Ατελείωτες ώρες οδήγησης, δρόμοι που γίνονται ένα με τον ορίζοντα, εκεί που χάνεται το μάτι, οι τέσσερις εποχές του χρόνου με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια, και βέβαια αδυσώπητη σιωπή, σκέψεις και ιστορίες ανείπωτες, κι ένας προορισμός που, σύμφωνα με την καβαφική συνθήκη, ποτέ δεν είναι το ζητούμενο – ή μπορεί να μην υπάρχει καν.
Η δημοσιογράφος Τζέσικα Μπρούντερ πέρασε τρία χρόνια σε ένα τροχόσπιτο που ονόμασε «Van Halen», καλύπτοντας 15.000 μίλια οδήγησης από τη δυτική ως την ανατολική ακτή των ΗΠΑ και από το Μεξικό μέχρι τα σύνορα με τον Καναδά, ερευνώντας τους σύγχρονους Αμερικανούς νομάδες.
Αυτό που ξεκίνησε ως ένα εκτεταμένο δημοσιογραφικό story τελικά εξελίχθηκε σε ένα πολύ μεγαλύτερο πρότζεκτ: το βραβευμένο non fiction βιβλίο της «Nomadland: Surviving America in the Twenty-First Century» που κυκλοφόρησε το 2017 και πλέον είναι διαθέσιμο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κυψέλη, σε μετάφραση Γιώργου Παπαδημητρίου, έδωσε το υλικό για την καλύτερη ταινία της χρονιάς, έναν προσωπικό θρίαμβο για τη σκηνοθέτιδα Κλόι Ζάο και την παραγωγό και πρωταγωνίστρια Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, αμφότερες βραβευμένες στα φετινά Όσκαρ.
Έπρεπε να θυμάμαι διαρκώς ότι είχα ευθύνη περισσότερο προς τους αναγνώστες μου. Είχα καθήκον να δείχνω κατανόηση και δικαιοσύνη προς τις πηγές μου, και πραγματικά αγάπησα στην πορεία πολλές από αυτές, αλλά η δουλειά μου ήταν να καταγράψω τις ζωές τους, όχι να γίνω η καλύτερή τους φίλη.
«Όλα ξεκίνησαν περίπου πριν από δέκα χρόνια» αρχίζει να εξιστορεί στη LiFO η Μπρούντερ. «Τότε άκουσα για πρώτη φορά για το CamperForce, το εποχιακό πρόγραμμα της Amazon για τους πλανόδιους εργάτες, που απασχολούσε, ως επί το πλείστον, ιδιοκτήτες τροχόσπιτων κοντά στην παραδοσιακή ηλικία συνταξιοδότησης.
Όταν το έψαξα περισσότερο, έμαθα ότι πολλές ακόμα εταιρείες στόχευαν στο ίδιο δημογραφικό γκρουπ για χιλιάδες παρόμοιες δουλειές σε όλη τη χώρα. Ήθελα να μάθω ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Τι τους τράβηξε μακριά από την παραδοσιακή στέγαση. Γιατί δεν έχουν βγει στη σύνταξη. Τι σημαίνει πρακτικά αυτός ο τρόπος ζωής για εκείνους. Είχα μεγάλη περιέργεια και πολλές ερωτήσεις».
Η πρώτη μορφή που πήρε το υλικό που συγκέντρωσε η Μπρούντερ ήταν το cover story στο τεύχος Αυγούστου 2014 του Harper’s Magazine. Όταν κυκλοφόρησε το περιοδικό, η εκδότρια του οίκου W.W. Norton & Co. ζήτησε να τη συναντήσει. «Με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να το επεκτείνω για να γίνει βιβλίο. Ήθελα πολύ να το κάνω, αφού είχα ήδη μάθει τόσα πολλά και δεν μπορούσα να τα χωρέσω στις 6.000 λέξεις του άρθρου για το περιοδικό. Ήθελα να ξαναβγώ στον δρόμο και να μάθω περισσότερα.
