ΠΩΣ ΤΡΥΠΩΝΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ στον ύπνο των ανθρώπων; Αυτή ήταν η ιδέα του Ούγγρου νομάδα διανοούμενου Εμίλ Ζιτιά, που στο διάστημα 1939-1945 κατέγραψε τα όνειρα ογδόντα δύο ανθρώπων, κάθε ηλικίας, κάθε εθνικότητας, κάθε φύλου, κάθε επαγγέλματος, για να ανακαλύψει τι σκέφτονταν οι άνθρωποι του πολέμου και της αντίστασης την ώρα που κοιμόντουσαν. Απ’ αυτά τα ογδόντα δύο όνειρα, καταγεγραμμένα στα γαλλικά, η έκδοση της Άγρας περιλαμβάνει είκοσι επτά, που είναι αρκετά για να καταλάβουμε τον εφιαλτικό, κυριολεκτικά, κόσμο του πολέμου.
«Συνήθιζα να ρωτάω κάθε λογής άνθρωπο –παιδιά, γέρους εργάτες, χωρικούς, διανοούμενους– τι όνειρα έβλεπε» γράφει ο Ζιτιά. Συνέλεξε έτσι απίστευτης δύναμης και φαντασίας ιστορίες και εικόνες που συγκροτούν, κατά τον ίδιο, ένα είδος πολεμικού μυθιστορήματος. Διαβάζοντας τώρα αυτές τις ιστορίες, διαπιστώνουμε ότι ο συγγραφέας δημιούργησε από το μηδέν ένα άγνωστο κεφάλαιο του πολέμου και της αντίστασης. Τα όνειρα διαβάζονται ως λογοτεχνικό έργο και από την άποψη αυτή η μετάφραση της Ευγενίας Γραμματικοπούλου τα αντιμετωπίζει, πολύ σωστά, ως διηγήματα.
Μέχρι το τέλος της ζωής του εξακολουθούσε να ανησυχεί για τα υλικά ζητήματα, αφού δεν ήταν ποτέ καλός, όπως ο ίδιος είχε αποκαλύψει, στη διαχείριση των χρημάτων.
Ο Ζιτιά σκέφτηκε να καταγράψει τα όνειρα των ανθρώπων του πολέμου κάποια στιγμή μέσα στον Ιούλιο του 1940. Ο γερμανικός στρατός προέλαυνε στη Γαλλία και χιλιάδες Γάλλοι τρέπονταν, μαζικά, σε φυγή προς τον Νότο. Ανάμεσά τους και ο Ζιτιά, που έζησε πολλές μέρες σ’ ένα κέντρο υποδοχής στη Λιμόζ. Δίπλα του, ένας άνδρας με τσακισμένη έκφραση έσκιζε μια εφημερίδα σε μικρά κομματάκια και τα πετούσε σαν κομφετί. Ο άγνωστος άνδρας τού είπε κάτι που φαίνεται ότι πυροδότησε το όλο σχέδιο. Ήταν μια φράση σχεδόν κωδικοποιημένη, σαν ένα αίνιγμα: «Γαμώτο, δεν έχεις το κουράγιο ούτε να κοιμηθείς. Αρπάζεσαι από τον ύπνο, με όλες σου τις δυνάμεις, για να μη σε καταπιούν τα όνειρά σου».
Κάθε όνειρο ξεκινάει με μια φράση γνωριμίας που μας δίνει βασικά στοιχεία για τον αφηγούμενο. Για παράδειγμα: «Ήταν περίπου εξήντα χρονών και συνεπώς δεν ήταν στρατεύσιμος. Γιατρός στο Παρίσι, ακραιφνής ορθολογιστής, εχθρός κάθε μεταφυσικής». Ή πάλι: «Αυτή η νεαρή γυναίκα, παντρεμένη με Εβραίο, αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη της λέξης ρατσισμός». Ακόμη: «Γερμανός συγγραφέας, ένθερμος φίλος της Γαλλίας από τα νιάτα του».
Ανάμεσα στους ονειροαφηγητές είναι κι ένας «διάσημος Έλληνας μυθιστοριογράφος» που μπορούμε να εικάσουμε, σύμφωνα με τις σημειώσεις της μεταφράστριας, ότι πρόκειται για τον Νίκο Καζαντζάκη που εκείνη την εποχή ήταν στη Γαλλία. Τι όνειρο αφηγήθηκε ο Καζαντζάκης ή, τουλάχιστον, ο διάσημος Έλληνας μυθιστοριογράφος; Ας το δούμε:
«Βρισκόμουν, φυσικά, σε ένα θέατρο. Δεν ξέρω ποιο έργο παιζόταν. Στη σκηνή δεν βρίσκονταν ηθοποιοί αλλά δήμιοι. Στη μέση ένας πελώριος βράχος χρησίμευε ως πάγκος πάνω στον οποίο οι δήμιοι έκοβαν κεφάλια με τα τσεκούρια τους. Οι πιο επιδέξιοι απ’ αυτούς ονομάζονταν υπουργοί. Ξαφνικά, έσυραν και τη γυναίκα μου στη σκηνή για να την αποκεφαλίσουν. Ούρλιαζα, ήθελα να πηδήξω κι εγώ πάνω στη σκηνή, αλλά κάθε σειρά καθισμάτων ήταν τα σύνορα μιας ξένης χώρας και τελωνειακοί του στρατού ζητούσαν να δουν το διαβατήριό μου. Προς μεγάλη μου φρίκη, διαπίστωσα ότι ποτέ στη ζωή μου δεν είχα εκδώσει διαβατήριο».
