ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ ανακοινωνόταν από την πρόεδρο του δικαστηρίου η καταδίκη των κατηγορουμένων για διεύθυνση της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή». Η ίδια απόφαση βγήκε από τη μεγάλη αίθουσα του Εφετείου, βγήκε και από τα στήθη του πλήθους με έναν λυγμό, με μια ανάσα.
Σπάνια αντιστοίχιση: η δικαιοσύνη της έδρας ως θεσμός συνάντησε τη δικαιοσύνη ως πανανθρώπινο αίτημα των πολλών. Όλα αυτά σαν σπίθα στον αέρα. Βρείτε ξανά το βίντεο από τη συγκέντρωση στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, 7 Οκτωβρίου 2020, λίγο πριν από τις 12 το μεσημέρι: η στιγμή που ακούγεται η φράση «Η Χρυσή Αυγή αποτελεί εγκληματική οργάνωση». Η Δικαιοσύνη (με Δ κεφαλαίο) συναντά τη δικαιοσύνη της μάνας του Παύλου, του πατέρα του Σαχζάτ, του Αμπουζίντ Εμπάρακ.
Γνωστά όλα αυτά, αλλά ας θυμόμαστε πόσος φόβος και πόσο αίμα χρειάστηκε μέχρι να αντιδράσουν οι Αρχές και να δράσει η Δικαιοσύνη. Ας σκεφτούμε: κι αν ήταν άλλη η απόφαση; Αν το δικαστήριο καταδίκαζε τον Ρουπακιά και έριχνε μερικές «ψιλές» στους άλλους;
Όχι, δεν έγινε αυτό. Δεν επέστρεψε η ηγεσία στο συνδικάτο του εγκλήματος. Δεν ξαναέδωσαν εντολές στα τάγματα εφόδου. Δεν κατασκήνωσαν ξανά στις τηλεοράσεις με τατουάζ μια αθωωτική απόφαση πλάι στη σβάστικα. Δεν χαριεντίστηκαν με πρόθυμους δημοσιογράφους. Δεν επιστρέψαμε στο 2013, η τότε διόγκωση της Χ.Α. δεν έγινε χείμαρρος που θα μας έπνιγε.
Αυτό θα σήμαινε η αντίθετη απόφαση: θα γινόταν η Χ.Α. ξανά ‒και με τη βούλα πια‒ η άλλη όψη του βαθέος κράτους. Νομιμοποιημένη από πάνω, θα έκλεινε το μάτι στα στρώματα εκείνα της κοινωνίας που γοητεύτηκαν από την ωμή βία, τον εθνικισμό και τον ρατσισμό.
Να θυμόμαστε, λοιπόν, συνεχώς τη σημασία της απόφασης. Δεν ήταν ποτέ αυτονόητο ότι οι νεοναζί θα λογοδοτήσουν για την έκνομη δράση τους. Η καταδίκη αποτελεί ορόσημο για την ελληνική δημοκρατία και τιμά την ελληνική δικαιοσύνη.
Είναι λάθος και η αντίστροφη ανάγνωση. Χαλαρώστε, τελειώσαμε με την ακροδεξιά, είπαν κάποιοι. Αρκεί να δούμε τις έρευνες: τέσσερις στους δέκα απ’ όσους αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί θα ήθελαν μια νόμιμη Χ.Α.: «το παράκανε» με τη βία και τα εγκλήματα, χωρίς αυτά θα ήταν χρήσιμη. Δηλαδή, μέρος υπολογίσιμο της ελληνικής κοινωνίας έχει πια ρίζες στον ακροδεξιό χώρο ακόμα και αν δεν το παραδέχεται ή δεν το καταλαβαίνει.
Αυτά τα υποτιμούμε μπροστά στη διαρκή παρουσία της ακροδεξιάς στους θεσμούς και στον δημόσιο χώρο. Mε υπουργούς αντισημίτες, βουλευτές «κυνηγούς νηπίων», βουλευτές που βρίζουν γυναίκες θύματα σεξουαλικών επιθέσεων, ρατσιστές δημάρχους και παπάδες που εκδηλώνουν μίσος εναντίον μιας ξύλινης κούκλας για παιδιά πρόσφυγες λογικό είναι κάποτε να ξεχνάμε τη σημασία της δίκης.
