ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ διαστάσεις της ζήλιας, του πόθου και της απιστίας, ο Νέσμπο αναπτύσσει διαφορετικές ιστορίες με ήρωες που εμπλέκονται στις δικές τους ανίερες καταστάσεις.
Η δεύτερη, μάλιστα, ιστορία έχει ελληνικό ενδιαφέρον, αφού εξελίσσεται, όπως μας αποκάλυψε ο ίδιος σε συνέντευξή του στη LiFO το 2019, στην Κάλυμνο με ήρωα τον Έλληνα Νίκο Μπαλή, ο οποίος αναλαμβάνει να διαλευκάνει τη μυστηριώδη εξαφάνιση ενός Γερμανού τουρίστα στο νησί. Πάντα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, όπως όλα τα βιβλία του Τζο Νέσμπο.
___________________________
«Kοίταξα από το παράθυρο την προπέλα του σαρανταθέσιου ATR72. Κάτω απ’ το φτερό, λουσμένο με θάλασσα και φως, είδα ένα νησί στο χρώμα της ερήμου. Χωρίς ορατή βλάστηση, μόνο κιτρινόλευκο ασβεστόλιθο. Την Κάλυμνο. Ο πιλότος μάς πληροφόρησε ότι μπορεί να έχουμε αναταράξεις κατά την προσγείωση. Έκλεισα τα μάτια μου κι έγειρα πίσω στο κάθισμα. Από τότε που ήμουν μικρός ήξερα ότι θα πήγαινα από πτώση. Ή, για την ακρίβεια, θα έπεφτα απ’ τον ουρανό και θα πνιγόμουν στη θάλασσα. Δεν θυμάμαι όμως τη μέρα που η γνώση απέκτησε εντός μου την αίσθηση της σιγουριάς.
Μεγαλώνοντας, πίστευα ότι αυτή η μικρή παραλλαγή του μύθου του Ίκαρου που μου είχε πει ο πατέρας ήταν μια προειδοποίηση προς τον μεγάλο του γιο. Ο θείος Έκτορας ήταν άτεκνος κι όταν θα ερχόταν η ώρα εγώ θα αναλάμβανα τα ηνία της εταιρείας.
Ο πατέρας μου ήταν αντιπρόεδρος στην επιχείρηση που διηύθυνε ο μεγάλος του αδερφός, ο θείος Έκτορας. Εμείς τα παιδιά αγαπούσαμε πολύ τον Έκτορα, γιατί πάντα μας έφερνε δώρα και μας πήγαινε βόλτες με το αμάξι του, μια καμπριολέ Rolls Royce, σε όλη την Αθήνα. Ο μπαμπάς συνήθως επέστρεφε σπίτι απ’ το γραφείο αφού είχα πάει για ύπνο, αλλά ένα βράδυ γύρισε νωρίς. Έμοιαζε κουρασμένος και μετά το δείπνο μπήκε στο γραφείο του και μίλησε πολλή ώρα με τον παππού στο τηλέφωνο, και κατάλαβα ότι ήταν θυμωμένος. Μόλις πήγα για ύπνο, ήρθε και κάθισε στο κρεβάτι μου, κι όταν του ζήτησα να μου πει μια ιστορία, το σκέφτηκε για λίγο κι ύστερα μου διηγήθηκε αυτήν του Δαίδαλου και του Ίκαρου. Ζούσαν στην Αθήνα, αλλά βρίσκονταν στην Κρήτη όταν ο Δαίδαλος, πατέρας του Ίκαρου, διάσημος και πλούσιος τεχνίτης, κατασκεύασε ένα ζευγάρι κέρινα φτερά, τα φόρεσε και πέταξε στον ουρανό. Οι άνθρωποι θαύμασαν το επίτευγμά του και ο Δαίδαλος με την οικογένειά του άρχισαν ν’ απολαμβάνουν τον σεβασμό όλων. Όταν ο πατέρας έδωσε τα φτερά στον γιο του Ίκαρο, τον παρότρυνε να ακολουθήσει την ίδια πορεία μ’ εκείνον, για να πάνε όλα καλά. Μόνο που ο Ίκαρος ήθελε να πετάξει αλλού, πιο ψηλά από τον πατέρα του. Κι όταν απέκτησε αέρα στα φτερά του και μέθυσε με το ύψος που είχε πάρει από τη γη και τους ανθρώπους, ξέχασε ότι δεν βρισκόταν στα ουράνια λόγω κάποιας υπεράνθρωπης ικανότητάς του αλλά χάρη στα φτερά που του ’χε δώσει ο πατέρας του. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, πέταξε πιο ψηλά απ’ τον Δαίδαλο και πλησίασε τον ήλιο, που έλιωσε το κερί των φτερών του. Κι έτσι ο Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα. Και πνίγηκε.
