Η Εμμανουήλ Μπενάκη ήταν κάποτε η κεντρική οδός «Προαστίου» της Νεάπολης, που άρχισε να σχηματίζεται στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα από νησιώτες οικοδόμους, μαρμαράδες, λατόμους, χτίστες και σοβατζήδες που την εποίκησαν γιατί ήταν εκτός σχεδίου, άρα φθηνότερη. Το όνομα του δρόμου άλλαξε το 1928.
Από την οδό Ακαδημίας έως τη λεωφόρο Αλεξάνδρας και από τους πρόποδες του Λυκαβηττού έως τα Εξάρχεια (η περιοχή δυτικά της Νεάπολης, η οποία σχηματίστηκε μεταξύ των ετών 1870-1880 κάτω από τον λόφο του Στρέφη και ονομάστηκε έτσι γύρω στο 1900), αυτή η προέκταση της πόλης κατοικήθηκε εντατικά από φοιτητές που, ερχόμενοι από την επαρχία, νοίκιαζαν, υπενοικίαζαν δωμάτια ή έμπαιναν οικότροφοι σε σπίτια*.
Αν σας προτείνει κάποιος να βγείτε στα σημερινά Εξάρχεια, είναι πολύ πιθανό να συναντηθείτε σε κάποιο από τα πολλά καφενεία νέας κοπής που απλώνουν τα τραπεζάκια τους στα στενά τους πεζοδρόμια. Μπορεί να διατηρείτε αυτήν τη συνήθεια εξόδου από τα φοιτητικά σας χρόνια, άλλωστε η περιοχή δεν σταμάτησε ποτέ να έλκει τους νεότερους κατοίκους της πόλης, απ' όταν αυτοί αποζητούσαν να γίνουν μέρος των ζυμώσεων στα φιλολογικά της στέκια μέχρι σήμερα, που σε κάθε εκδοτικό οίκο αντιστοιχεί κι ένα μαγαζί με μεζέδες, σχεδόν.
Το παλιό του μωσαϊκό παραμένει ανέγγιχτο, η χαρακτηριστική πολύχρωμη και ζωγραφισμένη με το χέρι επιγραφή του στην τζαμαρία «καφέ-μπαρ-ουζερί η Λέσβος-χταπόδι στα κάρβουνα-ούζο Μυτιλήνης» έχει φτιαχτεί από αγιογράφο, κανείς δεν θυμάται να μου πει το όνομά του.
Ίσως να έχετε κανονίσει να τα πείτε στην Εμμανουήλ Μπενάκη, εκεί όπου στέκει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο παλιά μαγαζιά της γειτονιάς. Συνυφασμένο με το παρελθόν της, σερβίρει για περισσότερο από μισό αιώνα ουζομεζέδες που, εκτός από τη νοστιμιά τους, κουβαλάνε ιστορία, αφού έχουν υπάρξει αφορμή συνάντησης εσωτερικών μεταναστών.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, δύο αδέλφια, οι Γραμμέληδες, φεύγουν από την Αγιάσο της Λέσβου για να βρουν την τύχη τους στην Αθήνα. Ο ένας έχει κάνει μάγειρας στον στρατό, ενώ και οι δύο είχαν εικόνες από το καφενείο που διατηρούσε ο πατέρας τους στη Μυτιλήνη. Ξέροντας να προσφέρουν λίγα πράγματα, φτιάχνουν ένα ουζερί και του δίνουν το όνομα του τόπου τους. Αρχικά το λειτούργησαν στην απέναντι γωνία, μέχρι που, έναν χρόνο μετά, το 1968, χτίστηκε η πολυκατοικία, στο ισόγειο της οποίας δουλεύει ακόμα το μαγαζί.
Από τη στιγμή που η επικοινωνία δεν είχε τις ευκολίες που γνωρίζουμε σήμερα, πολλοί από τους νησιώτες που αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή στην πρωτεύουσα έδιναν ραντεβού στο μαγαζί των συγχωριανών τους, οι κοντινές συγκοινωνίες που σταματούσαν και ξεκινούσαν από την πλατεία Κάνιγγος τούς εξυπηρετούσαν προκειμένου να προσεγγίσουν το κέντρο. Όταν οι συγγενείς τους ήθελαν να τους στείλουν δέμα με τρόφιμα, έδιναν τη διεύθυνση του ουζερί. Αφού πήγαιναν που πήγαιναν μέχρι εκεί, οι παραλήπτες ξαπόσταιναν για να απολαύσουν ένα ούζο. Και κάπως έτσι το μαγαζί έγινε το στέκι των Λέσβιων. Μαζί τους, στα διπλανά τραπέζια έχουν τσουγκρίσει η Σωτηρία Μπέλλου, η Βίκυ Μοσχολιού και ο Γιώργος Ζαμπέτας, ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού, πληθώρα καλλιτεχνών, δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών.
