Η ελληνική δισκογραφία ή καλύτερα οι δίσκοι από ελληνικά ονόματα δεν σταματούν να μας εκπλήσσουν. Παλαιότεροι και πιο νέοι μουσικοί και συγκροτήματα, στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, ανασκουμπώνονται, τροφοδοτώντας μας συνεχώς με εξαιρετικά άλμπουμ. Για πέντε απ’ αυτά γράφουμε στη συνέχεια.
Jan Van Angelopoulos: Streams
[Teranga Beat, 2021]
Η πιο πρόσφατη κυκλοφορία της γνωστής μας Teranga Beat είναι και αυτή ελληνική, καθώς, μετά από τα δύο άλμπουμ των Κυριάκου Σφέτσα / Greek Fusion Orchestra και της Εβρίτικης Ζυγιάς, ακολουθεί το LP του Jan Van Angelopoulos “Streams”.
Τα τέσσερα αυτά άλμπουμ, όσο και αν πρόκειται για διαφορετικά ηχογραφήματα, και μάλιστα διαφορετικών εποχών, τα ενώνει κάτι κοινό. Και αυτό είναι η «ελληνικότητα», άλλοτε πιο έντονη, άλλοτε όχι και τόσο, αλλά πάντοτε τοποθετημένη όπου και όπως πρέπει. Και όταν λέμε «ελληνικότητα» αναφερόμαστε στα στοιχεία της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, μα ακόμη και της πιο σύγχρονης φολκλορικής και λαϊκής, που παρεισφρέουν στις πρωτότυπες συνθέσεις.
Αυτή η διάσταση, αυτή η κατεύθυνση ακολουθείται και στο “Streams” του Jan Van Angelopoulos, και κάπως έτσι δημιουργείται κι ένα «χρώμα» στο ρόστερ της Teranga Beat, ένα άλλο «χρώμα» σε κάθε περίπτωση, μετά από ’κείνο το «έντεχνο» δυτικο-αφρικανικό εν πολλοίς, μέσω του οποίου γνωρίσαμε την εταιρεία όλη την προηγούμενη δεκαετία.
Ο Jan Van Angelopoulos, γνωστός και ως Jan Van De Engel παλαιότερα, μας απασχολεί από την εποχή του “Misspent” (2010) ή και πιο πριν. Μουσικός που ψάχνει σε πολλά και διαφορετικά μέτωπα, μάς προτείνει στο “Streams” εννέα tracks (πέντε στην πρώτη πλευρά του βινυλίου και τέσσερα στην δεύτερη), τα οποία πολύ χοντρικά θα τα εντάσσαμε στον χώρο της ethnic-jazz. Ένα χώρο που οριοθετείται από τους ήχους «ψαγμένων» ξένων γκρουπ και όχι σώνει και καλά από ’κείνους ακραιφνών «τζαζιστών» (παρότι οι έλληνες οργανοπαίκτες έχουν άμεση και στενή σχέση με την jazz).
Τέσσερις μουσικοί λοιπόν με ισχυρή παρουσία σε πάλκα και ηχογραφήσεις συνευρίσκονται εδώ, για να παρουσιάσουν μια σειρά συνθέσεων, απαιτητικών οπωσδήποτε, με πολλά «έντεχνα», jazz, αυτοσχεδιαστικά και ethnic / φολκλορικά στοιχεία, εμμένοντας στην ενότητα του ακροάματος που βασίζεται στο καθοριστικό ρυθμικό τμήμα και από ’κει και πέρα στα breaks του βιολιού, της βιόλ και του πιάνου, που εισέρχονται στο περιβάλλον, όχι φυσικά για να το ανατρέψουν, μα για να του παράσχουν μία πολύ «ειδική» και σφόδρα γόνιμη προοπτική.
Όχι τυχαίως το “Streams” φέρνει στην μνήμη μας εγγραφές των Γερμανών Embryo για παράδειγμα, της μέσης και κυρίως της ύστερης εποχής τους – και αυτή είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα, που μόνον ως (θετικό) credit δύναται να αφορά τον Jan Van Angelopoulos και την παρέα του.
Στο άλμπουμ, που είναι ηχογραφημένο το 2020, ακούγονται οι μουσικοί: Γιάννης Αγγελόπουλος (Jan Van Angelopoulos) ντραμς, Παρασκευάς Κίτσος μπάσο, Βαγγέλης Στεφανόπουλος πιάνο και Φώτης Σιώτας βιολί, βιόλ, φωνή.
