παραπάνω απ’ όσο μπορεί να φανταστεί κανείς, τουλάχιστον όπως διαφαίνεται στο βραβευμένο με το περσινό Διεθνές Booker και πολυσυζητημένο Δυσφορεί η νύχτα του/της Marieke Lucas Rijneveld που αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες σε μετάφραση Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Για πρώτη φορά ο κορυφαίος αυτός θεσμός τίμησε μη δυαδικό ως προς το φύλο άτομο (non binary) και σε τόσο νεαρή ηλικία, καθώς ο/η συγγραφέας πήρε το βραβείο πέρσι, που δεν είχε κλείσει καν τα τριάντα.

Σύμφωνα με τα μέλη της επιτροπής, το βιβλίο ενθουσίασε από την πρώτη του κιόλας ανάγνωση και προτιμήθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη για «αυτή την τρυφερή και γεμάτη κατανόηση ανάμνηση της παιδικής ηλικίας, που κινείται ανάμεσα στην ενοχή και τη λύτρωση, από ένα άτομο με συναρπαστικό ταλέντο και σπάνιες συγγραφικές δεξιότητες».

Η σπαρακτικά ειλικρινής απόδοση της παιδικής ηλικίας μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού που νιώθει την αθωότητα να συντρίβεται εξαιτίας της κακοποίησης στους κόλπους του οικογενειακού και του σχολικού περιβάλλοντος και φέρει εντός του ανείπωτα τραύματα, βιώνοντας οδυνηρές στιγμές, κερδίζει εξαρχής τον αναγνώστη με την αλήθεια της. 

Όλα όσα περιγράφονται στο βιβλίο έχουν μια δύναμη καθολική και αφορούν τη συνθήκη του εκφοβισμού, του τρόμου και της κακοποίησης που έχουν βιώσει αμέτρητοι έφηβοι σε όλον τον κόσμο, στους οποίους ο/η Rijneveld χαρίζει μια μοναδική, στεντόρεια φωνή.


Κυνικά λυρικό, αφού διασώζει την ακμαία φαντασία ενός παιδιού, και οδυνηρά σκοτεινό, το ντεμπούτο του/της Rijneveld –είχε εκδώσει ήδη δύο ποιητικές συλλογές πριν από αυτό– σοκάρει, ξαφνιάζει, κινητοποιεί.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της δεκάχρονης Τζάκετ, η οποία βιώνει πρόωρα το πένθος λόγω του χαμού του αδελφού της, ξεδιπλώνει όλη τη βαρβαρότητα που κρύβεται σε ένα θεοσεβούμενο, κατά τα άλλα, περιβάλλον, με την προσωπική της απόγνωση να αντισταθμίζεται μόνο από τη σύνδεσή της με επιμέρους αντικείμενα, όπως το τζάκετ της, και τις φευγαλέες εικόνες του αδελφού της, από τη σχέση της με τα ζώα, από στιγμές που θα μπορούσαν να είναι αλλιώς.

Βέβαια, οι ταυτίσεις με την προσωπική ζωή του/της Rijneveld από την Ολλανδία, που επίσης έχει χάσει τον αδελφό του/της σε ατύχημα, φαίνεται να προκάλεσαν τριγμούς στο οικογενειακό του/της περιβάλλον αλλά και στον επαρχιακό μικρόκοσμο από τον οποίο κατάγεται.

Ωστόσο, όλα όσα περιγράφονται στο βιβλίο έχουν μια δύναμη καθολική και αφορούν τη συνθήκη του εκφοβισμού, του τρόμου και της κακοποίησης που έχουν βιώσει αμέτρητοι έφηβοι σε όλον τον κόσμο, στους οποίους ο/η Rijneveld χαρίζει μια μοναδική, στεντόρεια φωνή. Ένα Booker που, εν ολίγοις, είχε λόγο να δοθεί.

