ΩΡΕΣ-ΩΡΕΣ, τα social media θυμίζουν νεκρώσιμη ακολουθία ή γραφείο τελετών, μια αλληλουχία κηδειόσημων, συλλυπητηρίων, ξοδιών, συνοπτικών νεκρολογιών, φόρων τιμής, συγκινησιακής φόρτισης, ένα ψηφιακό μωσαϊκό από μικρές και μεγάλες κηδείες, γνωστών και αγνώστων, επώνυμων και ανώνυμων, οικείων και μη προσώπων, που ενίοτε συμβαίνουν ταυτοχρόνως.
Στα ενημερωτικά μέσα ελάχιστοι πλέον κάνουν λόγο για την «επάρατο νόσο» ενώ επίσης φαίνεται να ξεπεράσαμε εκείνη τη βαριά προκατάληψη που μας εμπόδιζε να πούμε ότι κάποιος «πέθανε». Δεν «έφυγε», δεν «νικήθηκε», δεν «έχασε την μάχη», απλώς πέθανε. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όμως βασιλεύουν ακόμα οι υπερβατικοί ευφημισμοί, οι ηρωικές αναλογίες με το πεδίο της μάχης, η ανάγκη εξορκισμού του κακού.
«Έχω πάψει να απαγγέλω με την ίδια πεποίθηση το ρητό "ό, τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει δυνατότερο". Έχω φτάσει μάλιστα να απορώ πώς μπορούσε να μου φαίνεται βαθύ κάποτε. Στον φυσικό και στον ιατρικό κόσμο υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που μπορούν να σε σκοτώσουν, κι αν δεν σε σκοτώσουν, μπορούν να σε αφήσουν πολύ πιο αδύναμο».
«Δεν λέμε ότι κάποιος ή κάποια έχει καρκίνο, λέμε ότι δίνει τη μάχη με τον καρκίνο», παρατηρούσε σκωπτικά ο συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς σε μία από τις ανταποκρίσεις του από το προχωρημένο στάδιο καρκίνου στον οισοφάγο για το περιοδικό Vanity Fair, κείμενα που μετά τον θάνατό του συγκεντρώθηκαν σε μια μικρή ανθολογία με τίτλο «Mortality», απ’ όπου και μεταφράζω τα παρακάτω σπαράγματα (το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει και στα ελληνικά με τίτλο «Λίγο πριν το τέλος»).
«Μ’ αρέσει κι εμένα η εικονογραφία του αγώνα», γράφει σε κάποιο άλλο σημείο. «Εύχομαι καμιά φορά να υπέφερα για κάποιο ευγενή σκοπό ή να ρίσκαρα την ζωή μου για το καλό των άλλων, αντί να είμαι απλά κάποιος που πάσχει από σοβαρή ασθένεια. Θα πρέπει να σας πληροφορήσω όμως ότι όταν βρίσκεσαι σ΄ έναν θάλαμο με άλλους φιναλίστ της ζωής και σου συνδέουν το χέρι με μια μεγάλη διαφανή σακούλα γεμάτη δηλητήριο και το φαρμάκι χύνεται βαθμιαία στον οργανισμό σου, η εικόνα του πολεμιστή είναι η τελευταία που έρχεται στο μυαλό σου. Νιώθεις να βουλιάζεις σ' ένα τέλμα παθητικότητας και ανικανότητας: διαλύεσαι στην ανημπόρια όπως ένας κύβος ζάχαρης στο νερό».
«Στο αφελές ερώτημα "γιατί εγώ;", το σύμπαν απαντά βαριεστημένα "γιατί όχι;"», σημειώνει, τονίζοντας ότι μια τέτοια βαριά και επίμονη νόσος σε κάνει να επανεξετάζεις αρχές, πεποιθήσεις και γνωμικά που έμοιαζαν να έχουν καθολική ισχύ.
«Έχω πάψει να απαγγέλω με την ίδια πεποίθηση το ρητό "ό, τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει δυνατότερο". Έχω φτάσει μάλιστα να απορώ πώς μπορούσε να μου φαίνεται βαθύ κάποτε. Στον φυσικό και στον ιατρικό κόσμο υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που μπορούν να σε σκοτώσουν, κι αν δεν σε σκοτώσουν, μπορούν να σε αφήσουν πολύ πιο αδύναμο».
Η πολεμική ρητορική μοιάζει κούφια και στον Χίτσενς – και σε οποιονδήποτε ασθενή αναμετριέται με τις συνεχείς ήττες και αναξιοπρέπειες της θεραπευτικής διαδικασίας – καθώς ο «πόλεμος κατά του καρκίνου» έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από άλλους πολέμους που κατά καιρούς κηρύχτηκαν με τυμπανοκρουσίες: «τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών, τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, την μάχη ενάντια στη φτώχεια … Όσο κι αν ενθαρρύνομαι να "πολεμήσω", δεν μπορώ να αποδιώξω την αίσθηση ότι ο καρκίνος είναι αυτός που πολεμάει εμένα. Το δέος με το οποίο συζητάμε για το "κεφαλαίο Κ" αγγίζει τα όρια της δεισιδαιμονίας. Το ίδιο και ο τρόπος που διαρκώς εκφράζουμε ψιθυριστά την ελπίδα για μια νέα θεραπεία που θα έρθει κάποτε και θα τον εξαλείψει οριστικά…».