ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΛΑΘΟΣ αν λέγαμε πως κάποιοι μεγαλώσαμε με πεζά και ποιήματα του αμερικανού λογοτέχνη Richard Brautigan (1935-1984).
Αιτία ήταν το γεγονός πως στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχαν κυκλοφορήσει τρία βιβλία του στη χώρα μας, ενώ και ο ίδιος θα γινόταν κάπως πιο γνωστός στα μουσικά κυκλώματα μέσα από τη σχέση του με το ροκ του ’60 και γενικότερα με την αντικουλτούρα.
Εκείνα τα τρία βιβλία, που είχαν τυπωθεί στα ελληνικά, ήταν τα: «Το Τέρας των Χώκλιν / Γουέστερν μυστηρίου και φρίκης» [Γράμματα, 1981], «Η Έκτρωση / Ένα ιστορικό ρομάντσο, 1966» [Γράμματα, 1982] και «Ποιήματα» [Νεφέλη, 1982].
Ένα επόμενο βιβλίο του Richard Brautigan, που είχε τίτλο «Το Ψάρεμα της Πέστροφας στην Αμερική» [Πλέθρον, Δεκ. 1984] και που ήταν το διασημότερό του, θα κυκλοφορούσε λίγους μόλις μήνες μετά τον πρόωρο θάνατό του, δίχως στο βιογραφικό του, που υπάρχει στις πρώτες σελίδες της ελληνικής μετάφρασης, να αναγράφεται κάτι για το τραγικό γεγονός – πως ο αμερικανός συγγραφέας είχε αυτοκτονήσει, δηλαδή, τον Σεπτέμβριο του 1984 στα 49 χρόνια του.
Το λέμε τούτο για να δείξουμε πως οι πληροφορίες για τέτοια θέματα, στην δεκαετία του ’80 –δεν συζητάμε για νωρίτερα– έφθαναν στη χώρα μας με το σταγονόμετρο.
Αν και ξεκίνησε να τυπώνει ποιήματά του νωρίς, λίγο πάνω από τα 20 χρόνια του, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 (θα κυκλοφορήσει, τότε, τέσσερα ποιητικά βιβλία), ο Brautigan θα γίνει γνωστός από τα μυθιστορήματά του στην δεκαετία του ’60, και βασικά από το “Trout Fishing in America” το 1967.
Παρά ταύτα η εκδοτική άνθιση, για να μην πούμε η «τρέλα», που σημειωνόταν στην Ελλάδα στις αρχές των έιτις σε σχέση με την αμερικάνικη beat λογοτεχνία (τις παρυφές του beat ή και του post-beat), φρόντισε να μας κάνει γνωστό, σχετικά νωρίς, τον Richard Brautigan – και αυτό ήταν, όπως και να το κάνουμε, ένα μικρό ευτύχημα.
Ο Richard Brautigan δεν ήταν ένας beat συγγραφέας και ποιητής. Γεννημένος το 1935 στην Τακόμα της Washington (Northwest, βορειοδυτικές Πολιτείες, Ειρηνικός), ο Brautigan ήταν σχεδόν μια δεκαετία (ή και παραπάνω) νεότερος από τους Allen Ginsberg και Jack Kerouac και συνομήλικος του Ken Kesey, του συγγραφέα του “One Flew Over the Cuckoo’s Nest”.
Αν και ξεκίνησε να τυπώνει ποιήματά του νωρίς, λίγο πάνω από τα 20 χρόνια του, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 (θα κυκλοφορήσει, τότε, τέσσερα ποιητικά βιβλία), ο Brautigan θα γίνει γνωστός από τα μυθιστορήματά του στην δεκαετία του ’60, και βασικά από το “Trout Fishing in America” το 1967.
Ο Richard Brautigan είχε δύσκολα και βίαια παιδικά χρόνια, κάτι που, στην νεότητά του τον έφερε απέναντι από τον νόμο. Κατέληξε μάλιστα σε νοσηλευτικό ίδρυμα, λόγω «ιδιάζουσας» συμπεριφοράς, όπου διαγιγνώσκεται με σχιζοφρένια και υποβάλλεται σε ηλεκτροσόκ.
