Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πόλη, όπως και οι γονείς μου. Το δημοτικό το τελείωσα στο πανέμορφο Μακροχώρι, που ήταν ένα ειδυλλιακό παραθαλάσσιο προάστιο της Πόλης. Γειτνίαζε με τον Άγιο Στέφανο και το αεροδρόμιο, παραλιακά ακουμπούσε στην Προποντίδα. Εσωτερικά το τρένο συνέδεε το χωριό με το κέντρο της Πόλης, συνέχιζε δε ως την Ευρώπη.
Τότε το Μακροχώρι αριθμούσε περίπου δεκαπέντε χιλιάδες κατοίκους, μια εύρωστη κοινότητα Ρωμιών, Αρμενίων και Εβραίων, με αρκετά παλιά αρχοντικά, όπου από τις αρχές του εικοστού αιώνα κατοικούσαν παλιές οθωμανικές οικογένειες. Είχε σπίτια διώροφα, τριώροφα, λευκά, ξύλινα αρχοντικά μέσα σε κήπους ανθοστόλιστους, διάσπαρτα σε κάθε δρόμο. Σε ένα τέτοιο σπίτι μέναμε κι εμείς, ένα τετράγωνο πριν από τον σταθμό του τρένου, μέσα σε έναν τεράστιο κήπο με πενήντα οπωροφόρα δέντρα και τριγύρω τριανταφυλλιές.
• Μετά το Μακροχώρι ακολούθησε το Πέρα, μια περιοχή που ξεκινάει από την πλατεία Ταξίμ, στο κέντρο της Πόλης, και φτάνει μέχρι τον Γαλατά, για να συνεχίσω στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Σπούδασα Φιλοσοφία, γιατί στο Ζάππειο την είχα ψωνίσει με τον Σωκράτη και τη βιοηθική του. Εκείνη την εποχή οι μαμάδες πηγαινόφερναν τα κορίτσια στο σχολείο ‒ ακόμα και όταν πήγα στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, με τη μάνα μου πήγα.
Η πρώτη φορά που πήγα μόνη μου ήταν για να δω πού είχα περάσει ‒ ήμουν εικοστή στη Φιλοσοφική και πεντηκοστή στη Νομική, από τους τρεις χιλιάδες που είχαν πετύχει. Δεν ήξερα τι να κάνω, πήγα στο σπίτι και ρώτησα τον μπαμπά μου, ο οποίος μου είπε: «Ποια νομική; Δικηγόρο θα βάλουμε στο κεφάλι μας; Θα γίνεις μια καλή νοικοκυρά, θα έχεις τον άντρα σου και να αναθρέψεις τα παιδιά σου, πήγαινε στη Φιλοσοφική να είσαι μια μορφωμένη νοικοκυρά».
Η πολίτικη κουζίνα έχει δημιουργήσει έναν μύθο στην Ελλάδα. Είναι όντως μύθος και, βέβαια, ο μύθος περιέχει πολλές παραμυθίες. Με ρωτάνε αν αυτά που έγραφα στα βιβλία της μαγειρικής τα μαγείρεψα ποτέ και παραξενεύομαι φοβερά, μου φαίνεται απίθανο να μου κάνουν τέτοια ερώτηση
• Παντρεύτηκα πολύ γρήγορα, γιατί τη χρονιά που πήγα στο πανεπιστήμιο είχα γνωρίσει τον άντρα μου. Στα δεκαπέντε μου, με τη συμμαθήτριά μου τη Μαρία, πήγαμε σε ένα πάρτι που έκανε ένας συμμαθητής μας, ο Άπος. Το πάρτι ήταν τρεις-έξι το απόγευμα, έτσι είπαμε στη μάνα μου ότι έκανε πάρτι μια ξαδέλφη της Μαρίας και στη μάνα της ότι το έκανε μια ξαδέλφη μου. Στο δρόμο μού λέει: «Θέλει να σου μιλήσει ένας Γιώργος». Πάμε στο πάρτι και είναι τρεις Γιώργηδες. Έρχεται κάποιος, με σηκώνει για ταγκό, μου συστήνεται ως Γιώργος και λέω μέσα μου «αυτός είναι». Χορεύουμε, και μετά έρχεται ένας άλλος Γιώργος, που χόρεψε μαζί μου μέχρι την ώρα που φύγαμε.