Πριν από έναν χρόνο, ο Νίκος Ξανθόπουλος έγραψε στο Facebook, ανεβάζοντας μια φωτογραφία από κει: «Το φημισμένο ουζερί του Μυτιληνιού Χρ. Γραμμέλη στην Εμμ. Μπενάκη. Γνώρισε δόξες και στις δύο εποχές του. Την πρώτη και κυριότερη για μένα, αριστερά όπως ανεβαίνεις την Μπενάκη, γωνιακό παλιακό οίκημα, με ξύλινο πάτωμα όλο ρόζους που εξείχαν. Και τη δεύτερη, στη δεξιά μεριά του δρόμου, ισόγειο πολυκατοικίας.Το μαγαζί δεν είναι τα ντουβάρια, το μαγαζί είναι οι άνθρωποι. Μέσα σ’ αυτό το ουζερί γράψαμε τα περισσότερα σενάρια με τον Κοντέλη. Αλλά και με άλλους: Γρηγορίου, Ολύμπιο, Κυριακό, Μάτσα, Καπώνη. Κοντά ήταν το κτίριο που στέγαζε τις κινηματογραφικές εταιρείες. Έτσι τα μεσημέρια έβρισκες στο ουζερί γνωστές φάτσες αλλά και πασίγνωστες. Όπως τον Θανάση Βέγγο, τον Κώστα Καραγιάννη τον Σωτήρη Μουστάκα. Και δικηγόρους από τα γύρω γραφεία. Εκεί έρχονταν τα δέματα από τη Μυτιλήνη για τους φοιτητές, τρόφιμα από το σπίτι, κάνα σφουγγάτο, καμιά μπλατζέτα, τίποτα ελιές ρουπάδες. Κι έπαιρνε ο ταχυδρόμος τ’ άπλυτα να τα πάει στις μανάδες, να 'ρθουνε πεντακάθαρα, πού πλυντήρια εκείνη την εποχή».
Ένας από αυτούς του ξενιτεμένους νησιώτες που γνώρισε το ουζερί στα φοιτητικά του χρόνια για όλους τους παραπάνω λόγους ήταν ο Μιχάλης Γιαννέλης. «Για να δεις τότε τον χωριανό σου υπήρχαν δύο τρόποι, ή να πας στους τοπικούς συλλόγους, που τότε ανθούσαν, ή να έρθεις εδώ, που ήξερες ότι και θα τον πετύχαινες χωρίς τηλεφώνημα και καλό ούζο θα έπινες. Ερχόμασταν, λοιπόν, όλοι, σιγά-σιγά φέρναμε και τους φίλους που κάναμε στην πόλη». Καθώς παρέμεινε πιστός θαμώνας της, στα τέλη του 2006 έμαθε ότι η Λέσβος της Αθήνας πωλείται. «Είμαι ερωτευμένος με το νησί και την παράδοσή του, για να τη διατηρήσω λοιπόν αποφάσισα να αγοράσω το μαγαζί και να το συνεχίσω».
Μέχρι σήμερα, οι κεφτέδες, αυτοί με τον κιμά, οι πατατοκεφτέδες και οι κολοκυθοκεφτέδες φτιάχνονται όπως τους έκαναν οι πρώτοι ιδιοκτήτες, γενικά όσα βγαίνουν από το τηγάνι της κουζίνας της Λέσβου είναι για να τα δοκιμάσετε. Ο σημερινός ιδιοκτήτης πρόσθεσε πράγματα στον κατάλογο, προσπαθώντας να διατηρήσει αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία ενός ουζερί που θυμίζει το νησί, όπως φροντίζει να τονίζει.
Κάνει ωραία φασόλια πιάζ και φάβα με μπόλικο κρεμμύδι, παστώνει ο ίδιος τον γαύρο και τον κολιό, σερβίρει τέλεια κουτσομούρα σαβόρο, τα τραπέζια θα δείτε να ζητάνε χταπόδι που βγαίνει ζουμερό από τα κάρβουνα και σουπιές, έχει καλαμάρι φρέσκο κι ένα λαδοτύρι από το χωριό του κύριου Μιχάλη, που βγάζει υπέροχα αρώματα, αν το παραγγείλετε ψητό.
Το ούζο είναι μόνο μυτιληνιό, στη σιφονιέρα του θα δείτε δεκάδες ετικέτες, «αν το νησί βγάζει είκοσι δύο με είκοσι τρεις, εδώ προσφέρονται σχεδόν όλες, λέω σχεδόν γιατί υπάρχουν και πολύ μικρές ποτοποιίες που παράγουν ποσότητα για ένα χωριό. Το ούζο μας είναι το καλύτερο, γιατί γίνεται ακόμα με την παραδοσιακή μέθοδο απόσταξης, παρόλο που πλέον το εμπορεύονται και μεγάλες εταιρείες».
