Ένας σπάνιος πίνακας του Τουλούζ Λοτρέκ που έμεινε σε ιδιωτική συλλογή για περισσότερο από έναν αιώνα βγαίνει σε δημοπρασία και η σπανιότητα οφείλεται στο θέμα του. Πρόκειται να δημοπρατηθεί στις 29 Ιουνίου από τον παρισινό οίκο Artcurial, με τιμή εκτίμησης περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια, τιμή πολύ χαμηλότερη από αυτή που πουλήθηκε το έργο του La Blanchisseuse (1886-87) το 2005, στον οίκο Christie's, για 22,4 εκατομμύρια δολάρια.
Ο πίνακας είναι μακριά από τη συνήθη θεματική του Λοτρέκ: οι φίλες του στα καμπαρέ του Παρισιού και τα στενά της Μονμάρτης, η απεικόνιση της πολύχρωμης θεατρικής παριζιάνικης ζωής στα τέλη του 19ου αιώνα και οι εικόνες μιας παρακμής που έπαιρνε άλλο φως μέσα από τα έργα του.
Καμπαρέ, στενά, το Μουλέν Ρουζ και πάντα οι γυναίκες, αρτίστες, χορεύτριες, πόρνες, βεντέτες των καφέ σαντάν, ταυτίζονται απόλυτα με το όνομα ενός από τους μεγαλύτερους Γάλλους χαράκτες, ζωγράφους, σχεδιαστές και εικονογράφους που πέρασαν από την ιστορία της τέχνης,
Αυτό και άλλο ένα έργο του όμως ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία. Πρόκειται για το Une opération par le Docteur Péan à l'Hôpital International (1891) που απεικονίζει μια χειρουργική επέμβαση σε ένα παρισινό νοσοκομείο. Αφού ζωγράφισε τη σκηνή εκ του φυσικού, ο καλλιτέχνης το χάρισε στον γνωστό του γιατρό Frédéric Baumgarten, ο οποίος φαίνεται να στέκεται στο κέντρο παρατηρώντας τη χειρουργική επέμβαση. Το έργο ανήκει στην οικογένεια του Baumgarten για 130 χρόνια.
Καθώς δεν σταμάτησε να αποτελεί ποτέ αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου που τον περιέβαλλε και τον απαθανάτιζε καθημερινά, τα έργα του απεικόνιζαν με αξεπέραστη δύναμη τα πρόσωπα και την εποχή του.
Η μορφή που εκτελεί την εγχείρηση είναι ένας άλλος γιατρός, ο Emile Péan. Στον πίνακα απεικονίζεται με μαύρο χρώμα, με την πλάτη του προς τον θεατή, καθώς στέκεται πάνω από τον ασθενή. Συνοδεύεται από νοσοκόμα και βοηθό και περιβάλλεται από πολλούς άλλους γιατρούς που μελετούν τη διαδικασία.
O Ανρί ντε Τουλούζ Λοτρέκ είχε προσωπική σχέση με τους δυο γιατρούς και ήταν ασθενής τους. Ο νεαρός γόνος ιστορικής και αριστοκρατικής οικογένειας ήταν πάντα φιλάσθενος και έπειτα από δυο ατυχήματα στα 12 και 14 του χρόνια, όταν έσπασε το αριστερό και το δεξί του πόδι αντίστοιχα, η ανάπτυξή του σταμάτησε και έμεινε σχεδόν νάνος (είχε μόλις 1,50 μ. ύψος).
Ο νάνος-ευγενής έζησε ανάμεσα στα κορίτσια της νύχτας που σήμερα θα είχαμε ξεχάσει, ως παρατηρητής και συμμέτοχος του καλλιτεχνικού αλλά και σκοτεινού λαϊφστάιλ της εποχής του.
Από το 1887, όταν έφτασε στο Παρίσι και νοίκιασε ένα διαμέρισμα πίσω από το νεκροταφείο της Μονμάρτης, ζούσε ανάμεσα σε ένα πλήθος από εργάτες, έμπορους, κακοποιούς, νταβατζήδες, πόρνες και ένα μποέμικο πλήθος καλλιτεχνών και δεν σταμάτησε να αναζητά τα θέματά του σε αλέες, σε μπαρ και μπορντέλα, στα διάσημα κλαμπ της εποχής όπως τα Le Chat Νoir (Ο Μαύρος Γάτος), Le Lapin Αgile (Το Σβέλτο Κουνέλι), La Cigale (Τo τζιτζίκι) και φυσικά στο Le Μoulin Rouge (Ο Κόκκινος Μύλος), αρχίζοντας ένα ταξίδι δημιουργικό, παρακμιακό και καταστρεπτικό που θα τον τοποθετούσε στο πάνθεον των μεταϊμπρεσιονιστών και θα τον συνέδεε άρρηκτα με τη νυχτερινή ζωή της εποχής του.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1882-1885) και το 1885 είχε ήδη δικό του εργαστήρι στη Mονμάρτη, Γνώριζε καλά το έργο των ιμπρεσιονιστών και ο πρώτος του πίνακας («Το τσίρκο Φερνάντο», 1888) θύμιζε από μορφική άποψη τον Μανέ, τον Ντεγκά και τον διάσημο την εποχή εκείνη σχεδιαστή αφισών, Ζιλ Σερέ.
Καθώς δεν σταμάτησε να αποτελεί ποτέ αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου που τον περιέβαλλε και τον απαθανάτιζε καθημερινά, τα έργα του απεικόνιζαν με αξεπέραστη δύναμη τα πρόσωπα και την εποχή του. Όπως και ο Ντεγκά, δούλεψε με μεγάλη ποικιλία υλικών και, ήδη από το 1891, η φήμη του ως σχεδιαστή αφισών και γενικά λιθογραφιών υπήρξε μεγάλη.
Ο Λοτρέκ, μέγας εκκεντρικός, μέσα στον προσωπικό του μικρόκοσμο, κατέγραψε όσο κανένας άλλος μια καθημερινότητα με την έντονη αίσθηση της θεατρικότητας, μέσα από τους γυναικείους τύπους που στέκονται πάντα στο κέντρο του εικαστικού του κόσμου.
Παραδομένος στο αλκοόλ και τις καταχρήσεις, με διαλυμένη την υγεία του εξαιτίας της πνευματικής και φυσικής του εξάντλησης, ο Λοτρέκ μέσα από την ελευθερία που επέλεξε προκειμένου να δημιουργήσει χωρίς περιορισμούς, επέλεξε και τον δρόμο της προσωπικής καταστροφής.
Το 1899 νοσηλεύεται και αφήνει τα πινέλα του στην άκρη. Η υγεία του δεν επανήλθε ποτέ και επιστρέφει στο πατρικό του, στη μητέρα του, στης οποίας τα χέρια θα ξεψυχήσει, παράλυτος, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1901.