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το Δυσφορεί η νύχτα εξασφάλισε αποκλειστικά η LiFO:

______________________________________________

Δυσφορεί η Νύχτα
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Μarieke Lucas Rijneveld, Δυσφορεί η νύχτα, Μτφρ.: Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Ίκαρος, Σελ.: 336 

«ΛΙΩΝΩ ΤΙΣ ΤΟΥΦΙΤΣΕΣ του μπρόκολου που έχω στο πιάτο μου. Είναι σαν μικρά χριστουγεννιάτικα δέντρα. Μου θυμίζουν το βράδυ που ο Μάτις δεν γύρισε. Τις ώρες που πέρασα μετά τον θάνατό του στο περβάζι του παραθύρου, με τα κιάλια του μπαμπά περασμένα στον λαιμό μου – κανονικά, ήταν για να βλέπουμε μεγάλους δρυοκολάπτες. Εγώ ούτε δρυοκολάπτη ούτε αδελφό είδα. Το λουράκι τους μου άφησε ένα κόκκινο σημάδι στον σβέρκο. Αχ, αν είχα μπορέσει να φέρω κοντά αυτά που ξεμάκραιναν όλο και περισσότερο από μας, γυρίζοντας τα κιάλια απ’ την άλλη, κολλώντας τα μάτια μου στους μεγάλους φακούς τους. Πολλές φορές είχα ψάξει και τον ουρανό, για τ’ αγγελάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου – ο Όμπε κι εγώ τα είχαμε βγάλει κρυφά απ’ το κουτί τους στη σοφίτα, μια εβδομάδα μετά τον θάνατο του αδελφού μας, κι αφού τα τρίψαμε δυνατά το ένα με το άλλο (“νοστιμούλη μου άγγελε”, είχε βογκήξει με προσποιητό πάθος ο Όμπε, “γλυκιά μου πορσελάνη”, του είχα απαντήσει εγώ), τα πετάξαμε στο λούκι έξω από το παράθυρό του. Τώρα πια έχουν πρασινίσει, τόσον καιρό έξω στη βροχή και στον αέρα. Μερικά τα έχουν σκεπάσει ξερά φύλλα βελανιδιάς. Κάθε φορά που κοιτάμε να δούμε αν είναι ακόμα εκεί, μας πιάνει απογοήτευση. Αν με την πρώτη δυσκολία τ’ αγγελάκια αυτά εδώ έχουν χάσει τη δύναμη να πετούν, πώς θα οδηγήσουν τον Μάτις στον παράδεισο; Πώς θα τον προστατεύσουν, κι αυτόν κι εμάς;


Στο τέλος καπάκωσα τους φακούς και ξανάβαλα τα κιάλια στη θέση τους. Δεν τα ξανάβγαλα ποτέ, κι έτσι όλα έμειναν μαύρα, κατάμαυρα – ακόμα κι όταν ήρθαν οι πρώτοι δρυοκολάπτες. 


Τρώω μια μεγάλη μπουκιά μπρόκολο. Το μεσημέρι τρώμε πάντα ζεστό φαγητό. Το βράδυ όλα εδώ είναι κρύα: η αυλή, η σιωπή ανάμεσα στον μπαμπά και στη μαμά, οι καρδιές μας, οι φέτες το ψωμί αλειμμένες με ρωσική σαλάτα. Δεν μπορώ να βολευτώ στην καρέκλα μου, γέρνω λιγάκι απ’ τη μια, μετά απ’ την άλλη, προσπαθώντας να μη νιώθω το τσούξιμο στην τρύπα του πισινού μου, να μη νιώθω το δάχτυλο του Όμπε. Δεν πρέπει να με καταλάβουν. Αν καταλάβουν, ο αδελφός μου θα ξεκάνει το κουνέλι μου, ο Ντίβερτγιε θ’ απομείνει σέκος και παγωμένος σαν τα βράδια μας. Άλλωστε, εγώ η ίδια δεν του το είχα ζητήσει; Κι οι αγελάδες έτσι κρατάνε ήσυχους τους ταύρους, τους δείχνουν τα κωλομέρια τους. 