Στην δεκαετία του ’60, και μετά τα μέσα της, ο Richard Brautigan ασπάζεται διαδρομές του κινήματος των πρώιμων hippies –πριν αυτοί καταστούν μόδα–, συμμετέχοντας σε εκφάνσεις της αντικουλτούρας.
Στην πιο σημαντική απ’ αυτές τις διαδρομές γνωρίζεται με τους Diggers, στο Σαν Φρανσίσκο, μια ριζοσπαστική κοινότητα ακτιβιστών υπό τον Emmett Grogan (1942-1978) και ορισμένους ακόμη (ανάμεσα και ο γνωστός αργότερα ηθοποιός Peter Coyote), και αρχίζει να λαμβάνει μέρος σε ποικίλες δράσεις και εκδηλώσεις. Διαβάζουμε για τους Diggers στο “Underground” [Οδυσσέας, 1983] του Mario Maffi:
«Οι Diggers είναι κάπως διαφορετικοί. Έχοντας βάλει στόχο τη δημιουργία μιας ολόκληρης συνεργατικής υποκουλτούρας, δεν είναι πλέον θύματα ψευδαισθήσεων, μα την κάνουν πραγματικότητα. Ο Emmett Grogan θέλει ν’ ανοίξει αγροκτήματα, που τα μέλη τους θα καλλιεργούν μόνοι τα προϊόντα τους. Θέλει να μοιράζει δωρεάν το LSD, θέλει να εξαφανίσει τη βρομιά και τα αποβράσματα, να βάλει τέλος στην εκμετάλλευση και το κέρδος. Θέλει μια ζωή σε συνεργασία με τους άλλους, για να προλάβει λόγου χάρη την αναπόφευκτη αύξηση των ενοικίων όταν η Haight-Ashbury (σ.σ. γειτονιά του Σαν Φρανσίσκο) θ’ αρχίσει να γίνεται σικ».
Οι Diggers, στο διάστημα 1966-1968, επιχείρησαν να κάνουν πράξη την ιδέα μιας εναλλακτικής κοινωνίας, που στηριζόταν σ’ έναν αναρχοκομμουνιστικό κοινοτισμό, ανακατεύοντας στοιχεία ενός μποέμικου, όσο και αντι-καπιταλιστικού, τρόπου ζωής, απαλλαγμένου από την δουλεία του χρήματος, σε συνδυασμό με το underground θέατρο και το ψυχεδελικό παρανάλωμα, και ο Richard Brautigan ήταν από την αρχή δίπλα τους, συμμετέχοντας σε ποικίλες δράσεις και βεβαίως γράφοντας στα έντυπά τους – όπως, για παράδειγμα, στο “The Digger Papers” (Αύγουστος 1968), εκεί όπου παρουσιάζεται το ποίημά του “All watched over by machines of loving grace”, μαζί με κείμενα-ποιήματα των Antonin Artaud, William S. Burroughs, Fidel Castro, Peter Cohon (Coyote), Gregory Corso, Allen Ginsberg, Emmett Grogan, Lenore Kandel, Norman Mailer, Michael McClure, Malcolm X, Gary Snyder κ.ά.
Αυτό το ποίημα, που περικλείει κάποιες από τις απόψεις των Diggers (που δεν έμειναν όμως μόνον απόψεις) υπάρχει μεταφρασμένο από τον Γιάννη Λειβαδά στο ένα από τα δύο βιβλία του Richard Brautigan, που τυπώθηκαν εσχάτως από τις εκδόσεις Bibliothèque. Λέμε για το «Σταματήσαμε στις Υπέροχες Μέρες / Επιλεγμένα ποιήματα» (Οκτώβριος, 2021) και από ’κει το αντιγράφουμε:
Όλοι υπό το βλέμμα των Μηχανών της Ερωτικής Χάρης
Μου αρέσει να συλλογίζομαι (και
όσο πιο σύντομα τόσο το καλύτερο!)
