Ένα νέο ελληνικό έργο με τίτλο «Ονόριο» και υπότιτλο «Τα ανομήματα ενός εγκληματία» θα κάνει πρεμιέρα στο θέατρο Βαφείο στις 25 Οκτωβρίου.
Τα νέα ελληνικά έργα που βλέπουμε κάθε χρόνο στο θέατρο είναι λιγοστά. Όταν ξεκίνησα να διαβάζω το έργο του 32χρονου Στέφανου Παπατρέχα μεταφέρθηκα στην Ευρώπη του Μεσαίωνα και σε μια σκοτεινή ιστορία που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Δούκισσες και αγόρια πριγκιπικής καταγωγής, Τσιγγάνες και μοναχές μεταξύ της θεατρικής μαγείας και του σκληρού ρεαλισμού υφαίνουν το δίχτυ τους που φέρνει διαρκείς ανατροπές σε ταυτότητες και ιδιότητες, σε προθέσεις και στα αποτελέσματα των πράξεών τους.
Με αφορμή το έργο του, που μιλά για την αλήθεια, τον νόμο, την ηθική και την εξαπάτηση, συναντήσαμε τον συγγραφέα και συν-σκηνοθέτη της παράστασης για να μιλήσουμε για τη δική του ιστορία, την περιπέτεια της θεατρικής γραφής, τις ελπίδες και τις ματαιώσεις που βιώνει ένας νέος θεατρικός συγγραφέας.
— Στέφανε, θα ήθελα να μου πεις πότε ξεκίνησες να γράφεις.
Από το δημοτικό, θυμάμαι, προσπαθούσα να γράψω. Πότε κάποιο βιβλίο για έναν ιππότη σε στυλ «Λάνσελοτ», πότε μια τρομακτική ιστορία σε στυλ «Ανατριχίλες». Συνήθως τα άφηνα μισοτελειωμένα, γιατί όταν ξαναδιάβαζα ό,τι είχα γράψει, δεν μου φαινόταν τόσο ωραίο όσο το πρωτότυπο που είχα θαυμάσει και προσπαθήσει να φτάσω.
Το Εθνικό Θέατρο, που όφειλε να παροτρύνει τη συγγραφή και να το κάνει και πρακτικά, ανεβάζοντας κάθε χρόνο κείμενα νέων συγγραφέων, έχει αφήσει σε μια παρακμή το στούντιο συγγραφής, κάτι που ελπίζω, όποιος/-α αναλάβει τη διεύθυνση, να το φροντίσει.
Έγραψα μαζί με έναν φίλο το πρώτο μου θεατρικό έργο, την «Ανιούτα», και εκεί πια συνειδητοποίησα πόσο μου αρέσει αυτή η διαδικασία, και τη διαδέχτηκε το «Ξέφωτο» το 2011. Αποθαρρύνθηκα γιατί δεν πήγε καλά, αλλά η «Φροσύνη» ήταν αυτή που με έβαλε πάλι στα αίματα.
— Ας πάμε στο πρώτο σου έργο, τη «Φροσύνη», και στον λόγο που ασχολήθηκες με αυτό το πρόσωπο. Τι ενδιαφέρον έχει;
Κάποια στιγμή ένας φίλος και συνάδελφος με καταγωγή από τα Ιωάννινα μου είπε πως θα είχε ενδιαφέρον ως θέμα για θέατρο η κυρα-Φροσύνη. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, τη στιγμή εκείνη μου φάνηκε αδιάφορο κάτι τέτοιο.
Η αλήθεια, όμως, ήταν άλλη. Και το ακόμη πιο γοητευτικό ήταν το γεγονός ότι υπήρχαν γι’ αυτήν πολλές και αντικρουόμενες απόψεις: για κάποιους ήταν γοητευτική, φιλελεύθερη και έξυπνη, ενώ για άλλους πόρνη και μοιχαλίδα. Σκέφτηκα, λοιπόν: τι απ’ όλα ισχύει; Μήπως όλα; Ίσως τίποτε από αυτά. Όσοι έγραψαν γι’ αυτήν, πόσο βαθιά τη γνώριζαν; Μπορούμε να ξέρουμε ποια πραγματικά ήταν η Φροσύνη;
— Και στη συνέχεια μας συστήνεις ένα ακόμα πρόσωπο από την ίδια δεξαμενή της Ιστορίας, την Πασού, γραμμένο κι αυτό ως μονόλογο.
Είναι αστείο, αλλά ο τρόπος που γεννήθηκε η ιδέα της «Φροσύνης» μοιάζει τρομακτικά με αυτόν της «Πασούς». Κάποιος μου είπε πως μετά την ιστορία της Φροσύνης θα έπρεπε να γράψω τον μονόλογο της νόμιμης συζύγου του Αλή Πασά.
