Υπάρχουν πολλοί που μέμφονται τους κατοίκους των χωριών στη Β. Εύβοια, επειδή δεν υπάκουσαν στο μήνυμα της εκκένωσης (η συντριπτική πλειονότητα των γυναικόπαιδων και των ανθρώπων μεγάλης ηλικίας είχαν φύγει).
Αυτοί, γράφει ο Τύπος, έσωσαν τα χωριά και τις περιουσίες τους παίρνοντας μεγάλα ρίσκα, κατά κανόνα μαζί με τους πυροσβέστες και τους εθελοντές. Σε ορισμένες περιπτώσεις λέγεται ότι η συμβολή τους ήταν καθοριστική.
Θα ήταν ενδιαφέρον αν πολιτικό κόμμα, και ιδίως η κυβέρνηση, τολμούσε να δηλώσει ότι κακώς έπραξαν.
Όποιος οργανώνει εκκένωση και παραβλέπει τέτοια μαζική «ανυπακοή», το πρώτο που πρέπει σκεφτεί δεν είναι ότι φταίει η πραγματικότητα, αλλά η θεωρία του. Το δεύτερο και σημαντικότερο, να εξετάσει το πώς θα πρέπει να οργανωθεί συστηματικά αυτή η πανίσχυρων κινήτρων υπεράσπιση των σπιτιών τους από τους κατοίκους στην αντιμετώπιση μελλοντικών φυσικών καταστροφών.
Η γυμνάστρια Σουνίσα («Σούνι») Λι επέστρεψε στις ΗΠΑ από το Τόκιο με ένα χρυσό, ένα αργυρό και ένα χάλκινο μετάλλιο.
Η Λι επί πολλά έτη πήγαινε καθημερινά στο γυμναστήριο όπου ασκούνταν εξουθενωτικά. Έπρεπε επίσης να αντιπαλέψει σοβαρούς τραυματισμούς, ένα κάταγμα στο αριστερό πόδι της και μια αχίλλειο τενοντίτιδα.
Έπρεπε επίσης να ξεπεράσει οικογενειακά τραύματα. Το 2019, ο πατέρας της έμεινε παράλυτος στα κάτω άκρα από ατύχημα, και κυκλοφορεί έκτοτε με αναπηρικό καροτσάκι, δύο δε θείοι της πέθαναν από την covid-19.
Μετανάστες από το Λάος δίχως να έχουν το παραμικρό, οι γονείς της στάθηκαν στο πλευρό της και την ενθάρρυναν. Κι αυτή ανταποκρίθηκε για τον εαυτό της και τους δικούς της. Κάποιος από την κοινότητά τους Hmong είπε ότι η Λι «αποτελεί την πραγματοποίηση των ονείρων που είχαν οι πρόγονοί μας».
Δεν είναι όλα τα παιδιά ταλαντούχα σαν τη Λι. Σίγουρα, όμως, το παράδειγμά της μας δείχνει ότι οι φτωχοί και βασανισμένοι μετανάστες έχουν ένα ισχυρό όραμα για την επιτυχία των ίδιων και των οικογενειών τους. Αυτός ο δυναμισμός αποτελεί δώρο για τη χώρα υποδοχής τους. Αρκεί να έχει την ευφυία να τον αξιοποιήσει.
Η οικογένεια Γιαμάκι φύτευσε το μπονσάι το 1625, και μέχρι σήμερα παραμένει ολοζώντανο παρά τα σχεδόν 400 χρόνια του.
Εκτός από αυτό το αξιοσημείωτο γεγονός, το μπονσάι επέζησε από τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα το 1945. Η οικογένεια Γιαμάκι ζούσε 3,5 χιλιόμετρα μακριά από το επίκεντρο της έκρηξης, και τόσο αυτή όσο και το μπονσάι της γλύτωσαν από την καταστροφή.
Ο δάσκαλος Μασούρα Γιαμάκι χάρισε το μπονσάι το 1976 στο National Arboretum της Ουάσινγκτον, ως δώρο προς τις ΗΠΑ.
Ο Βιτγκενστάιν μάλλον έχει δίκιο.
«Ποια είναι η βιούμενη γνωσιακότητα τη στιγμή που κάποιος βρίσκεται μπροστά σε ένα όμορφο αγόρι ή λουλούδι ή πουλί; Φαίνεται πως παρακινεί, μάλιστα απαιτεί, την πράξη της αναπαραγωγής. Ο Βιτγκενστάιν λέει ότι όταν το μάτι βλέπει κάτι όμορφο, το χέρι θέλει να το ζωγραφίσει» (Elaine Scarry, «On Beauty»).
Ένα αλλόκοτο άγαλμα υπάρχει, από το 2013, στον περίβολο του Ινστιτούτου Κυτταρολογίας και Γενετικής στο Νοβορσιμπίσκ της νοτιοδυτικής Σιβηρίας.
Το άγαλμα παριστάνει ένα ανθρωπόμορφο ποντίκι σαν ηλικιωμένη γυναίκα με δύο βελόνες να πλέκει κάτι σαν τη διπλή έλικα του DNA.
Το μνημείο εξαίρει τη συμβολή των ταπεινών ποντικιών στις εργαστηριακές έρευνες για το DNA.
Πηγή: Smithsonian Magazine