Το Ζάππειο ήταν δίπλα σε μια μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία, την Αγία Τριάδα, και κάθε πρωί πηγαίναμε και ανάβαμε ένα κερί. Έτσι είχαμε την ευκαιρία να πούμε και δυο κουβέντες με κάνα αγόρι. Έρχονταν κι αυτοί να ανάψουν ένα κερί και ώσπου να πάμε στο σχολείο, μιλούσαμε. Δεν είχαμε κανέναν άλλο τρόπο να συναντηθούμε, έτσι ο δεύτερος Γιώργος μου είπε: «Θα βρεθούμε το πρωί για κερί!». Ο Γιώργος πήγαινε στο οικονομικό πανεπιστήμιο και όταν εγώ τελείωνα το σχολείο, αυτός τελείωνε το πανεπιστήμιο. Δεν του είπα ποτέ ότι ήταν ο δεύτερος Γιώργος – και δεν έμαθα κι αν ήταν αυτός που είχε ζητήσει να με γνωρίσει. Παντρευτήκαμε τη δεύτερη χρονιά, γιατί ως αρραβωνιασμένη έπρεπε στις εφτά παρά πέντε, το αργότερο, να είμαι στο σπίτι.
• Όταν ο γιος μου ήταν τριών ετών πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών και έκανα εσωτερική διακόσμηση και στην ιδιωτική δραματική σχολή, που αργότερα διαμορφώθηκε και η επαγγελματική μου πορεία ως ενδυματολόγος στο θέατρο και στη δημιουργία έθνικ μόδας. Έκανα πολλά ταξίδια στη Μικρά Ασία εντοπίζοντας παραδοσιακά κεντήματα, υφάσματα, υφαντά της παραδοσιακής χειροτεχνίας, ως το ’80 που εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα.
• Υπάρχουν καλές μνήμες από την παιδική μου ηλικία, υπάρχουν και πιεστικές. Ως παιδί δεν αγαπούσα κάποια λαχανικά και τις σούπες. Επειδή το κλίμα στην Πόλη ήταν ψυχρό ‒το κρύο ξεκινάει από τον Οκτώβριο και φτάνει μέχρι τον Απρίλη‒, η σούπα στο τραπέζι ήταν απαραίτητη. Ο πατέρας μου ήταν παλαιών αρχών και αυταρχικός, όταν καθόμασταν γύρω από το τραπέζι και ερχόταν η πιατέλα ή η σουπιέρα, σέρβιρε αυτός, γιατί ήθελε να βάλει όσο ήθελε.
Μια φορά, χειμώνα, είχαμε κοτόσουπα και όταν ήρθε η δική μου η σειρά τού είπα με χαμηλή φωνή «λίγο βάλτε», γιατί μετά είχαμε κοτόπουλο με πιλάφι, κι αυτός μου είπε «όχι! Θα φας πολύ!» και μου έβαλε με την κουτάλα. Εγώ τόλμησα να του πω «όχι, δεν θα φάω!» και με τιμώρησε, με έστειλε στο δωμάτιό μου. Δεν ήξερε όμως ότι ήταν η καλύτερή μου αυτή η τιμωρία, γιατί ήμουν φανατική βιβλιοφάγος από τις αρχές του δημοτικού.
• Στα ρωμαίικα σπίτια δεν νοούνταν γιορτή ή επίσκεψη, όπου σέρβιραν ποτό, ούζο ή κρασί, χωρίς τη συνοδεία μεζέ με υλικά που ήταν προσιτά σε όλα τα σπίτια, σε όλες τις νοικοκυρές. Ήταν θέμα ευρηματικότητας, διάθεσης και χρόνου που ήθελε να διαθέσει η νοικοκυρά για να κάνει τα τυλιχτά της, τα γεμιστά της, το σκουμπρί το γεμιστό, το οποίο έχει ξεχαστεί στις μέρες μας, τη σπλήνα τη γεμιστή και διάφορα τέτοια μεζεδάκια που ήταν ο έπαινός της. Η πλευρά της μητέρας μου ήταν Θρακιώτες και η γιαγιά η Δωροθέα έφτιαχνε την ομορφότερη σπλήνα του κόσμου.