Όλοι οι μουσικοί είναι βεβαίως γνωστοί, καθώς πέρα από τον Φώτη Σιώτα, που τον ξέρουμε από δεκάδες εγγραφές, όπως και από τα σχήματα Λαϊκεδέλικα, Επισκέπτες, Sancho 003, Σωτήρες κ.λπ., ο Παρασκευάς Κίτσος υπήρξε μέλος των Momo Trio, έχοντας και προσωπική δισκογραφία, ενώ και ο Βαγγέλης Στεφανόπουλος είναι γνωστός από τα σχήματα Jazznovation, Vagelis Stefanopoulos Trio και Vagelis Stefanopoulos Ensemble.
Τέσσερις μουσικοί λοιπόν με ισχυρή παρουσία σε πάλκα και ηχογραφήσεις συνευρίσκονται εδώ, για να παρουσιάσουν μια σειρά συνθέσεων, απαιτητικών οπωσδήποτε, με πολλά «έντεχνα», jazz, αυτοσχεδιαστικά και ethnic / φολκλορικά στοιχεία, εμμένοντας στην ενότητα του ακροάματος (το άλμπουμ δεν βγαίνει «εκτός ροής» ούτε για δευτερόλεπτο), που βασίζεται στο καθοριστικό ρυθμικό τμήμα (άκου φερ’ ειπείν το “Fingering” στην πρώτη πλευρά ή το “Secret creek” στην δεύτερη) και από ’κει και πέρα στα breaks του βιολιού, της βιόλ και του πιάνου, που εισέρχονται στο περιβάλλον, όχι φυσικά για να το ανατρέψουν, μα για να του παράσχουν μία πολύ «ειδική» και σφόδρα γόνιμη προοπτική.
Τούτο το διαπιστώνεις από track σε track, καθώς τα πειραματικά στοιχεία ενσωματώνονται στις συνθέσεις κάπως σαν ακουστικά εφφέ, δημιουργώντας υπερβατικές καταστάσεις (“Psychic stream”), από ’κείνες που θα μπορούσες να συναντήσεις, ζωντανά, σ’ ένα... ψυχεδελικό πάρτυ ή σ’ ένα λαϊκό πανηγύρι.
Η «ροή» λοιπόν, που κατά μίαν έννοια αποτελεί κι ένα υπόγειο concept στο “Streams”, καθώς πολλά tracks... ρέουν, πρώτα-πρώτα εκ των τίτλων τους, είναι πανταχού παρούσα στις συνθέσεις του Jan Van Angelopoulos – από τις πιο ιδιότυπες και δυναμικές, μέχρι το έξτρα σινεματίκ και μελωδικό κλείσιμο με το “Quiet stream”.
Επαφή: εδώ
Την Τέταρτη 22 και Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου ο Γιάννης Αγγελόπουλος (Jan Van) παρουσιάζει τον τελευταίο του δίσκο “Streams” στο jazz club Afrikana
Χρήστος Λεοντής: Με Άλλη Ματιά
[Μετρονόμος, 2021]
Το πιο νέο άλμπουμ τού σημαντικού συνθέτη του «έντεχνου» Χρήστου Λεοντή έχει τίτλο «Με Άλλη Ματιά» και περιλαμβάνει, βασικά, επανεκτελέσεις δικών του τραγουδιών από παλαιότερα άλμπουμ του. Κυρίως, όμως, της πιο πρόσφατης εποχής, καθώς τα έντεκα από τα δεκατέσσερα κομμάτια προέρχονται από τα CD «Έρωτας Αρχάγγελος» [Μετρονόμος, 2007] σε στίχους Δημήτρη Λέντζου, «Χελιδών Ηδομένη...» [Μετρονόμος, 2010] με μουσικές-τραγούδια από επενδύσεις κωμωδιών του Αριστοφάνη και «Φλόγα Που Καίει» [Μετρονόμος, 2017], επίσης σε στίχους Δημήτρη Λέντζου.
Αυτό μας προξενεί μία εντύπωση. Ίσως θα ήταν πιο αναμενόμενο να ήθελε ο συνθέτης να... ακούσει «κάπως αλλιώς» τα πολύ παλιά τραγούδια του, να έδινε σ’ εκείνα μια διαφορετική όψη (ερμηνευτική-ενορχηστρωτική) μετά από σαράντα, πενήντα ή και σχεδόν εξήντα χρόνια (αν καταπιανόταν με τις πρώτες-πρώτες νεανικές προσπάθειές του). Και όμως ο Χ. Λεοντής δεν επανέρχεται τόσο σ’ εκείνο το υλικό του, όσο στο πιο τελευταίο, στο πιο καινούριο του. Αυτό μας βάζει σε κάποιες σκέψεις, αλλά επειδή πρόκειται για σκέψεις και μόνον (στηριγμένες σε υποθέσεις) καλόν είναι να μην επεκταθούμε...