Το παλιό του μωσαϊκό παραμένει ανέγγιχτο, η χαρακτηριστική πολύχρωμη και ζωγραφισμένη με το χέρι επιγραφή του στην τζαμαρία «καφέ-μπαρ-ουζερί η Λέσβος-χταπόδι στα κάρβουνα-ούζο Μυτιλήνης» έχει φτιαχτεί από αγιογράφο, κανείς δεν θυμάται να μου πει το όνομά του. Κάθε πρωί σχέδια του Θεόφιλου τοποθετούνται στις κολόνες του εξωτερικού χώρου, το βράδυ μαζεύονται.
Πολλοί πιστεύουν ότι το τζουκμπόξ και η λατέρνα που διακοσμούν τον χώρο έχουν ξεμείνει από το παρελθόν, όμως στην πραγματικότητα είναι πιο πρόσφατες προσθήκες, ο κύριος Μιχάλης τα τοποθέτησε. «Το διαμορφώσαμε λίγο διαφορετικά το μαγαζί, να συμβαδίζει και με τα σημερινά δεδομένα» λέει, εννοώντας μάλλον αυτήν τη ρετρολαγνεία που κατέκλυσε κάποια στιγμή την πόλη και τα μαγαζιά της. Η Λέσβος, βέβαια, μοιάζει σαν να ήταν πράγματι πάντα έτσι.
«Έχω συνέχεια παρέες με νέους, είναι και περιοχή που τους τραβάει, είτε ψάχνουν να μείνουν εδώ είτε έρχονται μόνο για να βγουν. Έτσι ανανεώνεται συνέχεια ο κόσμος των Εξαρχείων, που εγώ πιστεύω ότι αλλάζει διαρκώς προς το καλύτερο. Είναι και σημείο συνάντησης επαγγελματιών, συχνάζουν ακόμα οι δικηγόροι των γύρω γραφείων, οι μηχανικοί που ανανεώνουν τώρα την Αθήνα με διάφορους τρόπους και οι εργάτες, άνθρωποι που απλώς περνάνε, το βλέπουν και κάθονται. Έχουμε και πολλούς τουρίστες λόγω του σημείου.
Υπάρχουν πελάτες σχεδόν καθημερινοί, οι μεγαλύτεροι μας προτιμούν γιατί δεν ψάχνουν για εκπλήξεις, ξέρουν τι θα βρουν, είναι εκείνοι που γνωρίζουμε τι θα φάνε, πώς το θέλουν και τι θα πιουν. Όπως έγραψε ένας πελάτης μας, μοιάζουμε με μια “όαση ψαριού στο κέντρο της Αθήνας”, και είναι δύσκολο πράγμα το ψάρι στο κέντρο. Εμάς δεν μας νοιάζει από πού είναι το ψάρι, ποσώς μας ενδιαφέρει αν δεν έρχεται από τη Μυτιλήνη κι έρχεται από τη Χίο, αρκεί να είναι το πιο φρέσκο, κι αν είσαι από νησί μπορείς να το ξεχωρίσεις αυτό».
Το πιάνο που θα δείτε στον χώρο δεν είναι εκεί μόνο για αισθητικούς λόγους, χρησιμοποιείται κιόλας. Την Παρασκευή το βράδυ και τα μεσημέρια του Σαββατοκύριακου από τη Λέσβο ακούγονταν μουσικές, «το Σάββατο είχαμε τον Νίκο με το πιάνο, έναν τραγουδιστή λαϊκό, που ήξερε να τους ξεσηκώνει όλους, έλεγε ό,τι τραγούδι ήθελες στο πιάνο. Την Κυριακή είχαμε σαντούρι και κιθάρα από πολύ καλά παιδιά, ήταν η μέρα των νησιωτών αυτή».
Εγώ θυμάμαι ότι την τελευταία βραδιά κανονικότητας που πέρασα στη Λέσβο με μια ετερόκλητη παρέα πέτυχα έναν τραγουδιστή που, όταν πλέον η ώρα ήταν αρκετά περασμένη και είχαν ακουστεί όλα τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά της τάβλας, άρχισε να λέει ένα κομμάτι του Τζόνι Κας, αν θυμάμαι καλά, αφήνοντάς μας όλους άφωνους. Τον λένε Χρήστο, είναι τενόρος και η φωνή του λείπει από την Εμμανουήλ Μπενάκη, όπως και κάθε ίχνος μουσικής αυτές τις μέρες.
*Με στοιχεία από το βιβλίο «Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» - Θανάσης Γιοχάλας, Τόνια Καφετζάκη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012
Λέσβος, Εμμανουήλ Μπενάκη 38, Αθήνα, 21 0381 4525, Facebook