• Τη γιαγιά από την πλευρά του πατέρα μου, τη γιαγιά Θεογνωσία, της οποίας πήρα το όνομα, τη φοβούνταν και οι άντρες της οικογένειας. Δεν ήξερε γράμματα, αλλά ήταν πανέξυπνη. Είχε δικό της σύστημα να υπολογίζει τα λεφτά για τα ψώνια, τραβούσε μια γραμμή στον τοίχο και σημείωνε και νομίζαμε ότι ζωγραφίζει, αλλά αυτή έκανε υπολογισμούς. Κι έφτιανε τα απλά φαγητά που έφτιαχναν και στο σπίτι της, στην Καππαδοκία.
Ακολουθούσε όλες τις νηστείες του χρόνου, σαράντα μέρες το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, το καλοκαίρι, κι έφτιαχνε όσπρια νερόβραστα, φασόλια, φακές και κάτι πολύ περίεργο, που το έχω δει μόνο σ’ εκείνη: ζύμωνε μαζί τσεμένι, ψωμί και κόκκινο πιπέρι και έφτιαχνε μπιφτεκάκια που τα έβαζε στην ταράτσα και στέγνωναν και την περίοδο της νηστείας έκοβε ένα κομμάτι και το άλειφε πάνω σε ψωμί. Και έκανε πιλάφι με πλιγούρι, όχι με ρύζι, γιατί το ρύζι έπρεπε να το αγοράσουν. Αυτό που μου φαινόταν φοβερό ήταν τα πιτσούνια. Όταν δεν νήστευαν, ανέβαινε στην ταράτσα, όπου έρχονταν τα περιστέρια, τα έπιανε, τους έκοβε το κεφάλι και μετά κατέβαινε, τα ξεπουπούλιαζε και τα μαγείρευε με πλιγούρι, χωρίς ντομάτα. Δεν είχαν ντομάτα στην Καππαδοκία. Είχαν όμως μέλι, τυρί άσπρο και πολύ καλό βούτυρο.
• Σε όλα τα ρωμαίικα σπίτια οι γυναίκες όλη μέρα μαγείρευαν. Το βράδυ, μόλις σηκωνόταν η οικογένεια από το τραπέζι, το πρώτο πράγμα που έλεγαν ήταν «αύριο, τι θα μαγειρέψουμε;». Βέβαια, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι γυναίκες δεν εργάζονταν και το μαγείρεμα ήταν ένας τρόπος να κατανέμουν τον χρόνο τους, φτιάχνοντας ωραία φαγητά ή γλυκά ‒ γλυκά του κουταλιού, τούρτες, πάστες. Και όσες εργάζονταν, όμως, ως ράφτρες, κεντήστρες, καθαρίστριες, μαγείρευαν καθημερινά στο σπίτι.
• Στο πατρικό μου, όπως στην πλειονότητα των οικογενειών κάθε εθνότητας, δεν υπήρχαν βιβλία μαγειρικής, γιατί δεν τα χρειάζονταν. Όλες οι γυναίκες μαγείρευαν θαυμάσια, όπως και η μητέρα μου. Κρατώ έως τις μέρες μας όλες τις γευστικές παραδόσεις που με γαλούχησαν.
Η οικογένειά μου είχε σχέσεις κοινωνικές με όλους. Ήταν άνθρωποι φιλειρηνικοί. Στις μεγάλες γιορτές των Τούρκων τούς εύχονταν και τους επισκέπτονταν, όπως κι εκείνοι μας επισκέπτονταν στις γιορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, ανταλλάσσοντας τα παραδοσιακά γλυκά, πίτες κ.ά. Αργότερα, όταν δημιούργησα τη δική μου οικογένεια, είχαμε κι εμείς φίλους καρδιακούς Τούρκους, Εβραίους, Αρμεναίους κ.ά.