Πάντως υπάρχει εδώ ένα τραγούδι από το πολύ παλαιό και γενικώς άγνωστο άλμπουμ του «12 Παρά 5» [Philips, 1971], και αναφερόμαστε στο «Άσπρο μου ρόδο» που είχε πρωτοπεί η Μαρινέλλα και το οποίον τώρα αποδίδεται από τον Σταμάτη Κραουνάκη(!) και ακόμη το «Να καρτερείς» από το LP «Μαντζουράνα Στο Κατώφλι...» [Philips, 1980], που είχε πρωτοπεί ο Γιώργος Μεράντζας, ενώ εδώ το ακούμε από την Αγγελική Τουμπανάκη.
Τέλος το track list συμπληρώνεται μ’ ένα ανέκδοτο τραγούδι τού Χ. Λεοντή, το «Δούλος τρίδουλος» (ποίημα του Κώστα Βάρναλη), που αποδίδει ο Κώστας Τριανταφυλλίδης.
Κι αυτό, το πολύ σημαντικό. Τις νέες ενορχηστρώσεις δεν τις έχει επιμεληθεί ο Χ. Λεοντής, αλλά ο Μανόλης Ανδρουλιδάκης, που παίζει και κιθάρες στις ηχογραφήσεις. Δίπλα του, δε, ακούγονται και οι Τάσος Αθανασιάς ακορντεόν, Μάνος Αβαράκης φυσαρμόνικα, φλογέρες, Σταύρος Καβαλλιεράτος μπάσο, Νεοκλής Νεοφυτίδης πιάνο, Μιχάλης Πορφύρης τσέλο, Γιάννης Σινάνης μπουζούκι και Γρηγόρης Συντρίδης ντραμς. Μια πλήρης ορχήστρα λοιπόν, πολύ κοντά, και ως τύπος και ως ουσία, στον ηχητικό κόσμο τού Χρήστου Λεοντή.
Οι εκδοχές των τραγουδιών είναι πολύ καλές, από πάσα άποψη – και τούτο ανεξαρτήτως του τι μπορεί να θυμάται ο καθείς από τα πρωτότυπα tracks, ώστε, αυτομάτως, να συγκρίνει.
Οι περισσότεροι τραγουδιστές, και αναφερόμαστε βασικά στους νεότερους Αγγελική Τουμπανάκη και Κώστα Τριανταφυλλίδη, είναι άκρως εκφραστικοί έως και εντυπωσιακοί, ενώ ενδιαφέρουσα είναι και η προσέγγιση τού Σταμάτη Κραουνάκη στο «Άσπρο μου ρόδο», που είχε πει η Μαρινέλλα, το 1971.
Θυμόμαστε ακόμη τα «Παράξενη νοσταλγία» και «Κόκκινη κραυγή», από το CD «Φλόγα Που Καίει» (2017), με τον εξαιρετικό τραγουδιστή Θοδωρή Βουτσικάκη, αλλά και εδώ, στο «Με Άλλη Ματιά», ο Μίλτος Πασχαλίδης και ιδίως η Αγγελική Τουμπανάκη ανταποκρίνονται με άνεση στις απαιτήσεις των τραγουδιών, που είναι από τα ωραιότερα του Χ. Λεοντή, της τελευταίας εποχής του.
Σ’ αυτά θα τοποθετούσαμε επίσης και το «Τα πλοία δίχως φώτα και σημαία», που είχε πρωτοπεί ο Δώρος Δημοσθένους στο CD «Έρωτας Αρχάγγελος» (2007) και που εδώ απογειώνει εκ νέου ο Κώστας Τριανταφυλλίδης (και μάλιστα από ζωντανή ηχογράφηση).
Οι φίλοι τού «έντεχνου» είναι σίγουρο πως θα ευχαριστηθούν και αυτές τις εκτελέσεις των τραγουδιών του Χρήστου Λεοντή, σ’ ένα άλμπουμ πολύ περιποιημένο γενικότερα.
