ΝA ΠΡΟΣΘΕΣΩ ΚΙ ΕΓΩ από εδώ έναν πενιχρό –σε σχέση με την σημασία του εκλιπόντος στη διάδοση της «εναλλακτικής» ροκ κουλτούρας και αισθητικής στην ταλαίπωρη και πολιτισμικά ξενοφοβική τούτη χώρα– φόρο τιμής στον Μπάμπη Αργυρίου που, όπως πληροφορηθήκαμε χθες, μας αποχαιρέτησε αποτελειωμένος από Covid καθώς νοσούσε από σοβαρό υποκείμενο νόσημα εδώ και χρόνια.
Δεν τον είχα γνωρίσει προσωπικά, μόνο εμμέσως, από τα σπαράγματα της τόσο «κομβικής» δραστηριότητάς του στα μουσικά πράγματα μέσα στις δεκαετίες, από τα μέσα των ‘80s και μετά: το περιοδικό Rollin Under και το ομώνυμο δισκάδικο στη Θεσσαλονίκη (που είχα επισκεφτεί καναδυό φορές στα ‘90s), τη Lazy Dog, ίσως την πιο ασυμβίβαστα εκλεκτική ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία που εμφανίστηκε στον εγχώριο εναλλακτικό μικρόκοσμο, την πλατφόρμα του Mic.gr (όπου πριν από μερικά χρόνια είχα την τιμή να κληθώ να συνεισφέρω ένα mixtape το οποίο είχα ονομάσει «down and out in the '90s»), τα κείμενά του, τα γεμάτο από ευαισθησία και ιδιοσυγκρασιακό πνεύμα βιβλία του, με τίτλους παιγνιωδώς εμπνευσμένους από τους καημούς, τις ψευδαισθήσεις, το πρωτόκολλο και τους ευσεβείς πόθους των απανταχού ψαγμένων μουσικόφιλων: «Έχω όλους τους δίσκους τους», «Προτιμώ τα παλιά τους», «Άλμπουμ διασκευών»...
Η διαδρομή του μας υπενθυμίζει ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 η κοιτίδα ενός εγχώριου εναλλακτικού ήθους που εστίαζε στην ουσία των πραγμάτων και έβαζε τα γυαλιά στην πλαδαρή αυταρέσκεια της αθηναϊκής indie νομενκλατούρας.
Μια ευγενής και διακριτική μορφή, σύμφωνα με πάσα μαρτυρία, προτιμούσε να χρησιμοποιεί τον όρο «ανεκτίμητος» αντί για το «υποτιμημένος» και πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και για τον ίδιον. Γράφει αυτός ο αιώνιος «late bloomer» (αγαπούσε ιδιαίτερα τον όρο και όσους ξεκίνησαν αργά αλλά όχι πολύ αργά) στο πρώτο κεφάλαιο του «Προτιμώ τα παλιά τους», που έχει τίτλο «Ένα τ’ αριστερό»:
... Αν και τελείωσα τη σχολή σκηνοθεσίας μερικά χρόνια πριν τριανταρίσω, άφησα τα επόμενα να κυλήσουν ανεκμετάλλευτα. Με απορροφούσαν οι δουλειές και οι έρωτες όταν τους είχα, η αναζήτησή τους όταν έμενα άνεργος ή μπάκουρος, με καθυστερούσε η αναζήτηση της φοβερής ιδέας, τα χρήματα που δεν διέθετα. Πολλές φορές θέλεις να ασχοληθείς αλλά νιώθεις σαν ιστιοφόρο σε νηνεμία και το αναβάλεις μέχρι ν’ ανέβουν τα μποφόρ. Πιστεύεις ότι έχεις ολόκληρη τη ζωή μπροστά σου, και λες, ας περάσει κι αυτό το καλοκαίρι, ας απολαύσω λίγο την τεμπελιά, ας χαρώ απρόσκοπτα αυτό το μεγάλο έρωτα, ας ξεχάσω πρώτα τον πόνο του χωρισμού, ας προετοιμαστώ καλά πριν βάλω μπροστά, και μια μέρα μαθαίνεις ότι πέθανε ο αδερφός σου και το παίρνεις απόφαση ότι δεν είσαι πια ο μικρός που μπορεί να κωλοβαράει επ’ άπειρον στη σκιά του...
Εκτός των άλλων, η διαδρομή του μας υπενθυμίζει ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 η κοιτίδα ενός εγχώριου εναλλακτικού ήθους που εστίαζε στην ουσία των πραγμάτων και έβαζε τα γυαλιά στην πλαδαρή αυταρέσκεια της αθηναϊκής indie νομενκλατούρας.
Στην προσωπική του ιστοσελίδα υπάρχει μπόλικο υλικό για όποιον και όποια επιθυμεί να εντρυφήσει περισσότερο στην πορεία μιας ξεχωριστής –και διακριτικά ασυμβίβαστης, χωρίς τις συνήθεις ναρκισσιστικές τυμπανοκρουσίες– προσωπικότητας στη μυστική ιστορία της ελληνικής αλτερνατίβας....
Έχω αφιερώσει πολύ χρόνο στη δημιουργία άυλων σελίδων με κείμενα που δεν είναι δικά μου, επειδή με ευχαριστεί και παραδόξως με ξεκουράζει η διαδικασία, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της συγγραφής των βιβλίων. Δυστυχώς, βρίσκω πολύ βαρετή και ψυχοφθόρα την προώθηση και τη διαφήμιση αυτών που κάνω. Δεν μπορώ να παίρνω τηλέφωνα σε δημοσιογράφους παρακαλώντας να γράψουν κάτι για το νέο μου εγχείρημα, να ζητάω από μουσικούς να αναρτήσουν στα κοινωνικά δίκτυα μια κριτική μας για δίσκο ή συναυλία τους, δεν μου αρέσει να βάζω pop-up τα οποία σε «υποχρεώνουν» να κάνεις like… Προτιμώ να ρίχνω μπουκάλια με μηνύματα και ν’ αφήνω την τύχη να τα μεταφέρει. Εντάξει, έχει φρακάρει ο Θερμαϊκός, αλλά υπήρξαν και πολλά που έφτασαν πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη και χαροποίησαν τους παραλήπτες τους...