Αποφάσισα, λοιπόν, ότι θα ακολουθούσα τους ανθρώπους που γνώρισα για τις ανάγκες του άρθρου, θα γινόμουν η σκιά τους καθώς δούλευαν και συγχρωτίζονταν μεταξύ τους. Αποφάσισα επίσης να βρεθώ undercover σε δύο από τα σχετικά προγράμματα που είχα ακούσει: το CamperForce της Amazon και το αντίστοιχο ετήσιο πρόγραμμα της American Crystal Sugar – δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ενημερωθώ από κοντά, από το να βρεθώ μέσα σε αυτά».
Κι αν η ιστορία της Φερν, του χαρακτήρα που υποδύθηκε η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, είναι μυθοπλαστικός, δίπλα της παρέλασαν στην ταινία πολλοί από τους αληθινούς νομάδες που ανακάλυψε η Μπρούντερ, υποδυόμενοι τους εαυτούς τους και μεταφέροντας τις ιστορίες τους στον φακό της Κλόι Ζάο. Άλλωστε, αυτό το μοναδικό μείγμα μυθοπλασίας και ντοκιμαντεριστικής καταγραφής ήταν ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της ταινίας.
Εξίσου μοναδικός ήταν και ο τρόπος με τον οποίο η Μπρούντερ κατάφερε να διατηρήσει τη δημοσιογραφική ουδετερότητα και ψυχραιμία στις καταγραφές της. Όσο συναρπαστικές κι αν είναι οι ιστορίες των ανθρώπων που αφηγείται, δεν καταφεύγει στιγμή στην εύκολη συγκίνηση και το ύφος της παραμένει αμερόληπτο.
«Έπρεπε να θυμάμαι διαρκώς ότι είχα ευθύνη περισσότερο προς τους αναγνώστες μου. Είχα καθήκον να δείχνω κατανόηση και δικαιοσύνη προς τις πηγές μου, και πραγματικά αγάπησα στην πορεία πολλές από αυτές, αλλά η δουλειά μου ήταν να καταγράψω τις ζωές τους, όχι να γίνω η καλύτερή τους φίλη» εξηγεί.
«Αναφορικά με την ουδετερότητα στο ύφος, πιστεύω περισσότερο στο να “καταδείξεις” παρά στο να “πεις”. Δεν θέλω να λέω στους ανθρώπους πώς να νιώσουν, τι να σκεφτούν, και δεν είχα σκοπό να γράψω μια πολεμική. Προτιμώ να δείχνω στους αναγνώστες αυτό που βλέπω, να μοιράζομαι μαζί τους το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, και να τους επιτρέπω να εξαγάγουν τα δικά τους συμπεράσματα. Πρέπει όμως να προσθέσω πως είναι φανερό ότι στο βιβλίο δεν είμαι εντελώς ουδέτερη. Έχω άποψη που προκύπτει από το υλικό που μοιράζομαι με τον αναγνώστη και από τον τρόπο που το πλαισιώνω».
Nomadland trailer
«Τα τελευταία δωρεάν μέρη στην Αμερική είναι τα πάρκινγκ»: Με αυτή τη χαρακτηριστική φράση κλείνει τον πρόλογο του «Nomadland» η Μπρούντερ και δείχνει να συνοψίζει σε μερικές μόνο λέξεις όλη την παθογένεια του σύγχρονου αμερικανικού κράτους. Οι άνθρωποι αυτοί, χτυπημένοι από την μεγάλη ύφεση των τελών των ‘00s έκαναν την ανάγκη, επιλογή. Εγκατέλειψαν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και τις αναρίθμητες ευθύνες και υποχρεώσεις που φέρει, για την ελευθερία του δρόμου, των μεγάλων αποστάσεων, για τη μοναξιά που σπάει μόνο από τυχαίες συναντήσεις με ομοϊδεάτες τους.