την κοιλάδα των προσομοιώσεων
όπου θηλαστικά και υπολογιστές
ζουν παρέα σε αμοιβαία
προγραμματισμένη αρμονία
όπως το καθάριο νερό
αγγίζει τον αίθριο ουρανό.
Μου αρέσει να σκέφτομαι
(εδώ και τώρα, παρακαλώ!)
ένα προσομοιωμένο δάσος
γεμάτο πεύκα και ηλεκτρονικές συνδέσεις
όπου τα ελάφια περιφέρονται ήσυχα
και προσπερνούν τους υπολογιστές
λες και είναι λουλούδια
με περιστρεφόμενα άνθη.
Μου αρέσει να σκέφτομαι
(έτσι πρέπει!)
μια προσομοιωμένη οικολογία
όπου είμαστε απαλλαγμένοι από την εργασία
κι έχουμε επιστρέψει στη φύση,
έχουμε επιστρέψει στ’ αδέλφια μας
τα θηλαστικά,
και είμαστε όλοι υπό το βλέμμα
των Μηχανών της Ερωτικής Χάρης.
Ο Richard Brautigan, που θα αφιερώσει και ποίημά του στον Emmett Grogan (το “Death is a beautiful car parked only”, που υπάρχει και αυτό μεταφρασμένο στο τομίδιο της Bibliothèque), θα γνωριστεί, μέσα από εκδηλώσεις που συμμετείχαν οι Diggers, με διάφορα συγκροτήματα και τραγουδοποιούς του ψυχεδελικού ροκ της εποχής (την Orkustra του Bobby Beausoleil, τους Steve Miller Blues Band, τον Dino Valenti κ.ά.), αλλά μόνο με ένα γκρουπ εξ αυτών, τους Mad River, θα βρεθεί να ηχογραφεί κιόλας.
Οι Mad River, μπορεί να μην προέρχονταν από την Δυτική Ακτή, καθώς είχαν σχηματιστεί κάπου στο Οχάιο το 1965, αλλά από τον Μάρτιο του 1967 ήταν εγκαταστημένοι εκεί όπου συνέβαιναν «τα πάντα», στην Καλιφόρνια, και πιο συγκεκριμένα στο Berkeley (απέναντι από το Σαν Φρανσίσκο).
Έχοντας για παραγωγό τον φημισμένο Ελληνοαμερικανό Nikolas Kostantinos Venetoulis ή απλώς Nick ή και Nik Venet (1936-1998) οι Mad River, μαζί με τον Richard Brautigan ηχογραφούν το ποίημά του “Love’s not the way to treat a friend” (μουσική είχε γράψει ο κιθαρίστας David Robinson) και το συμπεριλαμβάνουν στο δεύτερο άλμπουμ τους “Paradise Bar and Grill” [Capitol, 1969].
Και αυτό το ποίημα υπάρχει μεταφρασμένο από τον Γιάννη Λειβαδά, στο «Σταματήσαμε στις Υπέροχες Μέρες / Επιλεγμένα ποιήματα» της Bibliothèque, και το μεταφέρουμε κι εδώ:
Η αγάπη δεν είναι τρόπος να φερθείς σε μια φίλη
Η αγάπη δεν είναι τρόπος να φερθείς σε μια φίλη.
Αυτό δεν θα ευχόμουν να σου τύχει. Δεν θέλω
να δω τα μάτια σου ξεχασμένα
κάποια βροχερή μέρα, χαμένα μες στο απύθμενο πορτοφόλι
εκείνων που είναι ικανοί να μην θυμούνται τίποτα.
Η αγάπη δεν είναι τρόπος να φερθείς σε μια φίλη.
