Στο κέντρο της παλιάς πόλης της Καλαμάτας ξεχωρίζει ο υπερσύγχρονος εκθεσιακός χώρος του Λυκείου Ελληνίδων, ο οποίος στεγάζει τη Συλλογή Ελληνικών Ενδυμασιών «Βικτωρία Γ. Καρέλια». Πρόκειται για ένα μουσείο-κόσμημα το οποίο φιλοξενεί πάνω από ογδόντα πλήρεις φορεσιές, ενδυματολογικά κομμάτια και κοσμήματα από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ως το 1930.
Αυτό το σημαντικό δημιούργημα στηρίχτηκε σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία και αποτελεί ένα όραμα της συλλέκτριας Βικτωρίας Καρέλια, μιας γυναίκας που μαζί με τον σύζυγό της Γιώργο Καρέλια έχουν βάλει τη δική τους υπογραφή στην ανάπτυξη της ελληνικής καπνοβιομηχανίας.
Σήμερα η Βικτωρία Καρέλια είναι πρόεδρος της ομώνυμης καπνοβιομηχανίας και του Ιδρύματος Γεωργίου & Βικτωρίας Καρέλια καθώς και επίτιμη πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων και του Συλλόγου των Φίλων της Μουσικής Καλαμάτας.
Τη συναντώ ένα ηλιόλουστο πρωινό στο μουσείο με αφορμή την πολυαναμενόμενη έκθεση των Βαγγέλη Κύρη και Anatoli Georgiev που φέρει τον τίτλο «Ένδυμα ψυχής». Πρόκειται για ένα σπουδαίο δείγμα τριάντα έργων που θα εκτεθεί στην πόλη της Καλαμάτας έναν χρόνο πριν από την επίσημη παρουσίασή τους από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Παλαιά Βουλή της Αθήνας.
Θυμάμαι όταν, σε μικρή ηλικία, έπεσε στα χέρια μου ένα χρυσοκέντητο κοντογούνι, το οποίο ήταν οικογενειακό μας κειμήλιο. Η εντύπωση που μου προκάλεσε χαράχτηκε βαθιά μέσα μου και αποτέλεσε το εφαλτήριο του ενδιαφέροντός μου για την ελληνική φορεσιά. Αργότερα πήγα στο Λύκειο Ελληνίδων και όταν ήρθα στην Καλαμάτα συνέχισα την ενασχόλησή μου με το αντικείμενο ως ιδρυτικό μέλος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Λυκείου Καλαμάτας για παραπάνω από πενήντα χρόνια.
Μας περίμενε στην είσοδο του εκθεσιακού χώρου για να μας ξεναγήσει στις αίθουσες του μουσείου. Εκεί μου εξήγησε ότι η παρουσίαση της έκθεσης στην Καλαμάτα αποτελεί τη βασική επετειακή δράση του Ιδρύματος Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Όση ώρα περπατάμε, παρατηρώ τον ατμοσφαιρικό φωτισμό, την ψηφιακή σήμανση αλλά και την αίγλη του παρελθόντος που αναδύεται σε κάθε σημείο του εσωτερικού του νεοκλασικού κτιρίου.
Η ίδια δηλώνει υπερήφανη για το ότι κατάφερε να συγκεντρώσει μία από τις πληρέστερες συλλογές ελληνικών τοπικών ενδυμασιών σε πανελλήνιο επίπεδο, αλλά η μεγάλη της αγωνία παραμένει το μέλλον αυτού του μουσείου μετά την απόσυρσή της και το κατά πόσο θα συνεχίσει να υπάρχει ως μια ξεχωριστή ψηφίδα πολιτισμού.
Λίγο πριν ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας, μιλάμε για την επικείμενη έκθεση «Ένδυμα ψυχής». «Φορεσιές ανεκτίμητης ιστορικής σημασίας που καταγράφουν την ταυτότητα της ενδυματολογικής μας κληρονομιάς από τον δέκατο όγδοο μέχρι και τον δέκατο ένατο αιώνα βγήκαν για πρώτη φορά στο φως μετά από δεκαετίες», επισημαίνει.