• Αρκετά φαγητά, όπως τα λαχανικά μαγειρεμένα με αρνάκι ή μοσχάρι και βούτυρο, γεμιστά με κιμά και ρύζι, ποικιλία από τυρόπιτες, κρεατόπιτες, σπανακόπιτες, μπουγάτσες, υπάρχουν και στην πολίτικη και στην τουρκική κουζίνα. Τα δικά μας γλυκά του κουταλιού εκείνοι τα προτιμούν σαν μαρμελάδα για πρωινό. Όσο για το ιμάμ μπαϊλντί, η δική μου ερμηνεία επικεντρώνεται στο ότι, καθώς στο τουρκικό σπίτι δεν συνηθίζονται τα λαδερά φαγητά, πιθανότατα κάποια Πολίτισσα νοικοκυρά που έφτιαξε λαδερές μελιτζάνες με γέμιση κρεμμύδι, σκόρδο, μαϊντανό, αλάτι, πιπέρι, κανέλα και λάδι, και μοσχοβόλησε ο τόπος, έστειλε ένα πιάτο στην Τούρκισσα γειτόνισσα να το δοκιμάσουν, και ο άντρας της, που ήταν ιμάμης, λιγοθύμησε από τη νοστιμιά. Συνηθιζόταν, όπως και στις μέρες μας, απ’ ό,τι μοσχομύριζε σε κάθε σπίτι να στέλνουν ένα πιάτο και στη γειτόνισσα.
• Για μένα καλό φαγητό είναι αυτό που μαγειρεύεται με φρέσκα προϊόντα, στις σωστές αναλογίες καρυκευμάτων, χωρίς άστοχες πρωτοτυπίες. Νοσταλγώ όλα τα φαγητά και τους μεζέδες που μαγείρευε η μητέρα μου που μαγειρεύω κι εγώ μέχρι σήμερα, αλλά τότε όλα τα προϊόντα ήταν βιολογικά. Νοσταλγώ το μαυροθαλασσίτικο καλκάνι με την ανεπανάληπτη γεύση του, που δυστυχώς σχεδόν έχει τελειώσει τώρα τελευταία, επίσης το λουκούμι με γέμιση καϊμάκι του σπουδαίου παλατιανού ζαχαροπλάστη Χατζημπεκίρ, που παρασκεύαζαν μόνο τον χειμώνα και στις μέρες μας σαν να ’χει τελειώσει κι αυτό.
Πιστεύω ότι το φαγητό, καθώς είναι διαχρονικό, τα καλούδια που δοκιμάσαμε στο σπίτι της γιαγιάς, της μάνας, της θείας, της γειτόνισσας μάς συνδέουν έντονα με μνήμες κάθε που τα ξαναδοκιμάζουμε και μνημονεύουμε τους ανθρώπους που αγαπήσαμε και αγαπάμε. Η ύπαρξή μας, συμφιλιωμένη με τις πέντε αισθήσεις μέσα από το άρωμα, τη γεύση και τη ματιά, εντυπωσιάζεται και εκδηλώνει μια ανείπωτη χαρά για τους αγαπημένους μας και όσα βιώσαμε στο παρελθόν μαζί τους γύρω από το τραπέζι.
• Η πολίτικη κουζίνα έχει δημιουργήσει έναν μύθο στην Ελλάδα. Είναι όντως μύθος και, βέβαια, ο μύθος περιέχει πολλές παραμυθίες. Με ρωτάνε αν αυτά που έγραφα στα βιβλία της μαγειρικής τα μαγείρεψα ποτέ και παραξενεύομαι φοβερά, μου φαίνεται απίθανο να μου κάνουν τέτοια ερώτηση. Πάντα ήμουν εργαζόμενη, αλλά δεν τρώγαμε, και δεν τρώμε, στο σπίτι έτοιμο φαγητό, πάντα έχω μαγειρευτό. Και είναι μια παράδοση που τη συνεχίζω ως τώρα, το να καλώ φίλους για να φάμε μαζί. Κι ας έχουν αλλάξει τα πάντα στις συνήθειές μας.