Δεν θέλω έτσι να σε δω να καταλήγεις
με το κορμί σου να ξεχύνεται σαν πληγωμένο
μάρμαρο μες στην αρχιτεκτονική εκείνων που
χτίζουν γέφυρες με πουλιά σακατεμένα.
Η αγάπη δεν είναι τρόπος να φερθείς σε μια φίλη.
Υπάρχουν τόσα καλύτερα πράγματα για σένα
από το να δω τα αισθήματά σου πουλημένα
σαν μαγικά φανάρια σε κάποιον που το κορμί του
δεν ακτινοβολεί φως.
Ας ακούσουμε, όμως, το ποίημα και έτσι όπως το διαβάζει ο ίδιος ο Richard Brautigan, με τους κιθαρίστες David Robinson και Lawrence Hammond, των Mad River, να τον συνοδεύουν. Η ηχογράφηση προέρχεται από τις αρχές του 1968, με το κομμάτι να συμπεριλαμβάνεται, όπως προείπαμε, στο LP “Paradise Bar and Grill” του 1969...
Σε μια συνέντευξη δύο μελών των Mad River, του τραγουδιστή και κιθαρίστα τους Rick Bockner, και του τραγουδιστή, κιθαρίστα και μπασίστα τους Tom Manning, στο psychedelicbabymag.com (2 Μαρτίου 2014), ανακαλείται η γνωριμία του συγκροτήματος με τον Richard Brautigan...
Rick Bockner: Ο Ρίτσαρντ ήταν ο ευεργέτης μας. Όταν ζούσαμε στην Haight Ashbury και πεινούσαμε, εμφανιζόταν με φαγητό, κρασί και φίλους και μιλούσαμε για πολιτική και ποίηση. Ήταν πλέον πολύ σημαντικός για τη σκηνή, ειδικά μετά την κυκλοφορία του “Trout Fishing in America”, όταν είχε γράψει για ’κείνον ακόμη και το “Time”. Έπρεπε λοιπόν να ανταποδώσουμε όλα όσα είχε κάνει για ’μας, πληρώνοντας για την εκτύπωση ενός βιβλίου του, που θα μοιραζόταν δωρεάν και που είχε τίτλο “Please Plant This Book” – μια συλλογή με ποιήματα, που κυκλοφορούσε, σ’ ένα σετ, μαζί με σπόρους λουλουδιών σε πακέτα. Τυπώσαμε 500 και τα δώσαμε στο δρόμο.
Ο Ρίτσαρντ μας σύστησε σε διάφορους ανθρώπους γύρω απ’ αυτόν, που ανήκαν στην λογοτεχνική σκηνή της εποχής. Ήταν ένα άτομο με αξιοθαύμαστα και ευγενικά χαρακτηριστικά, και δεν του άρεσε τίποτα περισσότερο από το να πίνει κρασί σ’ ένα πολυσύχναστο μαγαζί, παρατηρώντας τους ανθρώπους να περνάνε. Για μας αντιπροσώπευε τη νέα κουλτούρα και την επιτυχία όλων εκείνων με τα οποία μπορούσαμε να συνδεθούμε.
Θαύμασα τη δουλειά που έκαναν οι Diggers, να ταΐσουν και να ντύσουν τους νέους που έφθαναν κατά κύματα στο Σαν Φρανσίσκο, χωρίς στην πράξη να έχουν ιδέα (οι χιλιάδες νέοι) για το τι συνέβαινε ’κει πέρα. Αργότερα, βέβαια, τα πράγματα μπορεί να πήραν άλλη τροπή για τον Ρίτσαρντ, αλλά θα τον θυμάμαι πάντα από ’κείνες τις παλιές μέρες στη σκηνή, εκτιμώντας όλα όσα έκανε για μας, όταν χρειαζόμασταν κάποια αναγνώριση και λίγη τροφή, για να ακολουθήσουμε όλα όσα συνέβαιναν.(...)