Αναμφίβολα, πρόκειται για μια πληθωρική προσωπικότητα με δυναμική παρουσία, όρεξη, πάθος και μεράκι σε ό,τι κι αν κάνει. Την ενδιαφέρει πραγματικά να διατηρήσει και να διαδώσει την ελληνική λαϊκή παράδοση και κληρονομιά. Ταυτόχρονα, βρίσκεται στην κεφαλή της μεγαλύτερης καπνοβιομηχανίας και πρώτου εξαγωγέα τσιγάρων της Ελλάδας, η οποία ιδρύθηκε το 1888.
Πριν ανέβουμε στον τρίτο όροφο του μουσείου, όπου βρίσκεται το γραφείο της, μου ανακοινώνει την επικείμενη παρασημοφόρησή της με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Ευποιίας από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. «Γενικά, δεν μου αρέσει η δημοσιότητα», τονίζει, δικαιολογώντας γιατί είναι ένα πρόσωπο που παραμένει φειδωλό στις δημόσιες παρεμβάσεις του.
Όση ώρα συνομιλούμε, αντιλαμβάνομαι ότι έχω να κάνω με μια προσωπικότητα που τη χαρακτηρίζουν η αστική ευγένεια, ο πνευματώδης τρόπος έκφρασης και το χιούμορ και απαντά σε κάθε ερώτηση με ειλικρίνεια, χωρίς να σκέφτεται αν θα δυσαρεστήσει κάποιους. Τέλος, μπροστά της έχει πάντοτε ένα μικρό πακέτο τσιγάρα Καρέλια, αλλά μόνο όταν ολοκληρώσαμε τη συνομιλία μας με ρώτησε ευγενικά αν μπορούσε να καπνίσει.
Στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη που παραχώρησε στη LiFO μίλησε για την εποχή μας, την Ελλάδα, τη λαϊκή παράδοση, το μουσείο, τα πολυπόθητα bonus, τον σύζυγό της, τις απώλειες που την έχουν στιγματίσει αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Πώς θα χαρακτηρίζατε την εποχή μας και γιατί;
Ζούμε σε πολύ ενδιαφέροντες καιρούς. Αμέτρητες προκλήσεις, ψηφιακός μετασχηματισμός, η γιγαντιαία δύναμη της τεχνολογίας αλλά και ένας κόσμος που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς.
Ωστόσο, πιστεύω ότι έχουμε χάσει πολλά στη διάρκεια της διαδρομής. Ο Έλληνας και η Ελληνίδα έχουν απολέσει την αρχοντιά τους. Κάποτε συναντούσες ανθρώπους στη χώρα μας που μπορεί να ήταν αναλφάβητοι και να ζούσαν σε σκληρές εποχές, αλλά είχαν ένα ανάστημα και μια αξιοζήλευτη λεβεντιά. Αντιθέτως, τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει περισσότερο εξωστρεφείς ως λαός, δεν εκτιμάμε την αξία της φυσικής παρουσίας, με αποτέλεσμα να παρασυρόμαστε αρκετά από την εικόνα, την άκρατη ξενομανία και τον ακατανόητο μιμητισμό.
— Αν σας ζητούσα να μου πείτε τι είναι αυτό που χωρίζει σήμερα την παγκοσμιοποιημένη Ελλάδα από εκείνη του παρελθόντος, συγκεκριμένα του μόχθου, τι θα μου απαντούσατε;
Οι σύγχρονες γενιές δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε ό,τι τους ενθουσιάζει και σε αυτά που τους προσφέρουν ευχαρίστηση. Πολλές φορές αυτό εμφορείται από εφήμερα χαρακτηριστικά. Αλλά το καταλαβαίνω, κουράστηκαν από τις κακουχίες και τη δυσπραγία του παρελθόντος, γι’ αυτό έχουν γοητευτεί από την έξωθεν μαρτυρία.
— Τι ήταν αυτό που σας έκανε να αγαπήσετε τη λαϊκή παράδοση και να τη συνεχίσετε; Πότε μπήκε μέσα σας το μικρόβιο του συλλέκτη;
Η λαϊκή παράδοση με κέντριζε από μικρή ηλικία. Παρατηρούσα τις ηλικιωμένες γυναίκες που φρόντιζαν τα φτωχικά τους σπίτια, τα οποία έλαμπαν από καθαριότητα, παρά τις βιοποριστικές δυσκολίες. Περιποιούνταν κάθε γωνιά, ασβέστωναν τις αυλές τους, έφτιαχναν με μηδαμινά μέσα όλα όσα σήμερα θεωρούμε αυτονόητα. Δυναμικές γυναίκες, οι οποίες μεγάλωσαν ολόκληρες οικογένειες και προσέλκυαν τα βλέμματα των άλλων με την προσεγμένη εμφάνισή τους. Φορούσαν αυτές τις παραδοσιακές ενδυμασίες και ακτινοβολούσαν από αυτοπεποίθηση.