Λένε κάποιοι: μα όλοι οι ακροδεξιοί είναι εδώ, κάποιοι και στην κυβέρνηση, ξεπλυμένοι δήθεν στη δικαστική απόφαση. Λάθος σκέψη. Μπορεί καλοπροαίρετη, αλλά λάθος. Οι χρυσαυγίτες μαχαιροβγάλτες δικάστηκαν για βίαια κακουργήματα και δεν είναι όλοι οι ακροδεξιοί μαχαιροβγάλτες. Και πάντως, αυτή η ακροδεξιά που ευδοκιμεί στους θεσμούς δίνει τον τόνο στα μίντια και καταλαμβάνει υπουργικούς θώκους, θα ήταν ακόμα πιο ξεσαλωμένη και επικίνδυνη με άλλη απόφαση του δικαστηρίου.
Είναι λάθος και η αντίστροφη ανάγνωση. Χαλαρώστε, τελειώσαμε με την ακροδεξιά, είπαν κάποιοι. Αρκεί να δούμε τις έρευνες: τέσσερις στους δέκα απ’ όσους αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί θα ήθελαν μια νόμιμη Χ.Α.: «το παράκανε» με τη βία και τα εγκλήματα, χωρίς αυτά θα ήταν χρήσιμη. Δηλαδή, μέρος υπολογίσιμο της ελληνικής κοινωνίας έχει πια ρίζες στον ακροδεξιό χώρο ακόμα και αν δεν το παραδέχεται ή δεν το καταλαβαίνει.
Με τη Χ.Α. και τα όπλα της ξεμπλέξαμε. Με το ιδεολογικό της οπλοστάσιο όχι: εθνικισμός, ρατσισμός και εθνοφυλετισμός, κρατικός αυταρχισμός, κοινωνική μνησικακία και τοξική αρρενωπότητα. Πολλοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ιεράρχες, επέδειξαν τζάμπα αποτροπιασμό για την εγκληματική συμμορία μετά την καταδίκη. Μετά, business as usual: ξανά κανονικοποιούν τον ρατσισμό, την ισλαμοφοβία, τη μισαλλοδοξία, τον σεξισμό.
Εν ολίγοις: η απόφαση ήταν τομή. Ήταν και μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Δεν το έλαβαν όλοι. Έπρεπε, αμέσως μόλις ανακοινώθηκε η ετυμηγορία, να ξεκινήσει η διερεύνηση των σχέσεων της ναζιστικής συμμορίας με θύλακες στα σώματα ασφαλείας και γενικότερα στον κρατικό μηχανισμό. Δεν έγινε.
Αντίθετα, πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι το βαθύ κράτος συνεχίζει τα νταραβέρια με τους νεοναζί, ακόμα και πίσω από τα κάγκελα. Η δημοκρατία αντέδρασε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έγινε σοφότερη.
Εκτός από τους τρεις άξιους δικαστές που έστειλαν τους εγκληματίες στη φυλακή, στην έδρα καθόταν και η εισαγγελέας Οικονόμου. Της χρωστάμε ευγνωμοσύνη: φρόντιζε διαρκώς να μας θυμίζει τις διαχρονικές ευθύνες της Δικαιοσύνης για το ακαταδίωκτο του ελληνικού νεοφασισμού, από τις πρώτες ερωτήσεις της μέχρι την απαλλακτική πρόταση και ως την πρότασή της για τα ελαφρυντικά.
Ακόμα κι όταν έμπαιναν στις κλούβες για τη φυλακή, ένα χέρι ήταν έτοιμο να τους βοηθήσει. Χέρι θεσμικό, χέρι από τα σπλάχνα της πολιτείας μας. Για να μην ξεχνάμε ότι στο βάθος πολλών θεσμών κάθεται ένα πυκνό ίζημα διαρκούς ευμένειας και προστασίας, συνεννοήσεων και αλληλοκατανόησης με τμήματα του νεοφασιστικού ποινικού περιθωρίου.
#1χρόνομετά Γιορτάζουμε την καταδίκη, δεν εφησυχάζουμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.