Το κίνημα των Diggers δεν κράτησε πολύ, αλλά άσκησε μόνιμο αντίκτυπο πάνω μου. Μάλιστα είχε οργανωθεί και μια εκδήλωση, η “Death of Hippie” (σ.σ. 6 Οκτωβρίου 1967) για να σηματοδοτήσει ότι το κίνημα είχε γίνει πια τουριστική ατραξιόν και πως είχε έρθει η ώρα να αλλάξουμε τα κοστούμια μας και να μετακινηθούμε προς τον κύριο ρου της κουλτούρας, μ’ ένα νέο τρόπο. Μετά απ’ αυτό, ο καθένας ακολούθησε το δικό του δρόμο και οι Diggers διαλύθηκαν ως αναγνωρίσιμη οργάνωση – αν ήταν ποτέ οργάνωση».
Tom Manning: Ο Ρίτσαρντ ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος, ένας δυνατός συγγραφέας, ένα πολύ ωραίος τύπος. Διάβασε τη βιογραφία του, για να μάθεις πιο πολλά για ’κείνον. Ήταν πολύ γλυκός και χιουμορίστας κατά καιρούς, αν και βασανιζόταν από τους προσωπικούς δαίμονές του πολύ συχνά, επίσης.
Εκείνη την εποχή ο Richard Brautigan θα κυκλοφορήσει και το τρίτο μυθιστόρημά του, μετά τα “A Confederate General from Big Sur” (1964) και “Trout Fishing in America” (1967), που είχε τίτλο “In Watermelon Sugar” (1968). Αυτό το βιβλίο μεταφράζεται στα ελληνικά από τον Γιάννη Τζώρτζη και ως «Στη Ζάχαρη του Καρπουζιού» κυκλοφορεί, από τον Νοέμβριο του 2021, στις εκδόσεις Bibliothèque.
Και σ’ αυτό το post-modern μυθιστόρημά του, που αποτελείται από πολλά μικρά κεφάλαια, που μπορεί να απαρτίζονται ακόμη και από μια-δυο μικρές προτάσεις και που εναλλάσσονται βάσει μιας ιδιότυπης λογικής, ο Richard Brautigan έχει στο κέντρο της αφήγησής του ένα πρόσωπο, που δεν κατονομάζεται και το οποίο εξιστορεί τα παράξενα συμβάντα στο κοινόβιο του εγωΘΑΝΑΤΟΥ (iDEATH) – ένα κοινόβιο, το οποίο βάλλεται από μια συμμορία, υπό τον ενΒΡΑΣΜΟ (inBOIL). Όπως σημειώνει ο Γιάννης Τζώρτζης στην Εισαγωγή:
«Στο In Watermelon Sugar o Μπρότιγκαν περιγράφει την καθημερινή ζωή και τις συνήθειες των κατοίκων μιας παράξενης κοινότητας, του εγωΘΑΝΑΤΟΥ.(...) Ο ενΒΡΑΣΜΟΣ είναι ο τραγικός παρίας της νουβέλας, απόβλητος της κοινότητας και διαρκής απειλή της νομιμότητας.(...) Ζει στα Ξεχασμένα Εργοστάσια, τον τόπο των λησμονημένων πραγμάτων, όπου τίποτα πραγματικά δεν συμβαίνει.(...) Ο εγω ΘΑΝΑΤΟΣ αντίθετα είναι ο τόπος όπου όλα μπορεί να συμβούν, γιατί τίποτα δεν υπάρχει προκαθορισμένο. Εκεί, κάθε έννοια ατομικότητας έχει καταργηθεί. Ο καθένας έχει να κάνει κάτι, αλλά αυτό δεν γεννάει καμιά υποχρέωση και μπορεί κάλλιστα, αν το βαρεθεί, να το αφήσει. Τα μέλη της κοινότητας περνούν τον χρόνο τους σε μερικές καθόλα αξιοσέβαστες δουλειές: το λάξεμα ενός αγάλματος, το φύτεμα μιας πατάτας, το γράψιμο ενός βιβλίου, το πλανάρισμα μιας σανίδας από ζάχαρη καρπουζιού.(...)».