Θυμάμαι όταν, σε μικρή ηλικία, έπεσε στα χέρια μου ένα χρυσοκέντητο κοντογούνι, το οποίο ήταν οικογενειακό μας κειμήλιο. Η εντύπωση που μου προκάλεσε χαράχτηκε βαθιά μέσα μου και αποτέλεσε το εφαλτήριο του ενδιαφέροντός μου για την ελληνική φορεσιά. Αργότερα πήγα στο Λύκειο Ελληνίδων και όταν ήρθα στην Καλαμάτα συνέχισα την ενασχόλησή μου με το αντικείμενο ως ιδρυτικό μέλος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Λυκείου Καλαμάτας για παραπάνω από πενήντα χρόνια. Διετέλεσα, μάλιστα, πρόεδρός του για τριάντα τρία χρόνια. Οπότε, δεν θα μπορούσα παρά να εμπλακώ, και μάλιστα συστηματικά, με το συγκεκριμένο αντικείμενο.
Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η πολυετής δημιουργική ενασχόληση με τις αυθεντικές ελληνικές φορεσιές. Για μένα αυτές συγκροτούν έναν ανεκτίμητο θησαυρό, γι’ αυτό προσπαθώ με κάθε τρόπο να διασώσω τον λαϊκό μας πολιτισμό. Ακόμη και σήμερα, κάθε φορά που βλέπω αυτές τις φορεσιές συγκινούμαι με την αισθητική τους, τον υπέροχο συνδυασμό τους σε χρώματα και υλικά, την κομψότητα που μεταδίδουν, τη φανταστική ποικιλομορφία τους αλλά και το κόψιμο του υφάσματός τους. Αποτελούν μια διαρκή έμπνευση.
— Η οικογενειακή σας επιχείρηση έχει ταυτιστεί με την πόλη της Καλαμάτας. Τι είναι αυτό που αγαπάτε σε αυτήν και τι σας ενοχλεί;
Η Καλαμάτα είναι, χωρίς αμφιβολία, το σπίτι μου. Βρέθηκα να κατοικώ εδώ λίγο μετά τον γάμο μου με τον σύζυγό μου, Γιώργο. Πίσω μου είχα αφήσει την οικογένειά μου, τους φίλους, τους κοντινούς μου ανθρώπους κι ερχόμουν για να ζήσω σε μια νέα πόλη. Ήταν για μένα ένα αχαρτογράφητο τοπίο.
Δεν θα ξεχάσω, όμως, ποτέ την πρώτη φορά που βρέθηκα εδώ και ζαλίστηκα από το μεθυστικό άρωμα που ανέδιδαν οι ανθοί από τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές. Παράλληλα, με μάγεψε η θέα προς τη θάλασσα. Κάθε φορά που το βλέμμα μου ατενίζει το γαλάζιο, μεταμορφώνομαι.
Αυτό που με στενοχωρεί είναι ότι ίσως οι ντόπιοι δεν την αγαπούν όσο της αξίζει. Αυτό εξηγείται, βέβαια, από την εξωστρέφεια λόγω του εμπορίου, το οποίο δημιούργησε μια αστική νοοτροπία.
— Με ποιους τρόπους θα προσπαθούσατε να πείσετε έναν νέο να ενδιαφερθεί για την ιστορία των τοπικών λαϊκών φορεσιών; Γιατί ο κόσμος την περίοδο αυτή δεν ασχολείται με το μοναδικό. Ίσως να το θεωρεί και ξεπερασμένο;
Καταρχάς, αυτή ήταν η βασική ιδέα για να γίνει πράξη το όραμά μας, να δημιουργήσουμε έναν χώρο που θα απευθύνεται κυρίως στους νέους. Όπως θα δείτε, ο επισκέπτης έρχεται σε επαφή με μια βιωματική εμπειρία που στηρίζεται στην ευρηματική θεματική παρουσίαση και σε ένα σύγχρονο μοντέλο ξενάγησης.