Ένα πρωί τηλεφωνήθηκα με μια φίλη Πολίτισσα και της είπα: «Σε αφήνω, γιατί ετοιμάζω για το βράδυ, έχω καλεσμένους». Με ρωτάει: «Γιατί; Έχετε γενέθλια, γιορτή;». Της απαντάω «τίποτα δεν έχουμε» και μου λέει «είσαι στα καλά σου που καλείς στο σπίτι, γιατί δεν πάτε έξω να φάτε κάτι;». Το τραπέζωμα στο σπίτι έχει χαθεί, το να μαγειρεύουμε από αγάπη, να ανοίγουμε το σπίτι μας. Το φαγητό έξω μπορεί να είναι καλύτερο σήμερα, αλλά δεν συγκρίνεται με το κάλεσμα στο σπίτι. Το να βρεθείτε με δικούς σου ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι και να φάτε αλλά και να συζητήσετε, να γελάσετε, να κουτσομπολέψετε, να κάνετε προξενιά, είναι οι πιο ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή του ανθρώπου.
• Η πολίτικη κουζίνα πιστεύω ότι παρουσιάζει μια συνέχεια από τη ρωμαϊκή περίοδο και το Βυζάντιο λόγω του γεωγραφικού χώρου της Πόλης, γιατί βρίσκεται πάνω στη μεγάλη διαδρομή της πλούσιας, πολυποίκιλης ψαριάς από τη Μεσόγειο προς τον Πόντο και αντίστροφα, εμπλουτίζοντας την κουζίνα της με μεγάλη ποικιλία ψαριών σε πολύ προσιτές τιμές για όλους, καθώς έως τη δεκαετία του ’60 στις ψαραγορές η ποικιλία των ψαριών έφθανε σχεδόν τα εκατό είδη.
• Από τα τέλη του 1997, όπως μας πληροφορεί ο τουρκικός Τύπος, η μόλυνση και οι καταστροφικοί τρόποι αλιείας την οδήγησαν σε μαρασμό, με αποτέλεσμα να αλιεύονται στην Προποντίδα σαυρίδια, γαύροι, κολιοί, παλαμίδες, λουφάρια, μπακαλιαράκια και ελάχιστοι κέφαλοι. Ως Πολίτισσα, να επισημάνω και κάτι αρκετά σημαντικό: έχει τελειώσει και στον τόπο της η πολίτικη κουζίνα, όπως ελαχιστοποιήθηκαν και οι Ρωμιοί σε μια Πόλη των είκοσι περίπου εκατομμυρίων κατοίκων. Δεν υπάρχει για δείγμα ούτε ένα πολίτικο εστιατόριο, οι νέοι κάτοικοι έφεραν τις δικές τους παραδόσεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας.
• Μετά την Πόλη οι γεύσεις της θάλασσας με συνάντησαν και στην Αθήνα. Είμαι πανευτυχής που η θάλασσα του Αιγαίου συνεχίζει να μας προσφέρει την πλούσια ψαριά της με τα μπαρμπούνια, τις σαρδέλες, τους γαύρους, το σκουμπρί, τις αθερίνες, τα καβούρια, τα καλαμάρια, τις σουπιές, ακόμα και τους αστακούς.
• Στην Αθήνα, τη δεκαετία του 1990 για πρώτη φορά αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω βιβλίο μαγειρικής. Ως τότε δεν είχα ξεφυλλίσει ποτέ κανένα. Ίσως κάποια φαγητά που τα πρωτοείδα εδώ ήταν διαφοροποιημένα από την αρχική τους συνταγή. Τη σκορδαλιά, τη γνωστή αλιάδα, που αποτελείται από λίγο μπαγιάτικο ψωμί, πολτοποιημένο σκόρδο, καρύδι ή αμύγδαλο και λάδι –ακόμα και φιστίκι Αιγίνης, που καθιερώθηκε από μένα‒ τη συνάντησα στην Ελλάδα με πουρέ πατάτας, πολτοποιημένο σκόρδο και λάδι.