Το “In Watermelon Sugar” μπορεί να δημοσιεύτηκε το 1968, αλλά γράφτηκε την άνοιξη και το καλοκαίρι το 1964, πριν από την εμφάνιση των Diggers, όταν, όμως, στην Καλιφόρνια υπήρχε ήδη το κοινόβιο των Merry Pranksters, του συγγραφέα Ken Kesey, οι οποίοι εκείνο το καλοκαίρι (του 1964) θα οργάνωναν το περίφημο ταξίδι τους, από την μία άκρη της Αμερικής στην άλλη, με το «ψυχεδελικό» λεωφορείο Furthur, παρτάροντας στο δρόμο και προπαγανδίζοντας το LSD. (Κύριος οδηγός του Furthur ήταν ο Neal Cassady, που είχε δώσει την έμπνευση στον Jack Kerouac για τον χαρακτήρα του Dean Moriarty, στο κλασικό βιβλίο του “On the Road”).
Η ιδέα μιας ουτοπικής κοινωνίας, ή κοινότητας-κοινοβίου, δεν ήταν επινόηση των Merry Pranksters, όμως εκείνη την εποχή, στην Καλιφόρνια, αυτές οι ιδέες, που ήταν πολύ παλαιότερες φυσικά (να μην πούμε για την «Πολιτεία» του Πλάτωνα ή για την “Utopia” του Thomas More) βρίσκονταν σε μια κάποια έξαρση.
Ποια ήταν η αληθινή έμπνευση του Richard Brautigan στην εξέλιξη της ιστορίας του κοινοβίου iDEATH κανείς δεν ξέρει, αν και ο ποιητής και συγγραφέας Michael McClure (1932-2020) –ένα από τα πρόσωπα, στα οποία είναι αφιερωμένο το βιβλίο– είχε υποστηρίξει πως πηγή έμπνευσης ήταν η «απομονωμένη» καλλιτεχνική-λογοτεχνική κοινότητα του Bolinas, στην Καλιφόρνια (βορειοδυτικά του Σαν Φρανσίσκο), εκεί όπου ο συγγραφέας είχε ξεκινήσει να γράφει το “In Watermelon Sugar”, στις 13 Μαΐου 1964.
Το 1970 κυκλοφορεί ένας δίσκος σε ετικέτα (αμερικάνικη) Harvest, υπό τον τίτλο “Listening to Richard Brautigan”, στον οποίο ο αμερικανός συγγραφέας και ποιητής διαβάζει κείμενά του, ανάμεσα στα οποία και απόσπασμα από το “In Watermelon Sugar”, όμως η φήμη του, ως συγγραφέας, αρχίζει σιγά-σιγά να ξεθωριάζει. Γράφει ο Γιάννης Λειβαδάς στα «Προλεγόμενα» του βιβλίου «Σταματήσαμε στις Υπέροχες Μέρες / Επιλεγμένα ποιήματα», των εκδόσεων Bibliothèque:
«Τη δεκαετία του 1970 ο Μπρότιγκαν πειραματίζεται με διάφορα λογοτεχνικά είδη και φόρμες. Την ίδια εποχή οι λογοτεχνικοί αρθρογράφοι και οι κριτικοί των περισσοτέρων εντύπων τον είχαν εντελώς απορρίψει και οι αναγνώστες του είχαν αρχίσει επίσης να τον εγκαταλείπουν. Σταδιακά η φήμη του εξανεμίστηκε, με μόνη εξαίρεση ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και την Ιαπωνία».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Richard Brautigan θα ζήσει για κάποια διάστημα στην Ιαπωνία, εκεί όπου θα παντρευτεί για δεύτερη φορά (ο πρώτος γάμος του είχε διαλυθεί ήδη από το 1962), για να επιστρέψει στην Αμερική κυκλοφορώντας κάποια βιβλία, ποιητικά και νουβέλες, που δεν θα γνωρίσουν όμως ιδιαίτερη επιτυχία.