Ξέρετε πόσοι νέοι άνθρωποι μας επισκέπτονται και φεύγουν ενθουσιασμένοι; Πάντοτε εκφράζουν τις απορίες τους κι εμείς προσπαθούμε να τους προσφέρουμε ένα γοητευτικό ταξίδι στην ιστορία, στον πολιτισμό, στην αισθητική και στην τέχνη, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που μας δίνει η τεχνολογία. Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ να πλησιάσουμε τους νέους. Γι’ αυτό δώσαμε βαρύτητα στην ξεχωριστή µουσειολογική οργάνωση, στην ευρηµατική σκηνογραφία αλλά και στην υψηλή αισθητική του χώρου.
Όλα αυτά σκιαγραφούν τον σκοπό της συλλογής, η οποία περιλαμβάνει πλήρη ενδυματολογικά σύνολα, γυναικεία και ανδρικά, απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία παρατηρήσει τους χρυσοκέντητους επενδύτες, τα εξαιρετικά δείγματα της τέχνης των τερζήδων, καθώς και τα κοσμήματα, που δεν καλύπτουν απλώς τις ανάγκες συμπλήρωσης και στολισμού των ενδυμασιών.
Τώρα, όσον αφορά εκείνους που όλα αυτά τα θεωρούν ξεπερασμένα, το αποδίδω στην έλλειψη κατάλληλης παιδείας. Και, κυρίως, στην έλλειψη αισθητικής. Η παράδοσή μας δεν μπορεί να θεωρείται κάτι παρωχημένο. Δυστυχώς, ο στείρος τρόπος σχολικής διδασκαλίας έχει διαδραματίσει αρνητικό ρόλο σε αυτή την υπόθεση. Γι’ αυτό σήμερα ακούς πολλούς να λένε ότι είναι κιτς η λαϊκή μας παράδοση. Αλλά δεν ξέρουν ότι αυτή αποτελεί τον δρόμο για να ανακαλύψει ένας άνθρωπος την ταυτότητά του. Οι ρίζες είναι απαραίτητες ως χρήσιμη παρακαταθήκη μιας κοινωνίας.
— Τι είναι για σας ο πολιτισμός;
Ο σεβασμός στον εαυτό σου και τους γύρω σου.
— Πώς εξηγείτε το ότι τα ιδρύματα στη χώρα μας αντιμετωπίζονται καχύποπτα;
Πιθανολογώ ότι αρκετός κόσμος θεωρεί την κοινωνική προσφορά ένα μέσο έμμεσης προβολής των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους. Να πω την αλήθεια, δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί συμβαίνει αυτό. Πάντως, δεν είναι κακό να μοιράζεσαι ούτε να προσφέρεις.
— Μπορεί να συνδυαστούν τα στιβαρά επιχειρηματικά κέρδη με την έντονη κοινωφελή δράση αλλά και την προάσπιση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς; Ποιες σκέψεις κάνετε όταν ακούτε τη φράση «κοινωνική προσφορά»;
Προφανώς και μπορούν να συμβαδίσουν. Σήμερα υπάρχουν «επιχειρήσεις» που στηρίζονται στο προσωρινό κέρδος και δεν ξέρουν τι θα πει κόπος και ιδρώτας. Αλλά με καλή διοίκηση μπορείς να συνδυάσεις και τα δύο, αρκεί να σε ενδιαφέρει και το αποτύπωμα που θέλεις να αφήσεις για το κοινό καλό. Για μένα όλα εξαρτώνται από τον τρόπο που επιλέγεις να ζεις.
Για κάποιους πιθανόν είναι ελκυστική η λεγόμενη «μεγάλη ζωή», γι’ άλλους η ανιδιοτελής προσφορά. Πάντοτε, ό,τι κάναμε με τον σύζυγό μου, το κάναμε επειδή το θεωρούσαμε αυτονόητο, όχι ως κάτι ενταγμένο σε κάποιο πλαίσιο φιλανθρωπικών δράσεων. Μάθαμε να μην κοιτάζουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, να μη γινόμαστε αιχμάλωτοι ενός καταστροφικού ναρκισσισμού.