Ο περίφημος μουσακάς ‒έφτασε τον εντέκατο αιώνα, από την Περσία, ως λαϊκό φαγητό‒ και μαγειρεύεται με μελιτζάνα, ή κολοκύθι, ή πατάτα, ή λάχανο, ή πράσο κ.λπ. με κρεμμύδι και κιμά. Στην Αθήνα τον συνάντησα εξευρωπαϊσμένο: στη βάση φέτες πατάτας, μελιτζάνας και κιμάς τσιγαρισμένος με κρεμμύδι και από πάνω 5-6 εκατοστά ωραιότατη μπεσαμέλ με τυρί. Νοστιμότατος και χορταστικότατος και για τους Έλληνες και για τους ξένους, όχι όμως ο μουσακάς που μαγειρεύεται στην αρχική του μορφή σε όλη την Ανατολή, με λαχανικά, κιμά και κρεμμύδι.
• Είμαστε πάνω σ’ ένα σταυροδρόμι πολιτισμών μεταξύ τριών ηπείρων, όπου η Ελλάδα και η Τουρκία ιστορικά δέχονται επιδράσεις και στην κουζίνα από την Ανατολή και τη Δύση. Πασιφανές παράδειγμα είναι τα ραβιόλια: τον δωδέκατο αιώνα ο Μάρκο Πόλο γύρισε από την Κίνα, όπου είχε δοκιμάσει τα «μαντού», που στη Μέση Ανατολή έγιναν «μαντί» και στη Δύση «ραβιόλι».
• Εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια σε αρκετά πανεπιστήμια στην Ευρώπη και στην Αμερική διδάσκεται ο πολιτισμός της γεύσης και έχουν κυκλοφορήσει αρκετά βιβλία ξένων καθηγητών, μεταφρασμένα και στα ελληνικά για το ίδιο θέμα. Πριν από δέκα χρόνια άρχισα να συγκεντρώνω υλικό για τα πρώτα παστά ψάρια στην ιστορία της γεύσης. Ήδη από το ’90 είχα ξεκινήσει, μέσα από προφορικές μαρτυρίες, την καταγραφή των πολίτικων και μικρασιατικών γεύσεων, εκτός από τη σχετική ελληνική και ξένη βιβλιογραφία που συγκέντρωσα με εθνογραφική προσέγγιση. Πρώτο δείγμα των εργασιών αυτών ήταν η Πολίτικη κουζίνα, με ιστορικά στοιχεία και συνταγές, που κυκλοφόρησε το 1994 από τις εκδόσεις Αστερισμός. Ακολούθησε το 1997 η Μικρασιατική Κουζίνα με την ίδια μορφή. Έκτοτε και τα δύο βιβλία βραβεύτηκαν, έγιναν best-seller, κυκλοφόρησαν και στα τουρκικά.
• Θέλω να υπογραμμίσω ότι τη δεκαετία του ’80, πριν από την ερευνητική εργασία μου για τις γεύσεις, συνέχισε να με ενδιαφέρει αδιάλειπτα το θεατρικό κοστούμι, οι μάσκες και τα αξεσουάρ. Δυστυχώς, οι πόρτες ήταν κλειστές γι’ αυτήν που μετοίκησε από την Πόλη, αν ερχόταν από το Παρίσι, θα ήταν όλες διάπλατα ανοιχτές. Είχα, όμως, στις αποσκευές μου ειδικές μελέτες για τα οθωμανικά υφάσματα, τα κεντήματα, τα υφαντά και τα σταμπωτά.
Το 1987-1988 έκανα δύο μεγάλες εκθέσεις για τις σταμπωτές μαντήλες από τα εργαστήρια του Βοσπόρου, μαζί με έναν κατάλογο, οι οποίες είχαν μεγάλη επιτυχία. Το 1991 οργάνωσα μια μεγάλη έκθεση για την υφαντουργία και τα μεταξωτά της Προύσας στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, επιλέγοντας, για την ολοκλήρωσή της, έξι μεταξωτά καφτάνια σουλτάνων του δέκατου έκτου και του δέκατου έβδομου αιώνα από το Μουσείο Μπενάκη, όπως επίσης και ένα ιερατικό σκέπασμα μεταξωτό από το Εβραϊκό Μουσείο. Αυτά εκτέθηκαν μαζί με τα κεντήματα και αντικείμενα από τη δική μου συλλογή και ένα βιβλίο που ετοίμασα και παρουσίαζε τέσσερις αιώνες για τη μεταξουργία της Προύσας. Η έκθεση συνέχισε με ένα συμπόσιο. Είχε προγραμματιστεί για δύο μήνες, κράτησε ενάμιση χρόνο και είχε τεράστια επιτυχία.