Είδα, λοιπόν, πως είχα δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες της ίδιας ιστορίας και ενώ –όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι– η Φροσύνη, μέσα από τόσο πολλά που έχουν γραφτεί γι’ αυτήν, διεκδικεί το ποια είναι πραγματικά, η Πασού διεκδικεί απλώς το να είναι, να γραφτεί έστω κάτι γι’ αυτήν, να έχει μια μικρή θέση στην Ιστορία.
— Ας πάμε, λοιπόν, στο «Ονόριο», που είναι έργο πολυπρόσωπο, πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενα, που δεν έχει ελληνικό θέμα στον πυρήνα του.
Στο «Ονόριο» ο πυρήνας είναι η αλήθεια και η εξαπάτηση. Με απασχολούσε πολύ το εάν υπάρχει μία αλήθεια ή εάν ο καθένας έχει τη δική του. Το πόσο μπορεί να αλλάξει η ίδια ιστορία ανάλογα με το ποιος την περιγράφει. Σκέφτηκα πως ο Μεσαίωνας είναι μια περίοδος σκοτεινή και ομιχλώδης, που θα ήταν το ιδανικό πλαίσιο για ένα τέτοιο θέμα και σιγά σιγά άρχισε να διαμορφώνεται το έργο μέσα μου. Ήρθε μετά το πρώτο lockdown.
— Το οποίο συνδέθηκε με τον Μεσαίωνα;
Μέσα σε μια αγωνία επαγγελματική, με πολλές δουλειές μου να κόβονται απότομα, χωρίς να υπάρχει προοπτική να συνεχίσουν άμεσα, μέσα στην αναστάτωση από την πανδημία, στην απαξίωση που βίωσε ο κλάδος μας τόσο από την υπουργό Πολιτισμού όσο και απ’ όλη την πολιτική ηγεσία, ήρθε και η αμφισβήτηση από κοντινά πρόσωπα.
Άρχισε μια απαξίωση όσον αφορά το πόσο σοβαρή δουλειά είναι το θέατρο, αν είναι πράγματι δουλειά, γιατί και με ποια λογική διεκδικούμε οι ηθοποιοί επίδομα και μέτρα στήριξης, μέτρα ώστε να λειτουργήσουν πάλι τα θέατρα. Στον κεντρικό πυρήνα, πέρα από την αλήθεια, ήρθε να προστεθεί η εξαπάτηση. Άρχισα τότε τη μελέτη.
— Πες μου τα έργα που διάβασες.
Διάβασα πάρα πολύ και πάρα πολλά. O «Καλόγερος» του Λιούις, ο «Μέλμοθ, ο περιπλανώμενος» του Mατιούριν, οι «Ιστορίες του Καντέρμπερι» του Τσόσερ, το «Όνομα του Ρόδου» του Έκο, το «Δεκαήμερο» του Boκάκιου, η «Θεία Κωμωδία» του Ντάντε Αλιγκιέρι, η «Παναγία των Παρισίων» του Ουγκό, Οι «Ληστές» του Σίλερ, ο «Φάουστ» του Γκαίτε, η «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, οι «Παράξενες ιστορίες του Μεσαίωνα» του Όλντριτζ, ο «Χαμένος παράδεισος» του Mίλτον, καθώς και τα παραμύθια των αδερφών Γκριμ και πολλά έργα του Σαίξπηρ με επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό στον «Ονόριο».
— Με ποιο κριτήριο επιλέχθηκε η Δύση ως γεωγραφικό πλαίσιο του έργου; Γιατί δεν προτιμήθηκε π.χ. κάποια ελληνική πόλη της ίδιας ιστορικής περιόδου;
Καταρχάς, ακόμη και ο Μεσαίωνας που επιλέγω ως ιστορικό πλαίσιο δεν είναι απόλυτος. Όλη αυτή η περίοδος είναι σχεδόν χίλια χρόνια, μέσα στα οποία ήρθαν πολλές αλλαγές, γι’ αυτό και χωρίζεται σε υποπεριόδους.
Το ίδιο ισχύει και για το γεωγραφικό πλαίσιο του έργου. Δεν λέγεται, δηλαδή, ποτέ σε ποια χώρα ή πόλη είμαστε ακριβώς και τα τοπωνύμια που ακούμε στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν, απλώς θυμίζουν κάτι από Ευρώπη. Θεωρώ πως αν η δράση ήταν σε κάποια ελληνική πόλη, ακόμη και αν ήταν αφηρημένη πάλι η ιστορική περίοδος ή και η ίδια η περιοχή της Ελλάδας, θα ήταν πιο δεσμευτικό συγγραφικά.
