ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ εικοσιπέντε χρόνια, ο Νίκος Θέμελης (1947-2011), ήδη εγκατεστημένος στο Μέγαρο Μαξίμου ως επικεφαλής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, σκέφτηκε να στείλει στους φίλους του κάτι παραπάνω από μια συνηθισμένη χριστουγεννιάτικη κάρτα, θέλησε να συνοδεύσει τις ευχές του μ’ ένα διήγημα.
Προέκυψε χείμαρρος. Ένα ογκώδες μυθιστόρημα, η «Αναζήτηση» (1998), με τα πλοκάμια του απλωμένα από την τουρκοκρατούμενη Ήπειρο του 1880 ως την κοσμοπολίτικη Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα, και με ήρωα έναν νέο διαποτισμένο από τις αρχές του Διαφωτισμού, τον Νικολή, που ξανοίγεται στην περιπέτεια της ζωής.
Ακολούθησε ένας χείμαρρος ακόμα, η τιμημένη με κρατικό βραβείο μυθιστορήματος «Ανατροπή» (2000), μια περιπλάνηση στα πέρατα του ελληνισμού, από την Τεργέστη και τη Βραΐλα ως τη Βιέννη και την Οδησσό, την ίδια πάντα περίοδο, τότε που οι αυτοκρατορίες κατέρρεαν, μια σειρά από απελευθερωτικά κινήματα άλλαζαν τον ρου της Ιστορίας και μια γυναίκα, η Ελένη, χάραζε τον δρόμο της μέσα από προσωπικές ανατροπές.
Διανύοντας με αστραπιαία ταχύτητα την απόσταση που χωρίζει την καχυποψία από την καθολική σχεδόν αποδοχή, ο Νίκος Θέμελης μπορούσε πλέον να συστήνεται κι ως ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες συγγραφείς. Κι ενώ η ζήτηση για τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα δεν είχε κοπάσει ακόμα, το 2003 ήρθε να σταθεί πλάι τους και η «Αναλαμπή».
Ο τελευταίος τόμος αυτής της τριλογίας –που σχεδιάστηκε στην πορεία, πρωτοτυπώθηκε από τον «Κέδρο» και σήμερα κυκλοφορεί από το «Μεταίχμιο»– εκπλήρωνε τρόπον τινά ένα χρέος. «Είχα την αίσθηση», ομολογούσε ο Θέμελης «πως έδωσα την εποχή μ’ έναν τρόπο λειψό. Στο γύρισμα του 19ου αιώνα κάτι συνέβη στην Ελλάδα, κάτι διόλου αθώο! Ήταν λοιπόν αυτονόητο να κλείσει η τριλογία μ’ όσα διαδραματίστηκαν εδώ».
Πώς όριζε ο Θέμελης την ελληνικότητα; «Ελληνικότητα» έλεγε, «σημαίνει αναζήτηση μιας ταυτότητας από τα υλικά τού σήμερα, τις δυνατότητες αυτής της κοινωνίας και τα οράματά της για το αύριο, αντλώντας επιλεκτικά και κριτικά από την παράδοσή της. Οτιδήποτε άλλο είναι προγονολατρία».
Πράγματι, το μεγαλύτερο μέρος της «Aναλαμπής» εκτυλίσσεται στην Αθήνα από το 1900 ως τις παραμονές της δικτατορίας του Μεταξά. Κι είναι το πικρό χρονικό του τυφλού εθνικισμού και της μεγαλομανίας που οδήγησαν στη μικρασιατική καταστροφή, του διχασμού ανάμεσα στους βασιλικούς και τους βενιζελικούς και των αλλεπάλληλων πολιτικών, ταξικών και γλωσσικών συγκρούσεων που ταλάνισαν τον τόπο, μέσα από την ιστορία μιας οικονομικά εύρωστης οικογένειας που επί τριάντα χρόνια σέρνεται πίσω από ένα τεράστιο μυστικό. Μιας οικογένειας που «θρέφει το σπέρμα του σαθρού», όπως «σαθρό είναι και το οικοδόμημα που τη στηρίζει».
Η περίφημη εγχώρια αστική τάξη. Αυτό το συνονθύλευμα από αυτοδημιούργητους αλλά κατά βάση αγροίκους εμπόρους, από καλλιεργημένους αλλά και παρασυρμένους από ιδεολογήματα πολίτες, από δυτικοθρεμμένους και με παρωπίδες πανεπιστημιακούς κι από βαθιά δημοκράτες που δεν έπαψαν ν’ αποβλέπουν στην πρόοδο και την προκοπή. Να το ανθρώπινο κουβάρι που βρέθηκε στο στόχαστρο της τόσο μελαγχολικής «Aναλαμπής», για να δούμε «τι στο καλό πήγε λάθος».
Δεν είναι τυχαίο ότι ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Στέφανος Λέκκας –«μια μυθιστορηματική παραλλαγή του Γιώργου Θεοτοκά και του Γιώργου Σεφέρη»– απέχει πολύ από τους προηγούμενους ήρωες-πρότυπα του Θέμελη. Νόθος γιος ενός υφασματέμπορα που εξελίχτηκε σε φασίζοντα εργοστασιάρχη, γαλουχημένος με την ιδέα της «συνέχειας» από τους ένδοξους αρχαίους χρόνους μας, μ’ ένα αντίτυπο της «Στροφής» στην τσέπη και με τις άριες του Πουτσίνι στο φωνόγραφό του, με φίλους ικανούς να του ανοίξουν κι άλλο τους ορίζοντες, δεν κάνει το μεγάλο άλμα. Βλέπει τα πάντα με διαύγεια, ασφυκτιά αλλά δεν επαναστατεί.