Επαφή: www.metronomos.gr
ION: Soundscapes Vol.1
[Same Difference Music, 2021]
ION είναι ο Γιάννης Παπαϊωάννου ως γνωστόν (Mechaninal κ.λπ.), για άλμπουμ του οποίου έχουμε γράψει κι άλλες φορές στο lifo.gr. Το πιο νέο CD τού ION αποκαλείται “Soundscapes Vol.1” και περιλαμβάνει 20 instrumental tracks, τα οποία διαρκούν όλα τον ίδιο χρόνο (2:22 στο bandcamp ή και 2:24 στο CD-player). Περίεργος αυτός ο ισοκαταμερισμός, αλλά αν δεν το δεις κάπου γραμμένο πολύ δύσκολα το παρατηρείς.
Το ύφος στο “Soundscapes Vol.1” είναι καθαρά ηλεκτρονικό (στην γενικότητά του), καθώς τα μόνα όργανα που χειρίζεται ο ION εδώ είναι διάφορα σύνθια (της Korg και της Yamaha) και ακόμη ένα space echo της Boss, ένα DAT της Casio, ένα μικροκυματικό ραδιόφωνο, τα παράσιτα της τηλεόρασης (TV static), συν tapes.
Εξοπλισμός, λοιπόν, μέσω του οποίου μπορείς να φθάσεις... πολύ μακριά, στο αχανές διάστημα κοντολογίς – καθότι, αν αυτοί οι ήχοι, ή περίπου σαν κι αυτούς, ακούγονταν στην δεκαετία του ’70 θα κάναμε λόγο περισσότερο για kosmische musik και τα συναφή και πολύ λιγότερο για ambient, drone, soundscapes και τ’ ανάλογα, που είναι εν πολλοίς μεταγενέστερα.
Παρότι, τώρα, το “Soundscapes Vol.1” περιέχει τόσα πολλά κομμάτι (είκοσι, το επαναλαμβάνουμε) εντούτοις δεν σου δίνει, επ’ ουδενί, την αίσθηση του αποσπασματικού και του κατακερματισμένου.
Το άκουσμα, εννοούμε, έχει ενότητα, συνέχεια, συνάφεια, εξελίσσεται αργά γενικώς, με τις παύσεις, τα σβησίματα, να σηματοδοτούν ανεπαίσθητες μεταβάσεις και μεταπτώσεις, πάντα πλησίον ενός ηχητικού διαλογισμού, διατηρώντας μ’ έναν έμμεσο τρόπο την αίσθηση της μεγάλης διάρκειας και του αέναου – αφού κάθε επόμενο track μοιάζει σαν συνέχεια του προηγουμένου του.
Γι’ αυτού του τύπου τα ακούσματα το άπαν κρίνεται από το αν καταφέρνουν, τελικώς, να σε εντάξουν και να σε κρατήσουν στον «κόσμο» τους. Με το “Soundscapes Vol.1” του ION σίγουρα, αυτό, επιτυγχάνεται.
Επαφή: εδώ
Γιώργης Χριστοδούλου: Το καμπαρέ των ζώων
[Μάρτης / Παιδικό βιβλίο, 2021]
Το παιδικό τραγούδι είναι ένα πολύ ιδιαίτερο είδος τραγουδιού. Όπως είναι και ο παιδικός κινηματογράφος, το παιδικό θέατρο κ.λπ. Το τραγούδι, όμως, ως ακρόαμα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, που εν πολλοίς είναι θεάματα (με ενσωματωμένα ακροάματα).
Συνήθως τα θεάματα, στην εξέλιξη και την ανάπτυξή τους, λαμβάνουν υπ’ όψιν και τους μεγάλους, που πάντα συνοδεύουν τα παιδιά σε τοιούτες εξορμήσεις (ο μεγάλος δεν θα πρέπει να βαρεθεί π.χ. σ’ ένα παιδικό θέαμα – πρέπει να κερδηθεί κι αυτός), ενώ με το παιδικό τραγούδι, με το δισκογραφημένο παιδικό τραγούδι, δεν συμβαίνει απαραιτήτως το ίδιο. Δεν αποτελεί προϋπόθεση (η σύγχρονη διασκέδαση και ψυχαγωγία τού μεγάλου).
Μπορεί το παιδί, εννοούμε, να ακούσει ένα παιδικό άλμπουμ, δίχως την παρουσία τού μεγάλου δίπλα του. Το ότι το παιδικό τραγούδι απευθύνεται, λοιπόν, σε παιδιά, χωρίς απαραιτήτως τους συνοδούς τους, του δίνει αμέσως άλλες ιδιότητες. Πρακτικώς, γεμίζει με μεγαλύτερη ευθύνη τον συνθέτη. Μεγαλύτερη εκείνης του σκηνοθέτη, τέλος πάντων.
