ΠΡΟΧΘΕΣ ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ συνέπεσαν δύο δίκες, αυτή της Χρυσής Αυγής κι εκείνη των έξι κατηγορούμενων για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου (ο κοσμηματοπώλης, ο μεσίτης και οι τέσσερις αστυνομικοί). Η πρώτη ολοκληρώνεται με τον ναζιστικό συρφετό υπό κοινοβουλευτικό μανδύα να έχει χαρακτηριστεί ήδη και επίσημα εγκληματική οργάνωση, η δεύτερη, ένα έγκλημα-απόρροια του κοινωνικού εκφασισμού που εκτρέφει και τον άλλο, τον πολιτικό φασισμό, μόλις άρχισε.
Και είναι αυτό ακριβώς το νήμα που συνδέει αυτές τις δύο υποθέσεις, οι οποίες, αν και είναι εκ πρώτης όψεως διακριτές, μοιράζονται εν τέλει πολλά κοινά. Κάτι που επιβεβαίωσε ο ίδιος ο πρόεδρος του δικαστηρίου στη δίκη που ξεκίνησε προχθές, αποκαλώντας την «ιστορική», όπως κατά γενική ομολογία θεωρείται αυτή της Χ.Α. Κάτι που επισφράγισε τόσο η ζεστή, αλληλέγγυα αγκαλιά της Μάγδας Φύσσα στην Ελένη Κωστοπούλου, όσο και το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί απ' έξω, φωνάζοντας συνθήματα τόσο για τον Παύλο όσο και για τον Ζακ – ο οποίος Ζακ, αν δεν ήταν γνωστός και αγαπητός, θα ήταν απλώς ένα ακόμα πτώμα στα αζήτητα του νεκροτομείου.
Αυτές οι δύο υποθέσεις, αν και είναι εκ πρώτης όψεως διαφορετικές, μοιράζονται εν τέλει πολλά κοινά
Γιατί, αν στην πρώτη υπόθεση είδαμε να παρελαύνουν από μπροστά μας επί 5,5 χρόνια όλοι εκείνοι οι κοινωνικοί αυτοματισμοί, τα μισαλλόδοξα αφηγήματα και οι παρακρατικοί μηχανισμοί που γιγάντωσαν το τέρας, κάνοντάς το να μας μοιάζει τόσο ώστε να μην το ξεχωρίζουμε –κι έπρεπε να θυσιαστεί ένας «δικός μας» για να αφυπνιστούμε, γιατί ο Σαχζάτ Λουκμάν π.χ. ήταν μαυριδερός και Ασιάτης–, στη δεύτερη όλα αυτά συνέβησαν προτού καν στεγνώσει το αίμα ενός ανθρώπου που λιντσαρίστηκε άγρια μέχρι θανάτου μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα τραγικό συμβάν που αποκάλυψε πολλά για τον ζόφο που μας περιζώνει ως κοινωνία.
Κάτι που ισχύει ανεξάρτητα από το αν οι δράστες γνώριζαν ή όχι το ποιόν του θύματος, αν του επιτέθηκαν εξαιτίας αυτού ή για κάποιον άλλον, αδιευκρίνιστο ακόμα λόγο: η βεβαιότητα ότι, ενεργώντας έτσι, σε δημόσια μάλιστα θέα, όχι μόνο δεν θα είχαν καμία συνέπεια αλλά θα τους χειροκροτούσαν κιόλας, η μετέπειτα συμπεριφορά τους, όταν συνέχισαν θρασύτατα να προκαλούν μέσα από τους λογαριασμούς τους στα σόσιαλ μίντια, αλλά και επιτιθέμενοι λεκτικά σε δημοσιογράφους και ακτιβιστές που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος, η ακροδεξιά τους ρητορική, όπως επίσης και οι σχέσεις που φέρονται να είχαν με τέτοιους κύκλους, τους τοποθετεί αυτοδικαίως στον «ζωτικό χώρο» της Χ.Α., άσχετα με το αν οι ίδιοι είναι όντως ψηφοφόροι της.
Είδαμε τον κατηγορούμενο κοσμηματοπώλη να σκουπίζει ανενόχλητος τον τόπο του εγκλήματος, την αστυνομική έρευνα να προσανατολίζεται στο θύμα αντί για τους δράστες, πολύτιμο οπτικοακουστικό υλικό από κάμερες ασφαλείας να «αγνοείται», είδαμε ολόκληρο τον εσωτερικό μηχανισμό της ΕΛ.ΑΣ. να επιστρατεύεται, «αδειάζοντας» θεαματικά τους πολιτικούς της προϊσταμένους, προκειμένου να μην ολοκληρωθεί η ΕΔΕ και να μην καταλογιστούν ευθύνες στους τέσσερις κατηγορούμενους ένστολους – ο ίδιος εσωτερικός μηχανισμός που έκανε για χρόνια «πλάτες» στη Χ.Α.