Στο τραπέζι δεν μπορώ να ξεκολλήσω το βλέμμα μου απ’ το στηθοσκόπιο που είναι ακουμπισμένο δίπλα στο πιάτο του κτηνιάτρου. Είναι η δεύτερη φορά που βλέπω αληθινό στηθοσκόπιο. Είχαν δείξει ένα μια φορά στο Nederland 1, αλλά χωρίς σώμα, γιατί το σώμα θα ’δειχνε πολύ γυμνό. Και πάλι φαντάζομαι το στηθοσκόπιο ν’ ακουμπάει στο γυμνό μου στήθος, τον κτηνίατρο να βάζει το αυτί στο μέταλλο και να λέει στη μαμά: “Νομίζω πως η καρδιά της είναι κομμάτια. Έχετε ιστορικό στην οικογένεια ή είναι η πρώτη φορά που κάποιος το παθαίνει αυτό; Ίσως θα έπρεπε να πάει στην ακτή, εκεί ο αέρας είναι πιο καθαρός, εδώ η μυρωδιά της κοπριάς ποτίζει τα ρούχα και η καρδιά αρρωσταίνει πιο εύκολα”. Τον φαντάζομαι να βγάζει ένα κοπίδι Stanley από την τσέπη του παντελονιού του, σαν αυτό που έχει ο μπαμπάς για να κόβει τα σκοινιά από τα δεμάτια της χαρτομάζας – τσακ τσακ και παρ’ τα κάτω. Τον φαντάζομαι μετά να σημαδεύει το στήθος μου μ’ ένα μαρκαδοράκι. Μετά σκέφτομαι τον Κακό Λύκο, που έφαγε τα εφτά κατσικάκια και τον έκοψαν με το ψαλίδι, για να τα βγάλουν ζωντανά – μπορεί μέσα από μένα να βγει ένα μεγάλο κορίτσι, χωρίς φόβους, ή έστω ένα κορίτσι που θα το δει ο κόσμος, ένα κορίτσι που έχει μείνει πολύ καιρό κρυμμένο κάτω από πολύ δέρμα και πολύ τζάκετ. Αν δεν μ’ ακούει με το στηθοσκόπιο, θα πρέπει να κολλήσει το αυτί του στο στήθος μου. Τότε, με την ανάσα μου και μόνο, θα ’κανα το κεφάλι του να κουνηθεί, πάνω κάτω, θα του ’δινα να με καταλάβει απλά με τις εισπνοές και τις εκπνοές μου. Θα ’λεγα ότι πονάω παντού, θα έδειχνα σημεία του κορμιού μου που δεν τα ’χει αγγίξει κανείς ακόμα – απ’ τα δάχτυλα των ποδιών μου, δηλαδή, ως τη χωρίστρα στο κεφάλι μου, κι ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους. Θα τραβούσα γραμμές ανάμεσα στις ελίτσες στο δέρμα μου, να ξέρουμε ποιες δεν πρέπει να περάσουμε, ή να δούμε τι εικόνα σχηματίζουν, σαν τις εικόνες που σχηματίζονται αν ενώσεις με τη σειρά κάποιες τελίτσες, κι ύστερα μπορείς να τις χρωματίσεις. Αλλά αν δεν ακούσει τις φωνές μου, αν δεν μ’ ακούσει που φωνάζω βοήθεια, τότε θα πρέπει να ξεκολλήσω το μεταλλικό στηθοσκόπιο απ’ το στήθος μου, ν’ ανοίξω το στόμα μου όσο μπορώ και να χώσω τη στρογγυλή του άκρη όσο πιο βαθιά μπορώ στο λαρύγγι μου. Τότε θα μ’ ακούσει θέλοντας και μη. Ο πνιγμός δεν είναι ποτέ καλό σημάδι”. 
Ο Όμπε μου χώνει μια αγκωνιά στο πλευρό. 


“Ε! Ξύπνα! Εδώ Γη, μ’ ακούς; Για δώσε μου τη σάλτσα”.