— Πολλοί σας αποθεώνουν για τα bonus που δίνετε στους εργαζομένους και κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι προέρχονται από την πώληση καπνού και τσιγάρων, που βλάπτουν την υγεία. Τι απαντάτε;
Αυτά τα χρήματα αποτελούν μια παράδοση που ξεκίνησε ο σύζυγός μου και διατηρούμε με τα παιδιά μου ακόμη και σήμερα. Η απόφασή του δεν εμπεριείχε ποτέ καμία υστεροβουλία. Αυτό που αισθανόταν, αυτό και έκανε. Τώρα, όποιος θέλει να διαφωνεί είναι ελεύθερος να το πράξει. Από κει και πέρα, το κάπνισμα αποτελεί προσωπική επιλογή του καθενός.
— Είναι μια ευκαιρία το 2021, με τη συμπλήρωση 200 ετών από την Επανάσταση, για αναστοχασμό;
Βέβαια. Πρέπει κάποια στιγμή να ξεκολλήσουμε από την αρχαιολαγνεία. Να αφήσουμε πίσω μας την οίηση της προγονολατρίας. Η λέξη «απόγονος» είναι πολύ βαριά. Είναι εθνική μας ανάγκη να διαμορφώσουμε το μέλλον μας αλλά και μια καλή ευκαιρία να δημιουργήσουμε νέες ιδέες.
— Τι σας ενοχλεί στη δημόσια σφαίρα;
Η απουσία σεβασμού, η αγένεια, ο θυμός και η αθυροστομία σε κάθε ημερήσια δραστηριότητά μας.
— Πώς θα ψυχογραφούσατε τους Έλληνες;
Οι Έλληνες είναι σπουδαίος λαός, με ευφυΐα, καλοσύνη, διάθεση προσφοράς και φιλότιμο. Συγχρόνως, όμως, εδρεύει μέσα τους η ζήλια και ο νεοπλουτισμός, που διαλύει κάθε θετική πτυχή τους. Με ενοχλεί που μάθαμε όλα να τα λογαριάζουμε ανάλογα με το πόσο κοστίζουν. Όλα για την τιμή των πάντων, πλην εκείνης του ήθους.
— Πώς επιτυγχάνεται η ισότητα των φύλων στον εργασιακό χώρο και ποια η θέση της γυναίκας την εποχή του κινήματος #ΜeΤoo;
Ποτέ δεν πρέπει να αφήνουμε τα δικαιώματά μας να καταπατώνται. Τα όρια πρέπει να είναι ευδιάκριτα μεν αλλά και να τα επιβάλει κάθε γυναίκα μονή της σε προσωπικό επίπεδο, και στον εργασιακό χώρο. Οι γυναίκες θα πρέπει να σέβονται τον εαυτό τους, να διεκδικούν τα δικαιώματά τους αλλά να έχουν και άποψη.
— Τι έχετε μάθει τόσα χρόνια, έχοντας μια θέση ευθύνης σε μια πασίγνωστη ελληνική εταιρεία;
Να παραμένω προσγειωμένη. Ήμουν και εξακολουθώ σε μεγάλο βαθμό να είμαι ιδεαλίστρια. Αλλά τα χρόνια εμπειρίας μου στην εταιρεία ήταν η αιτία να αντικρίσω όλες τις φανερές και αθέατες πτυχές της πραγματικότητας.
— Ποιο θεωρείτε ότι είναι το πιο ισχυρό εφόδιο για έναν νέο την περίοδο αυτή; Οι γνώσεις, η προϋπηρεσία ή η εξειδίκευση;
Θεωρώ πως, πλην της θεωρίας, είναι σημαντικότατη και η προϋπηρεσία-πρακτική. Η γνώση από μόνης της, αν δεν συνοδεύεται από την ύπαρξη ικανοτήτων και δεξιοτήτων, παραμένει μια θεωρητική κατασκευή, χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.
— Ποια είναι η πιο ισχυρή ανάμνηση που έχετε από τον σύζυγό σας;
Δύσκολη ερώτηση. Από τον άνδρα μου θυμάμαι τα πάντα. Ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα, μαζί περάσαμε μια ολόκληρη ζωή. Είχε σπάνιο και ασύγκριτο χιούμορ. Κάθε δυσάρεστη κατάσταση την αντιμετώπιζε με γέλιο κι αυτό δεν το λησμονώ ποτέ.