Μεγαλώνοντας, πίστευα ότι αυτή η μικρή παραλλαγή του μύθου του Ίκαρου που μου είχε πει ο πατέρας ήταν μια προειδοποίηση προς τον μεγάλο του γιο. Ο θείος Έκτορας ήταν άτεκνος κι όταν θα ερχόταν η ώρα εγώ θα αναλάμβανα τα ηνία της εταιρείας. Μόνο αφού μεγάλωσα έμαθα ότι εκείνη την εποχή η εταιρεία είχε σχεδόν χρεοκοπήσει εξαιτίας του αλόγιστου τζογαρίσματος του Έκτορα στην αγορά χρυσού κι ότι ο παππούς τον είχε απολύσει, αφήνοντάς τον όμως να κρατήσει τον τίτλο του και το γραφείο του, για τα μάτια του κόσμου. Στην πραγματικότητα, επικεφαλής της εταιρείας είχε γίνει ο πατέρας μου. Ποτέ δεν έμαθα τελικά αν η ιστορία που επινόησε εκείνο το βράδυ στην άκρη του κρεβατιού μου είχε ως αποδέκτη εμένα ή τον θείο Έκτορα, ξέρω όμως ότι άφησε το αποτύπωμά της μέσα μου, γιατί έκτοτε έχω παρόμοιους εφιάλτες, ότι πέφτω και πνίγομαι. Μερικές νύχτες, μάλιστα, τα όνειρα αυτά αναδίδουν ζέστη και άνεση, ένας ύπνος στον οποίο παύει να υφίσταται οτιδήποτε οδυνηρό. Ποιος είπε ότι δεν μπορείς να ονειρευτείς ότι πεθαίνεις;
Το αεροπλάνο τραντάχτηκε και πνιχτές κραυγές ακούστηκαν τριγύρω, καθώς πέσαμε σε δυο απανωτά κενά αέρος. Για μια στιγμή ένιωσα αβαρής, σαν να είχε έρθει η ώρα μου. Μα έκανα, βεβαίως, λάθος.
Όταν κατεβήκαμε απ’ το αεροσκάφος, είδα τη γαλανόλευκη να σχηματίζει ορθή γωνία με τον στύλο της, πάνω στο μικρό κτίριο του αεροδρομίου. Λίγο πριν, περνώντας από την πόρτα του πιλοτηρίου, άκουσα τον ένα πιλότο να εξηγεί σε μια αεροσυνοδό ότι το αεροδρόμιο μόλις έβγαλε απαγορευτικό κι ότι ήταν μάλλον απίθανο να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Ακολούθησα τους άλλους επιβάτες που έμπαιναν στη σειρά στο κτίριο του αεροσταθμού. Ένας άνδρας που φορούσε γαλάζια αστυνομική στολή στεκόταν με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος μπροστά από τον ιμάντα των αποσκευών και μας χάζευε. Κατευθύνθηκα προς το μέρος του· εκείνος με κοίταξε με απορία κι εγώ του έκανα ένα νεύμα.
“Κωστόπουλος Γιώργης” είπε, τεντώνοντας τη μεγάλη του μαλλιαρή παλάμη προς το μέρος μου. Η χειραψία του ήταν στιβαρή μα όχι υπερβολική, όπως συμβαίνει καμιά φορά με τους συναδέλφους στην επαρχία, που νιώθουν ότι πρέπει να συναγωνιστούν σε δύναμη εμάς τους πρωτευουσιάνους. “Σας ευχαριστώ που ήρθατε άρον άρον, κύριε Μπαλή”.
“Λέγε με Νίκο”, είπα.
“Ζητώ συγγνώμη που δεν σε αναγνώρισα, Νίκο, αλλά δεν κυκλοφορούν και πολλές φωτογραφίες σου και σε περίμενα λίγο... ε, μεγαλύτερο σε ηλικία”.
Προφανώς, είχα κληρονομήσει από τη μητέρα μου την πολυτέλεια να μη με αλλοιώνει πολύ ο χρόνος. Ναι μεν τα μαλλιά μου είχαν γκριζάρει και οι μπούκλες μου ήταν πλέον παρελθόν, κατά τ’ άλλα όμως η κόμη μου παρέμενε ανέπαφη και το βάρος μου σταθερό, στα εβδομήντα πέντε κιλά, παρά την απώλεια μυϊκής μάζας.