680
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Η μαμά μού δίνει τη σαλτσιέρα, το αυτάκι της έχει σπάσει. Στη σάλτσα επιπλέουν σταγονίτσες λίπους. Τη δίνω γρήγορα στον Όμπε, πριν καταστρέψει τη στιγμή ρωτώντας με τι σκεφτόμουν. Θα άρχιζε να λέει ένα και ένα όλα τα αγόρια του σχολείου, ενώ το αγόρι που στ’ αλήθεια σκέφτομαι συχνά έχει μόνο μια μικρή πλακέτα με τ’ όνομά του στο μέρος όπου άφηνε το ποδήλατό του. Έτσι κι αλλιώς, βέβαια, το κλίμα στο τραπέζι δεν είναι και πολύ ευχάριστο τώρα που χάσαμε τις αγελάδες κι ο κτηνίατρος μιλάει για τις ζημιές που έπαθαν όλοι στο χωριό από τον αφθώδη πυρετό. Οι περισσότεροι, λέει, δεν θέλουν καθόλου να το συζητήσουν, κι αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι, λέει, οι πιο απρόβλεπτοι: αυτοί, πριν προλάβεις να το σκεφτείς, τινάζουν τα πέταλα.


“Δεν τους καταλαβαίνω”, λέει ο μπαμπάς χωρίς να κοιτάζει κανέναν. “Αφού έχουμε τα παιδιά μας”.


Ρίχνω μια ματιά στον Όμπε, το κεφάλι του έχει ακουμπήσει σχεδόν στο πιάτο του, λες και μελετάει τη δομή του μπρόκολου, λες και ψάχνει τις τουφίτσες του για να δει αν γίνονται ομπρέλες, να κρυφτούμε αποκάτω τους. Από τις σφιγμένες γροθιές του καταλαβαίνω ότι έχει θυμώσει μ’ αυτά που είπε ο μπαμπάς – ή μ’ αυτά που δεν είπε. Όλοι ξέρουμε ότι ο μπαμπάς κι η μαμά μπορούν κι αυτοί να τα τινάξουν τα πέταλα, οποιαδήποτε στιγμή. Δεν παίρνω τα μάτια μου από τον κτηνίατρο, που ξανά και ξανά γλείφει με τη γλώσσα του το ασημένιο μέταλλο του μαχαιριού του. Έχει όμορφη γλώσσα – σκούρα κόκκινη. Σκέφτομαι τα φυτά στο θερμοκήπιο του μπαμπά, πώς κόβει μ’ ένα μαχαίρι τα νεύρα ενός μίσχου κι ύστερα τον μπήγει στο καθαρό χώμα με τα φύλλα προς τα πάνω και τον δένει με λεπτό συρματάκι για να τον στηρίζει όρθιο. Φαντάζομαι τη γλώσσα του ν’ αγγίζει τη δική μου. Θ’ αποκτήσω άραγε κι εγώ νεύρα; Θα μπορούν κι άλλοι να δουν πού έχω τσακίσει, που έχω σπάσει, πού έχω κοπεί; Θα μπορέσει να βγει από μέσα μου επιτέλους μια νέα ζωή, μια εκδοχή του εαυτού μου χωρίς τζάκετ; Πριν από λίγο καιρό, που η Χάνα έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα μου, κατάλαβα από τη γεύση της ότι είχε φάει την τελευταία καραμέλα με πιπερόριζα και μέλι. Αναρωτιέμαι αν η γλώσσα του κτηνιάτρου θα έχει κι αυτή γεύση μελιού, αν θα ησυχάσει τα μαμούνια στην κοιλιά μου».

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πάτρικ Λι Φέρμορ «Η εποχή της δωρεάς»

Το πίσω ράφι / Το «χωριατόπουλο χωρίς χαλινάρι» που εξελίχθηκε σε ρομαντικό ταξιδιωτικό συγγραφέα

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ και το συναρπαστικό χρονικό της νεανικής του περιπλάνησης στην Ευρώπη, πριν αρχίσει να ακούει στο όνομα «Μιχάλης» στην Κρήτη και «Παντελής» στη Μάνη, προτού γίνει ο «ξένος» που διαφήμισε την Ελλάδα όσο ελάχιστοι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
H «Διεθνής» της Alt-right, τα γνωρίσματα, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Βιβλίο / H «Διεθνής» της Alt-right, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Οι διαστάσεις του αντιεμβολιαστικού αντι-κινήματος, η πολιτικοποίηση της θρησκείας, ο ακροδεξιός κυβερνοχώρος, οι αντιδράσεις απέναντι στη λεγόμενη woke ατζέντα: Μια επίκαιρη συζήτηση με τους συγγραφείς του βιβλίου «Η Εναλλακτική Δεξιά στην Ελλάδα».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Βιβλίο / «Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Το βιβλίο της «Εκείνοι που δεν έφυγαν» μπήκε στις λίστες με τα καλύτερα του 2024. Η Αταλάντη Ευριπίδου έγραψε εφτά ιστορίες-χρονικά ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας, queer ατόμων, γυναικών και εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, σε μια συλλογή που συνδυάζει τη μαγεία του παραμυθιού και τη λαϊκή παράδοση με τη σύγχρονη ματιά για τον κόσμο.
M. HULOT
Η Σαντορίνη σε βιβλία