• Ταυτόχρονα, από τα μέσα του 1990 ως τις μέρες μας συνεργάστηκα ως καλλιτεχνική υπεύθυνη σε ντοκιμαντέρ και ταινίες για την Πόλη και τη Μικρά Ασία. Αποτέλεσμα του ερευνητικού μου έργου είναι η Βοσπορίς, μια μη κερδοσκοπική εταιρεία για τη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς, την οποία στηρίζαμε εγώ και ο σύντροφός μου, όσο ζούσε.
• Είμαι πολύ περήφανη που ολοκλήρωσα την έρευνα-μελέτη που ξεκίνησε ο σύντροφός μου Γιώργος Μπόζης για τους Έλληνες κινηματογραφιστές της Πόλης και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του στα ελληνικά και στα τουρκικά από εμένα. Πρέπει να επισημάνω ότι όλες οι εργασίες που έχω κάνει ως τώρα χρειάζονται έναν κύκλο έρευνας, τον οποίο κάθε φορά ξεκινώ με μεγάλη χαρά. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που ασχολούμαι με πράγματα που δεν ήθελα με τίποτα να ξεχαστούν. Δεν είμαι σίγουρη κατά πόσο ενδιαφέρεται η πολιτεία για τη διάσωση της μνήμης, ή έστω και για την καταγραφή του γευστικού πολιτισμού, εκτός όλων των άλλων. Ούτε υπάρχει κάποιος φορέας που να καταγράφει τον γευστικό πολιτισμό, θα το γνώριζα ή θα με είχε εντοπίσει.
• Το πιο πρόσφατο βιβλίο μου, ο Γευστικός πολιτισμός των Ρωμιών της Πόλης και της Μικράς Ασίας, κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Τόπος. Θεωρητικά, εάν δεν ισοπέδωνε την υφήλιο ο κορωνοϊός, θα είχε εκδοθεί το 2020, πρόλαβε όμως να κυκλοφορήσει στα τούρκικα, στην Πόλη, από έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο με τον οποίο συνεργάζομαι την περίοδο του πρώτου κύματος της πανδημίας. Το υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό οι Τούρκοι διανοούμενοι και γευσιγνώστες, εξαντλήθηκε και ετοιμάζεται η δεύτερη έκδοση. Ο Γευστικός Πολιτισμός των Ρωμιών της Πόλης και της Μικράς Ασίας αναφέρεται στην πλούσια και ανεξάντλητη διατροφική παράδοση των Ρωμιών της Πόλης, όπως και στις αντίστοιχες παραδόσεις και μνήμες των Μικρασιατών μιας τεράστιας σε έκταση γεωγραφικής περιοχής, όπου έζησε και πρόκοψε ο ελληνισμός αδιάλειπτα επί χιλιετίες.
Μετά την Καταστροφή του ’22, το 1924, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης, οι Μικρασιάτες και τμήμα των Κωνσταντινουπολιτών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές τους εστίες. Παρά την απόρριψη και την υποτίμηση που βίωσαν τα πρώτα προσφυγικά χρόνια, μετέφεραν στην Ελλάδα μια πλούσια πολιτισμική παράδοση. Εμπλούτισαν τον κορμό της λιτής νεοελληνικής κουζίνας με νέα έθιμα, συνταγές και συμπεριφορές γύρω από την ιεροτελεστία του τραπεζιού.
• Η όλη μου πορεία με δίδαξε να μην το βάζω κάτω και ότι τίποτα δεν μπορείς να επιτύχεις αν δεν κοπιάσεις με επιμονή και αυτοπειθαρχία γι’ αυτά που έχεις βάλει στόχο στη ζωή.
«Ο Γευστικός Πολιτισμός των Ρωμιών της Πόλης και της Μικράς Ασίας» που περιέχει τη μελέτη της Σούλας Μπόζη για το διατροφική παράδοση του Ελληνισμού της Πόλης, της Θράκης και της Προποντίδας, της Ιωνίας, της Καππαδοκίας και του Πόντου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος (Μοτίβο Εκδοτική).