— Σας λείπει;
Απίστευτα. Δεν ήταν μόνο ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας αλλά και ένας ταλαντούχος και δημιουργικός άνθρωπος. Του οφείλω πολλά. Γνωριστήκαμε μέσω του αδελφού μου, ο οποίος ήταν επιστήθιος φίλος του από το Πειραματικό Σχολείο Αθηνών. Παντρευτήκαμε το 1965 και μείναμε μαζί μέχρι που έφυγε από τη ζωή, το 2000. Τον θυμάμαι πάντοτε να λέει: «Να ζεις τη ζωή και να μην τη διαβαίνεις».
— Σας έχει αποτυπωθεί η τελευταία μέρα του συζύγου σας;
(Συγκινείται)… Φυσικά. Ήμασταν στο Ωνάσειο, μαζί με τα παιδιά μου. Εκείνες τις δύσκολες ώρες ανέτρεξα στους στίχους του Κωνσταντίνου Καβάφη (από το «Απολείπειν ο θεός Aντώνιον») και είπα μέσα μου: «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει». Η καρδιά του τον είχε προδώσει.
— Σκεφθήκατε ποτέ να σταματήσετε το κάπνισμα;
Όχι. Μάλιστα έμαθα να καπνίζω εξαιτίας του συζύγου μου.
— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Τι θυμάστε πιο έντονα από τα παιδικά σας χρόνια;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Η καταγωγή του πατέρα μου ήταν από τη Σαμαρίνα και της μητέρας μου από τη Ζάκυνθο. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, αλλά τον έχασα όταν ήμουν πέντε ετών. Η μητέρα μου ήταν αυτή που κράτησε το σπίτι για μένα και τον αδερφό μου, τον οποίο επίσης χάσαμε νωρίς, σε ηλικία πενήντα πέντε ετών. Έχω βιώσει πολλές απώλειες στη ζωή μου, οι οποίες με στιγμάτισαν.
— Υπάρχει μια βαθιά πληγή που σας ακολουθεί ακόμη;
Όταν ήρθα στην Καλαμάτα, συνειδητοποίησα ότι λόγω δουλειάς δεν θα προλάβαινα να χορτάσω τη σχέση μου με τους δικούς μου. Όμως έπρεπε να μείνω εδώ, δεν γινόταν αλλιώς. Τελικά, πράγματι, δεν τους χόρτασα.
— Ζήσατε όλα όσα επιθυμούσατε;
Ναι, είμαι πολύ γεμάτη.
— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;
Όταν έρθει το τέλος, να μη βασανίσω τους άλλους και να μη βασανιστώ.
— Σας τρομάζει ο θάνατος;
Όχι, αλλά δεν μπορεί σε αυτή την ηλικία να μην είναι μέρος των σκέψεων σου.
— Έχετε μετανιώσει για επιλογές σας;
Ναι, αλλά είναι κάτι που κρατώ για τον εαυτό μου και δεν θέλω να το μοιραστώ δημόσια.
— Τι είναι για σας η ευτυχία;
Το αίσθημα της πληρότητας.
— Υπάρχει μια συμβουλή που δεν θα ξεχάσετε;
Ναι. Πρόκειται για μια φράση της γιαγιάς μου, η οποία έλεγε: «Τα αδειανά βαρέλια είναι εκείνα που κάνουν θόρυβο και βροντούν, όχι τα γεμάτα».
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Τον σεβασμό. Μια έννοια που για μένα είναι πρώτιστη σε κάθε εκδοχή της ζωής μας.
• • •
15 εικόνες από τη Συλλογή Ελληνικών Ενδυμασιών «Βικτωρία Γ. Καρέλια»
«Ένδυμα Ψυχής»
Μέγαρο Χορού Καλαμάτας (Αρτέμιδος 24, Καλαμάτα)
Φωτογραφία: Βαγγέλης Κύρης
Κέντημα: Anatoli Georgiev
Σχεδιασμός φωτισμού: Ελευθερία Ντεκώ
Ηχοτοπίο: Δημήτρης Μπάκας
Επιμέλεια έκθεσης: Έρρικα Βασιλείου
Διεύθυνση παραγωγής: Ρένα Βάλλα
Διάρκεια έκθεσης: 7/8 έως 11/9
Ωράριο λειτουργίας: 10:00-22:00