“Δεν σου φτάνουν τα πενήντα εννέα;”
“Ε, ναι, πώς, πώς...” Έκανε –είμαι σίγουρος– τη φωνή του λίγο πιο βαθιά απ’ ό,τι ήταν κανονικά και χαμογέλασε στραβά κάτω από το μουστάκι του, ένα μουστάκι που οι Αθηναίοι θα είχαν ξυρίσει είκοσι χρόνια πριν. Είχε βλέμμα μαλακό. Κατάλαβα ότι ο Γιώργης Κωστόπουλος δεν θα μου δημιουργούσε προβλήματα. “Να, απλώς ακούω τ’ όνομά σου από τότε που ήμουν στην Αστυνομική Ακαδημία, κι έχουν περάσει μερικά χρόνια από τότε... Άλλα μπαγκάζια δεν έχεις;”
Κοιτούσε το σακίδιό μου, αλλά για μια στιγμή φαντάστηκα ότι δεν εννοούσε τις φυσικές αποσκευές μου. Όχι ότι θα μπορούσα να του απαντήσω, έτσι κι αλλιώς. Μπορεί να κουβαλάω έξτρα βάρη σε σχέση μ’ άλλους, είναι όμως από εκείνα που τα σηκώνεις μόνος σου.
“Μόνο αυτήν τη χειραποσκευή”, είπα.
“Έχουμε υπό κράτηση τον Φραντς Σμιντ, τον αδερφό του αγνοούμενου, στο τμήμα στην Πόθια” είπε ο Γιώργης, καθώς βγαίναμε από το κτίριο του αεροσταθμού και κατευθυνόμασταν προς ένα μικρό, σκονισμένο Fiat με λεκέδες στο παρμπρίζ. Υπέθεσα ότι είχε παρκάρει κάτω από τα πεύκα για σκιά, όμως τώρα έπρεπε να ξύσει με μαχαίρι το ρετσίνι που είχε κολλήσει πάνω του. Έτσι είναι η ζωή: σηκώνεις τα χέρια να φυλαχτείς στο πρόσωπο κι αφήνεις εκτεθειμένη την καρδιά σου. Και το ανάποδο.
“Διάβασα την αναφορά στο αεροπλάνο” είπα, βάζοντας το σακίδιο στο πορτμπαγκάζ. “Σας είπε τίποτα καινούργιο ο Φραντς;”
“Όχι, εμμένει στην ιστορία του. Ο αδερφός του, ο Τζούλιαν, έφυγε από το δωμάτιό τους στις έξι το πρωί και δεν επέστρεψε ξανά”.
“Ο Τζούλιαν πήγε για μπάνιο, έγραφε”. “Ναι, έτσι ισχυρίζεται ο Φραντς”. “Αλλά δεν τον πιστευεις”. “Όχι”.
“Δεν είναι όμως τόσο ασυνήθιστο να πνίγεται κανείς από ατύχημα σ’ ένα τουριστικό νησί σαν την Κάλυμνο, ε, τι λες;”
“Όχι. Και δεν θα ’χα λόγο να μην τον πιστέψω αν δεν είχαν τσακωθεί χοντρά με τον αδερφό του, παρουσία μαρτύρων, το προηγούμενο κιόλας βράδυ”.
“Ναι, το διάβασα κι αυτό”.
Στρίψαμε σ’ έναν στενό καρόδρομο που κατέβαινε μέσα από μια κοιλάδα με ελιές και μικροσκοπικά λευκά σπίτια εκατέρωθεν του κεντρικού –απ’ ό,τι φαινόταν– δρόμου.
“Μόλις έκλεισαν το αεροδρόμιο”, είπα. “Λόγω των ανέμων μάλλον”.
“Συμβαίνει κάθε τρεις και πέντε”, είπε ο Γιώργης. “Αυτά παθαίνεις όταν πας και φτιάχνεις αεροδρόμιο στο ψηλότερο σημείο του νησιού”.
Κατάλαβα τι εννοούσε όταν κατεβήκαμε απ’ την πλαγιά και, ως διά μαγείας, οι σημαίες κρέμονταν ακίνητες από τους στύλους τους σαν τσαμπιά.
“Ευτυχώς, η βραδινή μου πτήση είναι από την Κω”, είπα. Το αφεντικό μού είχε δώσει το οκέι να ταξιδέψω μόνο αφότου η γραμματέας στο Ανθρωποκτονιών είχε τσεκάρει ότι υπήρχε δρομολόγιο επιστροφής: δίνουμε μεν προτεραιότητα στις ελάχιστες υποθέσεις όπου εμπλέκονται ξένοι τουρίστες, αλλά εγώ θα έφευγα μόνο με την προϋπόθεση ότι θα έλειπα μία μέρα. Ακόμα κι ο θρυλικός αστυνόμος Μπαλής, που συνήθως έχαιρε της απόλυτης ελευθερίας κινήσεων, έπρεπε να συμμορφωθεί με τον σφιχτό προϋπολογισμό. Όπως εξήγησε και το αφεντικό: “Μας έλειπαν ένα πτώμα, το ενδιαφέρον των μίντια κι ένας καλός λόγος για τον οποίο όλο αυτό ήταν δολοφονία”».
Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 23 Σεπτεμβρίου και μπορείτε να το αγοράσετε εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.