«ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ ΤΟ ΜΠΑΣΟ!» Τη διαταγή ξεστόμισε το φθινόπωρο του 1949 ο ιδιόρρυθμος κ. Κοσκινάς, δάσκαλος μουσικής στο Αναμορφωτικό Κατάστημα Κορυδαλλού. Κι ο αποδέκτης της, ο εντεκάχρονος τρόφιμος Γιάννης Ζουγανέλης, με το που ψέλλισε τις αντιρρήσεις του (το μπάσο, η τούμπα δηλαδή, ήταν για τους χαζούς, πιο ευτελές όργανο δεν υπήρχε!) έφαγε το ξύλο της χρονιάς του.
Ο μικρός φορτώθηκε το τεράστιο πνευστό με βαριά καρδιά. Γρήγορα όμως συμφιλιώθηκε – «αυτό έχω, αυτό θ’ αγαπήσω, μ’ αυτό θα εκφραστώ». Όπως θα έγραφε ο ίδιος αργότερα, «κάθε όργανο είναι ό,τι θέλει ο εκτελεστής του».
Ο μουσικός Γιάννης Ζουγανέλης (1938-2006) είναι ο καλλιτέχνης που μεταμόρφωσε την τούμπα από όργανο συνοδείας σε όργανο σολιστικό, προικίζοντας τη μουσική μας φιλολογία με περισσότερα από τριάντα πέντε έργα –του Θ. Αντωνίου, του Γ. Σισιλιάνου, του Γ. Παπαϊωάννου– γραμμένα ειδικά για κείνον. Αριστούχος του Εθνικού Ωδείου και συνταξιοδοτημένος από τη Φιλαρμονική Αθηνών, περιζήτητος συνεργάτης του Λοΐζου, του Χατζιδάκι, του Σαββόπουλου, τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, κι επί τριάντα χρόνια σολίστ στις κρατικές ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης ή στις συμφωνικές της ΕΡΤ και του Δήμου Αθηναίων, ο Ζουγανέλης, μέχρι να τσακίσει ο καρκίνος τους πνεύμονές του, είχε γυρίσει με την τούμπα του όλον τον κόσμο.
Ούτε το χειροκρότημα, όμως, ούτε η ανέλιξη, ούτε η αποδοχή κατάφεραν να ξεριζώσουν από μέσα του αυτό που αρχικά υπήρξε: ένα φτωχόπαιδο της Κατοχής, κλεισμένο σε τρυφερή ηλικία στον Κορυδαλλό ώστε να του παρέχονται τα προς το ζην, ένας ημιαγράμματος έφηβος που χαιρόταν και λυπόταν κατ’ εντολήν, αντιμετωπίζοντας τον έξω κόσμο με φόβο, έκπληξη και αμηχανία.
Μέσα από τις σελίδες του δίτομου αυτού έργου αναδύεται ένας ονειροπόλος με πυγμή. Ένας άνθρωπος που χρειάζεται το μεροκάματο απεγνωσμένα, αλλά δεν είναι διατεθειμένος να χαραμίσει τη ζωή του κλεισμένος σ’ ένα εργοστάσιο.
Μολονότι απόφοιτος Δημοτικού –από τις επιγραφές των καταστημάτων είχε μάθει ορθογραφία– ο Ζουγανέλης δεν εκφραζόταν μόνο με τις νότες αλλά και με τις λέξεις. Μια περίοδο εξέδιδε με τον Γιάννη Πατίλη το περιοδικό «Κριτική και κείμενα». Και την εποχή που θέριευε η φούσκα, όταν στρατιές Ελλήνων αγωνίζονταν να πετάξουν από πάνω τους ό,τι τους θύμιζε την ταπεινή τους καταγωγή, ο ίδιος έφερνε σε κοινή θέα τα νεανικά του βιώματα δημοσιεύοντας γι’ αρχή τον «Ήχο της σάλπιγγος» (Καστανιώτης, 2000), αυτό το «θαυμαστό εγκόλπιο ιθαγένειας», σύμφωνα με τον Κωστή Παπαγιώργη.
Πέντε χρόνια αργότερα η αυτοβιογραφία του, με τον ίδιο γενικό τίτλο αλλά συμπληρωμένη κι απλωμένη σε δύο τόμους («Με δυό απλές γραμμές», «Οι τόποι είναι ήχοι») πέρασε στον κατάλογο του «Γαβριηλίδη». Σήμερα, θύμα κι αυτή της πτώχευσης του εκδοτικού οίκου, είναι δυσεύρετη. Μακάρι να ενδιαφερθεί κανείς να την επανεκδώσει.