Βιβλίο / Η Σαντορίνη των ποιητών, των φωτογράφων, των περιηγητών

Το φημισμένο νησί των Κυκλάδων ανέκαθεν κέντριζε τη συγγραφική φαντασία και κινητοποιούσε την επιστημονική έρευνα με πολλαπλούς τρόπους. Μια συλλογή από τις πιο σημαντικές εκδόσεις για τη Σαντορίνη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Χρήστος Τσιόλκας: «Μπαρακούντα»

Το Πίσω Ράφι / Πώς αναμετριέται κανείς με την αποτυχία και την ντροπή που τον τυλίγει πατόκορφα;

Ο Χρήστος Τσιόλκας, ο συγγραφέας που μεσουράνησε με το «Χαστούκι» δεν σταμάτησε να μας δίνει λογοτεχνία για τα καυτά θέματα της εποχής μας. Και το «Μπαρακούντα» δεν αποτελεί εξαίρεση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Βιβλίο / Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Το έργο του Έρμαν Έσε, είτε ως λαμπρού εκφραστή της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης, είτε ως σύγχρονου μελετητή της ενδοσκόπησης, αποδεικνύεται πολύ πιο επίκαιρο και επιδραστικό από οποιοδήποτε life coaching, δεσπόζοντας ακόμα στις κορυφές των παγκόσμιων μπεστ σέλερ. Οι εκδόσεις Διόπτρα επανεκδίδουν τα πιο γνωστά βιβλία του με μοντέρνα εξώφυλλα και νέες μεταφράσεις. 
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

Βιβλίο / Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

«Ένα πράγμα μας σώζει», λέει ο Τσακ Πάλανιουκ για τον Ίλον Μασκ στη συνέντευξή του στον Telegraph. «Συνήθως, τέτοια άτομα είτε αποτυγχάνουν οικτρά είτε χάνουν την προσοχή μας».
THE LIFO TEAM
Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Tech & Science / Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων του μεγιστάνα της τεχνολογίας που μόλις κυκλοφόρησε φανερώνει πως γεννήθηκε στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή, και φτάνει μέχρι την ίδρυση της Microsoft το 1975.
THE LIFO TEAM
Καρολίνα Μέρμηγκα: «Συγγενής»

Το Πίσω Ράφι / «Συγγενής»: Ένα ταξίδι αυτογνωσίας με μια μεγάλη ανατροπή

Εκείνο που προσεγγίζει η Καρολίνα Μέρμηγκα στο βιβλίο της είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτές ορίζονται από τα δεσμά της οικογένειας, τις υπαρξιακές μας ανάγκες, τις κοινωνικές συμβάσεις.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Σελίν Κιριόλ «Φωνή χωρίς ήχο»

Το πίσω ράφι / «Ένα από τα πιο ιδιοφυώς γραμμένα μυθιστορήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας»

Έτσι είχε γράψει ο Πολ Όστερ εξαίροντας τη γραφή της Σελίν Κιριόλ στο «Φωνή χωρίς ήχο» για την οικονομία, τη συμπόνια και τις χιουμοριστικές πινελιές της, για τον τρόπο που προσεγγίζει μια γυναίκα αποξενωμένη σε μια απέραντη μεγαλούπολη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μαίρη Κουκουλέ

Οι Αθηναίοι / Μαίρη Κουκουλέ (1939-2025): Η αιρετική λαογράφος που κατέγραψε τη νεοελληνική αθυροστομία

Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, υπήρξε σύντροφος ζωής του επίσης αιρετικού Ηλία Πετρόπουλου. Ο Μάης του ’68 ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έζησε. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