Είδαμε τα συστημικά μίντια να ανεβοκατεβάζουν τον αδικοσκοτωμένο «κλέφτη» και «πρεζόνι», ακόμα κι όταν αποδείχτηκαν ανυπόστατες αυτές οι κατηγορίες ή λες και δικαιολογούσαν το φονικό, έστω κι αν ίσχυαν. Πρωτοκλασάτος μάλιστα συνάδελφος(;) έσπευσε μόλις προχθές να χρησιμοποιήσει εντελώς συνειδητά ανάλογη γλώσσα («τοξικοαυτός») και να χαρακτηρίσει «Φαρ Ουέστ» τη συγκέντρωση συμπαράστασης –μια παρομοίωση που ποτέ δεν έκανε για το λιντσάρισμα του Ζακ, κι ας ήταν ο ορισμός της «Άγριας Δύσης»–, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση της οικογένειας Κωστόπουλου και των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής.
Η απαξίωση, βλέπεις, των θεσμών, των ΜΜΕ και του πολιτικού συστήματος, παρότι ενίοτε οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς, αφού εκεί πατάει και ο ακροδεξιός «αντικομφορμισμός», δεν έπεσε ακριβώς από τον ουρανό.
Είδαμε, λοιπόν, κοντά στα άλλα, δεκάδες αυτόπτες μάρτυρες να παρακολουθούν ατάραχοι (εκτός από τον έναν, που επενέβη) το δολοφονικό λιντσάρισμα ενός νέου ανθρώπου, όπως κάνανε αντίστοιχα κάποιοι άλλοι, κάποιες δεκαετίες πριν, στα αντιεβραϊκά πογκρόμ στη Γερμανία και όχι μόνο – η λεγόμενη σιωπηρή πλειονότητα που με τέτοιες συμπεριφορές δίνει διαχρονικά τη μεγαλύτερη αβάντα σε όσους απεργάζονται τον κοινωνικό εκφασισμό.
Είδαμε επίσης –και το ξαναβλέπουμε με την έναρξη της δίκης– τόνους ρατσιστικής και ομοφοβικής χολής να ξερνιούνται στο Ίντερνετ και στα σόσιαλ μίντια, στοχοποιώντας μέχρι και πρωτοβουλίες συμπαράστασης επώνυμων καλλιτεχνικών ιδρυμάτων, που μόνο «αναρχοάπλυτα» δεν τα λες.
Είδαμε και τον «κομάντο» Αθανάσιο Πλεύρη, συνήγορο υπεράσπισης των τεσσάρων κατηγορούμενων αστυνομικών, δηλαδή έναν κυβερνητικό βουλευτή που τυγχάνει γόνος του «πάπα» της ελληνικής ακροδεξιάς, Κωνσταντίνου Πλεύρη, συνηγόρου του καταδικασμένου, πλέον, χρυσαυγίτη ευρωβουλευτή Λαγού.
Εκείνο που δεν είδαμε είναι τους κατηγορούμενους για τη δολοφονία του Ζακ να έχουν κάνει έστω μια μέρα κρατητήριο, όταν ανήλικος μαθητής που κατηγορούνταν (ανυπόστατα κιόλας, καθώς φάνηκε) για συμμετοχή σε επεισόδια στη διάρκεια μαθητικής διαδήλωσης «διανυκτέρευσε» τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα στη ΓΑΔΑ, έμεινε δηλαδή κρατούμενος για μεγαλύτερο διάστημα τόσο από τους καταδικασθέντες ως εγκληματίες χρυσαυγίτες όσο και από τους αυτόκλητους σερίφηδες της Γλάδστωνος.
«Να το πω και αλλιώς. Εγώ, που έχω φάει ξύλο από φασίστες, δεν οργίζομαι τόσο γιατί είναι τρίτο κόμμα όσο με το γεγονός ότι, όπως και στη δική μου περίπτωση, συνεχίζω να διαβάζω και να ακούω σχεδόν σε κάθε τέτοια καταγγελία, σε κάθε τέτοια ρατσιστική επίθεση που έγινε μπροστά σε κόσμο, πως δεν αντέδρασε κανείς και καμία. Γιατί θεωρώ πως το πραγματικό πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό. Το ότι κλαιγόμαστε αντί να αντιδράμε. Το ότι "κοιτάμε τη δουλειά μας", όταν άλλοι άνθρωποι μας χρειάζονται. Και πως μη αντιδρώντας στην πράξη, τους αφήνουμε χώρο» έγραφε προφητικά ο ίδιος ο Ζακ στο προσωπικό του προφίλ στο fb πέντε χρόνια πριν και είχε, δυστυχώς, απόλυτο δίκιο, όπως άλλωστε επιβεβαιώνουν ανάλογες εμπειρίες πολλών από εμάς.
Αυτός είναι κιόλας ο κατεξοχήν λόγος για τον οποίον συσχετίζονται οι εν λόγω δίκες: γιατί όσο η αφασία και αδιαφορία, όσο η αποδοχή του κακού ως μιας φυσιολογικής, ακόμα και επιθυμητής κοινοτοπίας, όσο ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία εξακολουθούν να εκλαμβάνονται ως κανονικότητα, όσο ο κοινωνικός εκφασισμός καλά κρατεί, τότε ο δρόμος για τον πολιτικό φασισμό παραμένει ορθάνοιχτος, όσο αυστηρά κι αν καταδικαστούν οι γιαλαντζί ναζί του Μιχαλολιάκου.
σχόλια