«Είναι τόσο σπάνιο να συνθέτει μια γυναίκα με ταλέντο συμφωνίες» έγραφε ένα περιοδικό το 1851. Και μόνο αυτή η κριτική, που είναι υποτίθεται θετική, περιγράφει το κλίμα, την προκατάληψη όχι μόνο απέναντι στις γυναίκες αλλά και απέναντι στη σύγχρονη μουσική στη Γαλλία, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Αυτό ήταν ένα δύσκολο περιβάλλον, αναμφίβολα, όχι μόνο για να γράψει μια γυναίκα, αλλά για να παιχτεί το έργο της δημοσίως, καθώς η πόλη της ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχθεί μια γυναίκα επαγγελματία μουσικό.
Όπως και οι γυναίκες που έδιναν μάχη για να φοιτήσουν ισότιμα με τους άνδρες στη σχολή Καλών Τεχνών έτσι και η Λουίζ Φαρένκ έδινε τη μάχη της σε ένα ανδροκρατούμενο τοπίο.
Έπρεπε να περάσουν εκατόν πενήντα χρόνια για να φτάσουμε στο σήμερα και οι ορχήστρες σε όλο τον κόσμο να αρχίσουν να την ανακαλύπτουν ξανά μιλώντας για τις γεμάτες ένταση συμφωνίες της, τα πιανιστικά και ορχηστρικά της έργα, τη μουσική δωματίου και το υπέροχο Nonet της.
Έπρεπε να περάσουν εκατόν πενήντα χρόνια για να φτάσουμε στο σήμερα και οι ορχήστρες σε όλο τον κόσμο να αρχίσουν να την ανακαλύπτουν ξανά μιλώντας για τις γεμάτες ένταση συμφωνίες της, τα πιανιστικά και ορχηστρικά της έργα, τη μουσική δωματίου και το υπέροχο «Nonet» της.
Γεννημένη στο Παρίσι, το 1804, η Ντιμόν, μετέπειτα Φαρένκ, ήταν κόρη του Ζακ Ντιμόν επιτυχημένου γλύπτη και μεγάλωσε σε ένα σπίτι καλλιτεχνικό, σε μια μποέμ οικογένεια περιτριγυρισμένη από γλύπτες, ζωγράφους και καλλιτέχνες. Σπούδασε πιάνο από μικρή ηλικία, με τα ταλέντα της να αναδεικνύονται και να ενθαρρύνονται από τους Κλεμέντι και Χιούμελ.
Αφού ενδιαφέρθηκε για τη σύνθεση, έκανε αίτηση για το διάσημο Ωδείο του Παρισιού, σε ηλικία 15 ετών. Σπούδασε με τον Anton Reicha, καθηγητή σύνθεσης στο Ωδείο, αν και δεν είναι σαφές εάν η νεαρή Ντιμόν ακολούθησε τα μαθήματά του εκεί, αφού εκείνη την εποχή το μάθημα σύνθεσης ήταν ανοιχτό μόνο για άνδρες.
Louise Farrenc - Nonet, Op. 38 (1849)
Παντρεύτηκε τον Αριστίντ Φαρένκ, μουσικό, σε ηλικία 17 ετών και διέκοψε τις σπουδές της για να ακολουθήσει τον σύζυγό της που έδινε συναυλίες σε όλη τη Γαλλία. Ο Φαρένκ σύντομα βαρέθηκε τις περιοδείες και με τη βοήθειά της, άνοιξε έναν εκδοτικό οίκο στο Παρίσι, ο οποίος, ως Éditions Farrenc, έγινε ένας από τους κορυφαίους μουσικούς εκδοτικούς οίκους της Γαλλίας για σχεδόν 40 χρόνια.
Στο Παρίσι, η Φαρένκ επέστρεψε στις σπουδές της με τον Reicha και άρχισε να δίνει συναυλίες. Στη δεκαετία του 1830 απέκτησε μεγάλη φήμη ως ερμηνεύτρια και η φήμη της ήταν τέτοια που το 1842 διορίστηκε σε μόνιμη θέση καθηγήτριας πιάνου στο Ωδείο του Παρισιού, θέση που κατείχε για τριάντα χρόνια και ήταν μια από τις λίγες στην Ευρώπη.
Ήταν εξαιρετική εκπαιδευτικός και οι μαθητές της έγιναν διάσημοι μουσικοί, ωστόσο, πληρωνόταν λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους της για σχεδόν μια δεκαετία. Μόνο μετά τη θριαμβευτική πρεμιέρα του έργου της Νonet, ζήτησε και έλαβε ίση αμοιβή. Εκτός από τη σταδιοδρομία της ως δασκάλας και ερμηνεύτριας, έγραψε και επιμελήθηκε ένα σημαντικό βιβλίο, το βραβευμένο Le Trésor des Pianistes, σχετικά με το στυλ πρώιμης μουσικής.