— Σε φοβίζει το γεγονός ότι το έργο διαφοροποιείται πολύ σε σχέση με σύγχρονα ελληνικά;
Δεν το είδα ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Όταν σκέφτηκα την πλοκή, με κινητοποιούσε να γράψω αυτή την ιστορία και αυτό σήμαινε πως έχει κάτι που με αγγίζει, έχει κάτι να πει. Όσο το έγραφα, ήλπιζα πως θα καταφέρω να το αποτυπώσω όσο όμορφα το είχα δημιουργήσει στο μυαλό μου και πως όταν το διαβάσω θα συνεχίσει να μου μιλάει και να με συναρπάζει.
Τώρα, μετά από τόσες πρόβες και τόση δουλειά, μένει να δούμε αν και οι θεατές μας θα νιώσουν το ίδιο. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον χαίρομαι που διαφοροποιείται το έργο σε σχέση με άλλα σύγχρονα ελληνικά. Έχει κάτι το διαφορετικό και πιθανώς να είναι μια ευχάριστη έκπληξη για τον σημερινό θεατή.
— Ας μιλήσουμε για μια περιοχή που μας «καίει» όλους, το νέο ελληνικό έργο. Δεν γράφονται ελληνικά έργα ή δεν τολμούν να τα ανεβάσουν, να επενδύσουν οι παραγωγοί;
Υπάρχει μια γενική αίσθηση πως δεν γράφονται σήμερα νέα ελληνικά έργα και πως δεν έχουμε νέους συγγραφείς. Όμως στην πραγματικότητα γράφονται, και μάλιστα πολλά καινούργια έργα κάθε χρόνο. Εγώ μέσα στην τελευταία πενταετία έχω συμμετάσχει ως συντελεστής σε τουλάχιστον εφτά, είτε με τη μορφή κανονικής παράστασης είτε με τη μορφή αναλογίου.
Έργα γράφονται και είναι και άκρως ενδιαφέροντα κατά τη γνώμη μου. Το πρόβλημα είναι πως δεν ανεβαίνουν από μεγάλα θέατρα και μεγάλες παραγωγές. Δυστυχώς, οι περισσότεροι παραγωγοί και σκηνοθέτες προτιμούν την ασφάλεια γνωστών και μεγάλων συγγραφέων ή έστω Ελλήνων, αλλά ήδη καταξιωμένων. Όταν, δε, παίρνουν έργα ξένων, αλλά νέων συγγραφέων, είναι έργα που ήδη κάνουν επιτυχία στο εξωτερικό.
— Συζητάμε κάθε χρόνο για τις πολλές παραστάσεις, για τον πληθωρισμό τους, υπάρχει πάντα μια γκρίνια. Την καταλαβαίνεις; Σε απασχολεί;
Δεν το καταλαβαίνω όταν κάποιοι γκρινιάζουν για τις πολλές παραστάσεις κάθε χρονιάς. Πρώτον, μόνο από άποψη πιθανοτήτων να το δει κανείς, όσο περισσότερες παραστάσεις ανέβουν, τόσο πιο πιθανό είναι να δούμε καλό θέατρο. Επίσης, με κάποιες μόνο να επιχορηγούνται, δεν κοστίζει σε κανέναν να υπάρχουν πολλές σκηνές και πολλές παραστάσεις. Ο καθένας αναλαμβάνει το ρίσκο της αποτυχίας και διακινδυνεύει τη δική του τσέπη.
Έπειτα, δεν άκουσα ποτέ να γκρινιάζει κάποιος για άλλους κλάδους εκτός καλλιτεχνικού χώρου, όπου υπάρχει υπερπροσφορά. Ειλικρινά, δεν μπορώ να δω τι πρόβλημα δημιουργεί όλο αυτό και για ποιον λόγο γίνεται κάθε χρόνο αυτή η κουβέντα. Με ποιο κριτήριο θα πρέπει να υπάρχει όριο αριθμού παραστάσεων; Να μείνουν δηλαδή μόνο τα μεγάλα θέατρα και οι μεγάλες παραγωγές;
Νομίζω πως ειδικά στον χώρο του θεάτρου οφείλουμε να δίνουμε χώρο σε όλους και ας μιλήσει η πορεία του καθενός για το εάν έπρεπε ή όχι να κάνει παραστάσεις.
Ονόριο - Τα ανομήματα ενός εγκληματία
Κείμενο: Στέφανος Παπατρέχας
Σκηνοθεσία: Λάζαρος Βαρτάνης - Στέφανος Παπατρέχας
Ερμηνεύουν: Λάζαρος Βαρτάνης, Αλέξανδρος Καναβός, Σύνθια Μπατσή, Μαίρη Ξένου, Στέφανος Παπατρέχας, Γεωργία Πιερρουτσάκου
Θέατρο Βαφείο - Λάκης Καραλής (Αγ. Όρους 16 & Κωνσταντινουπόλεως 115, Βοτανικός)
Κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 20:15