Με τον «Ήχο της σάλπιγγος» ο Ζουγανέλης επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε, στον Κοκκινόβραχο του Πειραιά, με τα χωράφια και τους χειμάρρους του, στο σωφρονιστικό κατάστημα και στον πρώτο του δάσκαλο μουσικής, στο καμαράκι της μάνας του που σειόταν από ομηρικούς καυγάδες, στο στρατιωτικό στρατόπεδο που του θύμιζε παιδική χαρά γεμάτη μηχανές και τζιπ, στα σοκάκια της Πάτρας όπου, αμούστακο παλικαράκι ακόμα, απέκτησε γυναίκα και παιδί, στις μπάντες με τις οποίες γύριζε στα πανηγύρια…
Όσο πιστότερα στην πραγματικότητα ήταν όσα έγραψε, τόσο πιο απίστευτα μοιάζουν. Κι όμως, βλέπουμε ότι παρά την υλική και την ψυχική μιζέρια που επικρατεί γύρω του, ο αφηγητής ανθίζει κι επιβιώνει.
Μέσα από τις σελίδες του δίτομου αυτού έργου αναδύεται ένας ονειροπόλος με πυγμή. Ένας άνθρωπος που χρειάζεται το μεροκάματο απεγνωσμένα, αλλά δεν είναι διατεθειμένος να χαραμίσει τη ζωή του κλεισμένος σ’ ένα εργοστάσιο. Κάπου βαθιά μέσα του ξέρει ότι η μουσική θα του ανοίξει τον δρόμο. Το ξέρει από εκείνη την ημέρα στο ίδρυμα που έπιασε στα χέρια του μια τρομπέτα κι όλες του οι στενοχώριες έγιναν ασήμαντες.
Στην απέραντη παράγκα που ήταν η μεταπολεμική Ελλάδα, μια τέτοια στάση προκαλούσε οργή ή περιφρόνηση. Χάρη σ’ αυτήν, όμως, έγινε ο Ζουγανέλης ό,τι έγινε. «Άκουγα αυτό που έπαιζα, ένιωθα μεγάλη χαρά, τις επόμενες νότες τις έπαιζα φορτισμένες με τη χαρά που προηγήθηκε, πήγαινε συνέχεια έτσι, τόσο που μυρμήγκιαζε το κορμί από τη συγκίνηση, το σώμα γινόταν ελαφρύ, ένα μη καθημερινό αίσθημα πληρότητας ξεχείλιζε, ένα αίσθημα πλήρους αδυναμίας και παντοδυναμίας, μια ευτυχία ήταν διάχυτη παντού, και πού να χωρέσεις σε τέτοια ένταση –δεν σε συμμερίζεται κι ο άλλος– κάνεις προσπάθεια να "προσγειωθείς" και τότε, μόνο που το σκέφτηκες, γίνεσαι καθημερινός και να όλα τα πρόσωπα και τα πράγματα στη "σωστή" τους διάσταση»…
Την περιπετειώδη διαδρομή του από τα χαμόσπιτα του Κοκκινόβραχου, τη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών και τα πανηγύρια της Πάτρας ως το Εθνικό Ωδείο και τη Φιλαρμονική –τριάντα χρόνια κακουχιών που αντί να τον λυγίσουν τον πείσμωσαν– ο Ζουγανέλης είχε αρχίσει να την ξετυλίγει γραπτώς από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Κάποιος που υπήρξε ορφανός από πατέρα, με μια μάνα τέρας εγωισμού (γι’ αυτό τον είχε κλείσει στον Κορυδαλλό, για ν’ απαλλαγεί από την φροντίδα του), με τη μία αδελφή «παραστρατημένη» και με την άλλη απούσα διαρκώς, προικισμένος μεν μουσικός αλλά απένταρος πατέρας τριών παιδιών στα είκοσι τρία του, θα μπορούσε, στην ωριμότητά του και καταξιωμένος πια, να εκθέσει τις πληγές του δημοσίως απλώς για να εκτονωθεί. Ό, τι ωστόσο απλώνεται στον «΄Ηχο της σάλπιγγος» δεν είναι παρά η αλήθεια μιας ζωής που για τον Ζουγανέλη υπήρξε το μοναδικό του καταφύγιο.
Αν δεν τον πίεζαν οι φίλοι του, ο Παπαγιώργης και ο Μιχάλης Γκανάς, ίσως να μην είχε γράψει τίποτα. Αν δεν παρουσιάζονταν κάθε τόσο επιμελητές που ήθελαν να φέρουν το γραπτό του στα μέτρα τους, ίσως να το είχε δημοσιεύσει νωρίτερα. Με τέτοιο υλικό, άλλος θα έγραφε ένα σκέτο μελόδραμα. Ο Ζουγανέλης, όμως, κατάφερε να παντρέψει αρμονικά τον ήχο της σάλπιγγος με τον ήχο των λέξεων, τη σκληρότητα με τα πιο ευγενικά αισθήματα, την αφέλεια με τη σοφία.
Η μαρτυρία του, σφραγισμένη από ευαισθησία και αξιοπρέπεια, διαβάζεται σαν μια αφοπλιστική εξομολόγηση και ταυτόχρονα σαν ντοκουμέντο μιας εποχής που, θέλουμε δεν θέλουμε, υπήρξε. Κρίμα να μην κυκλοφορούν τέτοια βιβλία.