Παρά το γεγονός ότι δεν είχε το δημοφιλές προφίλ των ομολόγων της άντρων συνθετών, η Φαρένκ δεν εγκατέλειψε ποτέ τη συγγραφή μουσικής. Έγραψε ορχηστρικές συμφωνίες και οβερτούρες (των οποίων ο Έκτορας Μπερλιόζ ήταν μεγάλος θαυμαστής). Αλλά ήταν η μουσική δωματίου της που είχε τον μεγαλύτερο αντίκτυπο, και τα δύο κουιντέτα πιάνου της που εκτίμησαν πολύ οι κριτικοί του Παρισιού.
Laurence Equilbey, Insula Orchestra – Louise Farrenc: Symphony No. 1, Op. 32: IV. Allegro assai
Βιρτουόζος ερμηνεύτρια και συνθέτρια, δεν υπήρξε ποτέ πολύ δημοφιλής και δεν έλαβε την αναγνώριση που της άξιζε κατά τη διάρκεια της ζωής της, αλλά συνέχισε να γράφει τη μουσική της και να αγωνίζεται για δικαιοσύνη και ισότητα μέχρι το τέλος.
Για αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατό της, η φήμη της ως ερμηνεύτριας επιβίωσε και το όνομά της συνέχισε να εμφανίζεται σε βιβλία όπως τα Pianistes célèbres του Αντουάν Φρανσουάζ Μαρμοντέλ.
Το Νonet της είχε κερδίσει γύρω στο 1850 κάποια δημοτικότητα, όπως και τα δύο κουιντέτα πιάνου και τα τρίο της. Όμως, παρά τις νέες εκδόσεις της μουσικής δωματίου της, μετά τον θάνατό της, τα έργα της ξεχάστηκαν σε μεγάλο βαθμό μέχρι που στα τέλη του 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον για γυναίκες συνθέτριες οδήγησε στην ανακάλυψη –και από εκεί στην παράσταση και την ηχογράφηση– πολλών από τα έργα της.
Πέρα από την κουραστική «κανονικότητα» των αντρικών επαίνων προς τις γυναίκες δημιουργούς, ειδικά το 2020 και το 2021 οι μεγάλες ορχήστρες ανακάλυψαν και υποκλίθηκαν στην κυρίαρχη ποιότητα του έργου της, αγνοώντας πλέον τη ρήση «η έμπνευση και η τέχνη της σύνθεσης έχουν ανδρικές διαστάσεις».
Louise Farrenc : Symphonie n°3 en sol mineur op. 36 par l'Orchestre philharmonique de Radio France
Καθώς ο κόσμος της κλασικής μουσικής προσπαθεί να αφήσει πίσω του τις μυριάδες προκαταλήψεις που έχει κληρονομήσει και διαιωνίσει, η μουσική της Φαρένκ επιστρέφει σε μια εξέχουσα θέση που οι υποστηρικτές της λένε δυνατά ότι πάντα της άξιζε.
«Οι συμφωνίες και οι οβερτούρες της πρέπει να έχουν παρόμοια θέση με τους Σούμαν και Mέντελσον», δήλωσε ο Γιανίκ Νεζέ Σεγκέν που διηύθυνε τη δεύτερη συμφωνία της με την ορχήστρα της Φιλαδέλφειας και θα διευθύνει την τρίτη συμφωνία της με την Orchester Métropolitain στο Μόντρεαλ στις 29 Οκτωβρίου 20212.
«Διαπιστώνω ότι πολλοί πιανίστες-συνθέτες από εκείνη την εποχή ήξεραν πώς πρέπει να ακούγονται τα όργανα, αλλά η δεξιοτεχνία τους δεν ήταν πάντα τόσο άψογη όσο η δική της», δήλωσε ο κορνίστας Τζέιμς Σάμερβιλ, ο οποίος ερμηνεύει το Nonet στη Βοστώνη στις 7 Νοεμβρίου. «Η μουσική της δεν είναι τόσο πρωτοποριακή όσο αυτή του Μπερλιόζ, για παράδειγμα, αλλά είναι τόσο γερά κατασκευασμένη» λέει ο μαέστρος Λόρενς Έκουελμπι που θα διευθύνει την τρίτη συμφωνία της στη Βοστώνη.
Στα περισσότερα μέρη του κόσμου αυτή τη χρονιά θα ηχήσει η μουσική της, γιατί η Φαρένκ δεν έβαλε μόνο τις βάσεις για να αναδειχθεί μια γενιά γυναικών πιανιστριών δημιουργώντας μια παράδοση, αλλά δημιούργησε ένα βαθύ και πλούσιο έργο γεμάτο ζωντάνια και μελωδικότητα.