Ο Λέκκας «βολεύεται, όπως βολεύτηκε μια ολόκληρη γενιά, κι όπως βολεύονται ακόμη τόσοι άλλοι...». Ο Θέμελης ήταν πεπεισμένος ότι «η τάξη που με τους όρους εκείνης της εποχής μπορούσε να θεωρηθεί αστική, δεν ανταποκρίθηκε στην ανάγκη να διαμορφωθεί κι εδώ μια κοινή συνείδηση που να στηρίζεται στις αξίες μιας αστικής δημοκρατίας. Κυνήγησε τη Μεγάλη Ιδέα, σύρθηκε να εγκαθιδρύσει την αβασίλευτη δημοκρατία, δεν τη στήριξε και παρέδωσε την εξουσία στην 4η Αυγούστου. Από αυτή την τάξη προέκυψαν και θύτες και θύματα».
Μέσα στις σελίδες της «Aναλαμπής» βλέπουμε γι’ άλλη μια φορά, σ’ ένα σύντομο πέρασμά του, τον Νικολή της «Aναζήτησης» («τη λύτρωση του έθνους να την περιμένετε μόνο από την παιδεία», λέει σ’ ένα σημείο), τη σύζυγό του Άννα (που φτάνει καραβοτσακισμένη από τη Σμύρνη, προσπαθώντας να διατηρήσει κάποια ψίχουλα αξιοπρέπειας), καθώς και τον γιο τους τον Κώστα, επιστήθιο φίλο του μαλθακού κι αμφίθυμου Στέφανου Λέκκα, δημοκράτη με ατράνταχτο κώδικα αξιών, μια υπόσχεση για την αναδυόμενη αριστερά της δεκαετίας του ΄30.
Γύρω τους, μια πλειάδα ολοκληρωμένων χαρακτήρων – από τον φέρελπι δικηγόρο Δημητράκη Παπαδόπουλο που δεν αντέχει στη σκέψη ότι έζησε μέσα στα ψέματα, τα ατομικά αλλά και τα συλλογικά, ως τον φανατικό δημοτικιστή και σοσιαλιστή Χρύσανθο που υφίσταται διαρκώς τη βία του παρακράτους, κι από τη μητρική φιγούρα της καταπιεστικής Αριστέας ως τον άξεστο κι άπληστο σύζυγό της Διαμαντή. Όλοι τους πάλλονται εσωτερικά, ενσαρκώνοντας τα διλήμματα και τις αντιθέσεις μιας εποχής που ο Θέμελης επιδίωξε ν’ αναπαραστήσει όσο το δυνατόν πειστικότερα.
Στην καρδιά του βιβλίου, το πάντα επίκαιρο ζήτημα της ελληνικότητας. Όταν ο Στέφανος Λέκκας –παλικαράκι απαυδισμένο από την αθλιότητα, τη βία και την παρακμή της Αθήνας– αφήνει πίσω του τη διαλυμένη από πολιτικούς καβγάδες οικογένειά του και καταφθάνει στο Βερολίνο για να σπουδάσει νομικά, αντιλαμβάνεται πως κανείς εκεί δεν είχε κατά νου την αρχαία Ελλάδα. Και, για πρώτη φορά, διά στόματος ενός αιρετικού υφηγητή της σχολής του, έρχεται αντιμέτωπος με την άποψη πως η συνέχεια του ελληνικού έθνους δεν είναι παρά μια φενάκη, μια γοητευτική ψευδαίσθηση, αναγκαία για τη δημιουργία μιας εθνικής ταυτότητας, με ολέθριες συνέπειες.
Πώς όριζε ο Θέμελης την ελληνικότητα; «Ελληνικότητα», έλεγε, «σημαίνει αναζήτηση μιας ταυτότητας από τα υλικά τού σήμερα, τις δυνατότητες αυτής της κοινωνίας και τα οράματά της για το αύριο, αντλώντας επιλεκτικά και κριτικά από την παράδοσή της. Οτιδήποτε άλλο είναι προγονολατρία».
Ο ίδιος δεν συγκαταλεγόταν σ’ εκείνους που θεωρούν την ίδρυση του ελληνικού κράτους «ιστορικό λάθος». Ήταν ευτυχής με την έκβαση της διαμάχης που παίχτηκε ανάμεσα στη δυτικοευρωπαϊκή ιδεολογία που στηριζόταν στις ιδέες του Διαφωτισμού κι εκείνη που εκπορευόταν από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σ’ όσους, δε, υποστηρίζουν ότι μέσα απ’ αυτήν προέκυψε ο ολέθριος τύπος του νεοέλληνα που επαίρεται για ένα παρελθόν το οποίο δεν του ανήκει και διεκδικεί μια ευρωπαϊκή ιθαγένεια που είναι... καπέλο με φτερά, ο ίδιος αντέτεινε:
«Δεν φταίει ο ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός για την άνθηση αυτού του καρακατσουλιού, των μαντάμ σουσούδων που φαντασιώνουν ότι έγιναν από τη μια μέρα στην άλλη Ευρωπαίες. Οι κόκορες κι οι κότες επιλέγουν τα φτερά» επέμενε.
Από τη μεριά του ονειρευόταν τη διαρκή ολοκλήρωση αξιών όπως η δημοκρατία, η ισότητα, η δικαιοσύνη, η ελευθερία, κι ένιωθε πιο κοντά σε χώρους που πάλεψαν γι’ αυτές «και που δεν είναι ούτε η Ανατολία ούτε τα Βαλκάνια ούτε η Μεσόγειος, αλλά η Ευρώπη. Όμως, σε μια χωλή κουλτούρα σαν τη δική μας είναι ευκολότερο και βολικότερο να ζητάμε ευθύνες για τη μιζέρια μας από τους ξένους παρά από μας».