Αν ο σκηνοθέτης δεν κρίνεται μόνον από μικρούς, μα και από μεγάλους (προσβλέποντας στην επιείκειά τους), ο συνθέτης κρίνεται βασικά από τα παιδιά, από τους μικρούς – οι οποίοι, λόγω αμόλυντου ενστίκτου, είναι οι πιο δίκαιοι, οι πιο τολμηροί και οι πιο αυστηροί κριτές.
Τι γνώμη μπορεί να είχαν τα παιδιά για την δισκογραφημένη «Λιλιπούπολη», φερ’ ειπείν; Φανταζόμαστε καλή ή και πολύ καλή – αν και δεν έχουμε υπ’ όψιν μας σχετικές κρίσεις.
Το ίδιο αναρωτιόμαστε δε και για το πολύ όμορφο και πρόσφατο «Το Καμπαρέ των Ζώων» των Γιώργη Χριστοδούλου (μουσικές) και Αριστείδη Μάραντου (λόγια), με τις συμμετοχές (σε τραγούδι κ.λπ.) των Γιώργη Χριστοδούλου, Σαβίνας Γιαννάτου, Αργύρη Μπακιρτζή, Ελένης Τσαλιγοπούλου, Μαριώς, Δημήτρη Μυστακίδη, Βασίλη Νικολαΐδη, Manouchedrome και Διογένη Δασκάλου.
Θέλουμε να πούμε με όλα τούτα πως η δική μας κριτική απέναντι σ’ αυτό το όμορφο, το ξαναγράφουμε, εξωτερικά και εσωτερικά CD-book, θα είναι κομματάκι «άκυρη», καθότι δεν γίνεται να είμαστε εμείς, ως μεγάλοι να πούμε, οι πιο κατάλληλοι να γράψουν για «Το Καμπαρέ των Ζώων».
Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως πρόκειται για μιαν ωραία σχεδιαστικώς έκδοση, που προσφέρει στο booklet της όλους τους στίχους των τραγουδιών, μαζί με τα ωραία χρωματιστά σχέδια του Ντίνου Ξύγκα.
Ένα παλιό... καμπαρέ για ζώα ανακαινίζεται και ανοίγει ξανά, με νέους... πελάτες. Και κάπως έτσι γνωρίζουμε τους νεότερους πρωταγωνιστές του – τους δεινόσαυρους, την τσίχλα, την πεταλούδα, τον παπαγάλο, τον σκαντζόχοιρο, το δελφίνι, τον ρινόκερο, την χελώνα κ.λπ.
Οι στίχοι του Α. Μάραντου είναι προσεγμένοι, ομοιοκατάληκτοι φυσικά, παιχνιδιάρικοι, εύθυμοι μα και διδακτικοί συνάμα. Ευχάριστοι για τους μεγάλους σίγουρα και ας υποθέσουμε το ίδιο και για τους μικρούς.
Οι μουσικές του Γ. Χριστοδούλου είναι και αυτές ευφάνταστες, υπό την έννοια ότι «το καμπαρέ των ζώων» δεν μπορεί παρά να έχει και παιδευτικό, μουσικό, χαρακτήρα. Αξίζει να έλθουν, δηλαδή, τα παιδιά σε επαφή με διάφορα είδη, ηχοχρώματα κ.λπ.
Στην ηχογράφηση υπάρχει πιάνο, ακορντεόν, κοντραμπάσο, τύμπανα, κιθάρες, φλάουτο, κρουστά και βεβαίως φωνές, πολύ γνωστές φωνές – κάτι που δεν θα πρέπει να ενδιαφέρει ιδιαιτέρως, ή και καθόλου, τους μικρούς ακροατές.
Βεβαίως το ότι εγνωσμένης αξίας τραγουδιστές επιχειρούν σ’ ένα τέτοιο ρεπερτόριο σημαίνει κάτι γι’ αυτούς, πρωτίστως. Το ότι μπορούν να φέρουν τη φωνή τους, και τις ερμηνείες τους, κοντά, πλησίον ή και εντελώς «επάνω», σ’ εκείνο που αναμένουν να ακούσουν οι πιτσιρίκες και οι πιτσιρικάδες.