Και οι νύχτες τους βρίσκουν, παρέα με τα βαν-συνοδοιπόρους τους, σε παρκινγκ βενζινάδικων, σουπερμάρκετ, drive-in, εκεί όπου μπορούν να σταθμεύσουν για να ξαποστάσουν. «Δεν ξέρω αν (αυτή η φράση) συνοψίζει τα πάντα –η αμερικανική παθογένεια κυκλοφορεί σε τόσες πολλές γεύσεις!– όμως πιστεύω πως είναι μια καλή αρχή» σχολιάζει σχετικά η Μπρούντερ.
Η ΜακΝτόρμαντ, μαζί με τον Πίτερ Σπίαρς, εξασφάλισαν τα δικαιώματα της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου λίγο μετά την κυκλοφορία του το 2017. Έχοντας δει την προηγούμενη ταινία της Ζάο, το (βραβευμένο με Χρυσή Αθηνά στις Νύχτες Πρεμιέρας) «The Rider», η ΜακΝτόρμαντ αποφάσισε να την προσεγγίσει.
Πώς αντέδρασε όμως η Μπρούντερ όταν έμαθε πως η κοπιώδης μελέτη της θα γινόταν χολιγουντιανή ταινία – και μάλιστα μυθοπλασίας; Φοβήθηκε ότι μπορεί η δουλειά της να χάσει την ουσία της για χάρη της χολιγουντιανής μανιέρας; «Φυσικά και είχα κάποιες από αυτές τις ανησυχίες. Όμως ο θαυμασμός μου για τη δουλειά της Φράνσις και της Κλόι μου επέτρεψε να τις θέσω υπό έλεγχο» απαντά.
«Το Nomadland δεν ήταν ο προφανής υποψήφιος για το Χόλιγουντ. Είναι μια ιστορία που δεν διαθέτει νιάτα, λεφτά, διασημότητες, σεξ, ντραγκς και ροκ εντ ρολ. Αν υπήρχε ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να το κάνει, αυτή ήταν η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ. Δεν είχα δει τη δουλειά της Κλόι μέχρι που τη συνάντησα. Το “The Rider” δεν ήταν διαθέσιμο online. Το στούντιό της με προσκάλεσε σε μια δημοσιογραφική προβολή και το λάτρεψα. Βλέποντάς το, ένιωσα μεγάλη εμπιστοσύνη προς εκείνη».
Τελικά της άρεσε το κινηματογραφικό αποτέλεσμα του «Nomadland»; «Μαγεύτηκα βλέποντας τη Λίντα Μέι, τον Μπομπ Γουελς και τη Σουάνκι στην οθόνη. Ήταν απίστευτο να τους βλέπω να λένε εκδοχές των ιστοριών τους σε ένα διαφορετικό μέσο και να επιβραβεύονται γι’ αυτό».
Πρώτα η ύφεση, έπειτα η τετραετία της προεδρίας του Τραμπ, τώρα η πανδημία. Πόσο αισιόδοξη μπορεί να είναι για το μέλλον της Αμερικής; «Χαίρομαι που έχουμε τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο. Δίνει προσοχή σε πολλές από τις κοινωνικές προκλήσεις που με απασχολούν. Αλλά είναι δύσκολο να προβλέψω πόσα από τα λόγια του θα μεταφραστούν σε πράξεις. Ταυτόχρονα ανησυχώ ήδη για τις επόμενες προεδρικές εκλογές του 2024, για την πιθανότητα κάποιος εξίσου τοξικός με τον Τραμπ, αλλά ενδεχομένως πιο ικανός, να ανέβει στην εξουσία».
Η Τζέσικα Μπρούντερ διδάσκει αφηγηματική γραφή στη σχολή δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Κλείνοντας, τη ρωτώ τι είναι αυτό που θέλει να κρατούν οι φοιτητές από το μάθημά της. «Το καλύτερο ρεπορτάζ δεν προκύπτει πίσω από ένα γραφείο. Πρέπει να βγουν στον κόσμο και να δουν με τα μάτια τους. Τους παρακινώ να ασχοληθούν με ιστορίες που περιλαμβάνουν PDS (people doing stuff): ανθρώπους που κάνουν κάτι».