Ένας άλλος αφηγητής, «ζωγράφος, πατέρας δύο πολύ συμπαθητικών κοριτσιών», που έζησε την εμπειρία του εγκλεισμού στο στρατόπεδο του Ντρανσί –ενός στρατοπέδου κοντά στο Παρίσι, απ’ όπου «έφυγαν» οι περισσότεροι Γαλλοεβραίοι για το Άουσβιτς– είδε το εξής όνειρο: «Έβλεπα ότι μου έφερναν ένα τεράστιο πιάτο μακαρόνια με ζάχαρη, υπέροχα μαγειρεμένο. Έτρωγα τα μακαρόνια, αλλά το φαγητό δεν τελείωνε ποτέ. Τα απολάμβανα ηδονικά, σαν γευσιγνώστης. Ωστόσο γευσιγνώστης δεν είμαι. Όλη μέρα περίμενα να νυχτώσει και κάθε νύχτα το όνειρο επαναλαμβανόταν. Ήταν η μοναδική μου χαρά στη διάρκεια του εγκλεισμού». Μετά την αφήγηση του ονείρου του ο ζωγράφος αποκάλυψε ότι όχι μόνο απεχθανόταν τα μακαρόνια με ζάχαρη (συνηθισμένο λαϊκό φαγητό στην Ανατολική Ευρώπη) αλλά ούτε ήθελε να τα δει.
Ποιος είναι όμως ο Εμίλ Ζιτιά, ο συγγραφέας αυτού του παράδοξου «πολεμικού μυθιστορήματος»; Είχε γεννηθεί το 1886 στη Βουδαπέστη, σε εβραϊκή οικογένεια. Το πραγματικό του όνομα ήταν Άντολφ Σενκ, αλλά πολύ νωρίς διάλεξε το ψευδώνυμο Εμίλ Ζιτιά, δηλαδή Αιμίλιος Σκύθης. Στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στις σλαβικές χώρες οι Σκύθες, αυτός ο αρχαίος λαός της Ασίας, συμβόλιζαν την ορμή και την αρχέγονη καθαρότητα. Τα «περί Σκυθών» τα παρουσιάζει πολύ ωραία η μεταφράστρια Ευγενία Γραμματικοπούλου στο διαφωτιστικό επίμετρό της, με το οποίο κλείνει η έκδοση. Κοσμοπολίτης και νομάς, ο Ζιτιά έζησε σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Νέος δοκίμασε την εμπειρία του Μόντε Βεριτά, αυτής της κοινότητας γυμνιστών αναρχικών στην περιοχή της Ασκόνα, δίπλα στη λίμνη Ματζόρε. Ο ίδιος έγραψε σε αυτοβιογραφικό σημείωμά του ότι είχε ζήσει στην Ελβετία, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στην Ισπανία. Γνώριζε όλα τα μουσεία και πολλούς διανοούμενους σε αυτές τις χώρες. Ήταν ο πρώτος που έγραψε για τον ζωγράφο Μαρκ Σαγκάλ και βρισκόταν «πίσω» από πολλές πρωτοβουλίες για έκδοση περιοδικών και βιβλίων. Από το 1930 άρχισε να γράφει σχεδόν αποκλειστικά στα γαλλικά. Ο Γάλλος συγγραφέας Εμανιέλ Καρέρ, που υπογράφει την εισαγωγή στην έκδοση των Ονείρων, παρατηρεί μια φωτογραφία του Ζιτιά και δίνει τα χαρακτηριστικά του: πίπα, τιράντες, γραβάτα-φιόγκος, χοντρά γυαλιά με στρογγυλό σκελετό και όλα αυτά στεφανωμένα από μια ατίθαση κόμη που μοιάζει με περούκα.
Η συλλογή ονείρων που κατέγραψε ο Ζιτιά, «ποντάροντας στην ευγλωττία της ακατέργαστης καταγραφής», όπως παρατηρεί ο Καρέρ, κυκλοφόρησε το 1963. Την επόμενη χρονιά ο Ζιτιά πέθανε από φυματίωση. Ήταν 78 ετών. Μέχρι το τέλος της ζωής του εξακολουθούσε να ανησυχεί για τα υλικά ζητήματα, αφού δεν ήταν ποτέ καλός, όπως ο ίδιος είχε αποκαλύψει, στη διαχείριση των χρημάτων.
Το 1966 κυκλοφόρησε η συλλογή της Σαρλότε Μπέρατ με τα όνειρα που είχε καταγράψει στη ναζιστική Γερμανία στο διάστημα 1933-1939. Η Μπέρατ ήθελε να δει πώς η δικτατορία του Χίτλερ «κακοποιούσε τις ψυχές», όπως διαβάζουμε στο επίμετρο της Ευγενίας Γραμματικοπούλου. Το βιβλίο της Μπέρατ, που κυκλοφορεί επίσης από την Άγρα, συμπληρώνει αυτό του Ζιτιά. Και ο ύπνος είναι λοιπόν ζωή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.