Προσωπικώς, για μένα, τον... μεγάλο, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του άλμπουμ είναι οι μουσικές του Γιώργη Χριστοδούλου και μετά απ’ αυτές οι ενορχηστρώσεις, επί των οποίων φρονώ πως Γ. Χριστοδούλου θα πρέπει να είχε, σε κάποιο σημείο, τις αποφασιστικές προτάσεις του.
Από συνθετικής πλευράς, λοιπόν, ο Γ. Χριστοδούλου έχει κατορθώσει να χωρέσει στο «καμπαρέ των ζώων» ρυθμούς και μελωδίες, που μπορεί να ξεκινούν από την jazz, το swing, το ιταλικό παραδοσιακό τραγούδι ή το french chanson και να καταλήγουν στα βαλσάκια, στο ελαφρό τραγούδι (το δικό μας ή το ευρύτερο) ή ακόμη και στο λαϊκό. Αυτή η ηχητική περιπλάνηση είναι πολύ γόνιμη, οπωσδήποτε παιδευτική για τους μικρούς, και κυρίως αθόρυβη και καλαίσθητη. Δεν εκβιάζονται δηλαδή οι καταστάσεις.
Το γεγονός, τώρα, ότι εδώ υπάρχουν τραγούδια, που θα ενδιαφέρουν σίγουρα τους μεγάλους (όπως είναι τα «Η πεταλούδα», «Τα νυχτοπούλια», «Το πάντα» κ.λπ.) τούτο δεν σημαίνει κάτι βαθύτερο για την αξία τού «Καμπαρέ των Ζώων» – αξία, που θα αποτιμηθεί, πρωτίστως, από το καθ’ ύλην αρμόδιο κοινό.
Επαφή: www.martis.gr
Monsieur Doumani: Pissourin
[Glitterbeat Records, 2021]
Το γνωστό μας συγκρότημα από την Κύπρο, οι Monsieur Doumani, επανέρχονται στην δισκογραφία με το τέταρτο άλμπουμ τους, που έχει τίτλο “Pissourin” (στην κυπριακή διάλεκτο το βαθύ σκοτάδι). Στο άλμπουμ αυτό υπάρχει μια βασική αλλαγή στην line-up του γκρουπ, καθώς την θέση του κιθαρίστα Άγγελου Ιωνά έχει τώρα ο Άντης Σκορδής, ενώ την τριπλέτα συμπληρώνουν πάντα οι Αντώνης Αντωνίου τζουράς, φωνή και Δημήτρης Γιασεμίδης τρομπόνι.
Το συγκεκριμένο άλμπουμ διαθέτει κατ’ αρχάς concept και αυτό είναι η νύχτα, το σκοτάδι.
Τα τραγούδια λοιπόν, από στιχουργικής πλευράς περιστρέφονται γύρω από διάφορα φαινόμενα της νύχτας, όπως μαρτυρούν και τα λόγια τού Μάριου Επαμεινώνδα –ενδεικτικώς... «Πούλια», «Καλικάντζαροι», «Κουκκουφκιάος» (η κουκουβάγια), «Νυχτοπάππαρος» (είδος νυχτερίδας)–, ενώ από μουσικής πλευράς υπάρχουν οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές, οι γνωστές και από τα παλαιότερα άλμπουμ του γκρουπ και εννοούμε τον συνδυασμό παραδοσιακών και λαϊκών στοιχείων, με στοιχεία από το rock (το anadolu και το ψυχεδελικό βασικά).
Το αποτέλεσμα είναι πάντα πολύ ενδιαφέρον. Τα τραγούδια ρέουν με άνεση, τα ηχοχρώματα είναι πάντα αυτά που πρέπει να είναι, το ρυθμικό στοιχείο είναι έντονο, αγγίζοντας ορισμένες φορές ακόμη και εκστατικές διαστάσεις (“Poulia”), τα παιξίματα είναι και άψογα και ευφάνταστα, όπως και οι ενοργανώσεις φυσικά, οι οποίες χωρίς να καταφεύγουν σε υπερβολές και βαριά φορτώματα, κατορθώνουν να συντρέξουν με ακρίβεια με τις περιγραφόμενες καταστάσεις.
Ανάμεσα στα ωραιότερα κομμάτια του CD και το φερώνυμο με τον τίτλο του άλμπουμ “Pissourin” με το... ψυχεδελικό τελείωμα, ενώ δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και η παρουσία της Μάρθας Φριντζήλα στο “Thamata” (επίσης ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του άλμπουμ).
Επαφή: εδώ