Ο κόσμος φαίνεται πως τον είχε για τα καλά λησμονήσει, τουλάχιστον στην πατρίδα του – κάτι που θα πρέπει να επιδείνωσε την ψυχική κατάσταση και υγεία του, που ήταν ήδη επιβαρυμένες από το αλκοόλ και μια βαθύτερη απελπισία. Η αυτοκτονία, δυστυχώς, αποδείχτηκε για ’κείνον ως η μόνη διέξοδος. Όπως σημειώνει και ο William Hjortsberg στο βιβλίο του “Jubilee Hitchhiker / The Life and Times of Richard Brautigan” [Counterpoint, 2013]:
«Ο Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν ποτέ δεν άκουσε τον τελευταίο πυροβολισμό του. Ταξιδεύοντας τρεις φορές με την ταχύτητα του ήχου, μια σφαίρα κοίλου σημείου, από ένα Winchester Western Super X .44 Magnum, εξερράγη μέσα στο κεφάλι του, καταστρέφοντας το πρόσωπό του, αποσπώντας τα συρμάτινα γυαλιά του και ανατινάζοντας το πίσω μέρος του κρανίου του.(...) Ήταν ένα ωραίο κυριακάτικο απόγευμα, της 16ης Σεπτεμβρίου 1984. Ντυμένος με μαύρο κοτλέ παντελόνι, μια κοντομάνικη μπλούζα και κάλτσες, ο Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα, στο κυρίως σαλόνι, στο δεύτερο πάτωμα του σπιτιού του, στο 6 της Terrace Avenue, στην Bolinas της Καλιφόρνιας, ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό το οποίο ο ίδιος αποκαλούσε τα “κρυο-ξηραμένα σίξτις”. Στην μπροστινή αριστερή τσέπη του βρέθηκε ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα των 5 δολαρίων και δύο μονά. Ένα ραδιόφωνο στην κουζίνα, στο πίσω μέρος του σπιτιού, έπαιζε σε πλήρη ένταση. Ο Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν ήταν νεκρός, και ήταν σαράντα εννέα ετών».
Mια ελληνική βιβλιογραφία του Richard Brautigan:
1. «Το Τέρας των Χώκλιν / Γουέστερν μυστηρίου και φρίκης» [Γράμματα, 1981] μτφ. Άλκης Παπαδογιάννης
2. «Η Έκτρωση / Ένα ιστορικό ρομάντσο, 1966» [Γράμματα, 1982] μτφ. Ρένα Χατχούτ
3. «Ποιήματα» [Νεφέλη, 1982] μτφ. Κώστας Γιαννουλόπουλος
4. «Το Ψάρεμα της Πέστροφας στην Αμερική» [Πλέθρον, 1984] μτφ. Γιάννα Χλαμπέα
5. «Ο Γουίλλαρντ και τα Τρόπαια του Μπόουλινγκ» [Ελεύθερος Τύπος, 1986] μτφ. Γιώργος Γούτας
6. «Η Έκτρωση» [Ενύπνιο, 2018] μτφ. Στάθης Ιντζές
7. «Το Τέρας των Χόκλαϊν / Ένα γουέστερν τρόμου και αγωνίας» [Κυψέλη, 2020] μτφ. Αλέξης Καλοφωλιάς
8. «Σταματήσαμε στις Υπέροχες Μέρες / Επιλεγμένα ποιήματα» [Bibliothèque, 2021] μτφ. Γιάννης Λειβαδάς
9. «Στη Ζάχαρη του Καρπουζιού» [Bibliothèque, 2021] μτφ. Γιάννης Τζώρτζης
Κείμενα και ποιήματα του Richard Brautigan συναντάμε και στις εκδόσεις:
1. «Λογοτεχνικά Κείμενα και Θεωρία 4 / Σύγχρονη Αμερικανική Λογοτεχνία» [Αιγόκερως, 1981]
2. «Αμερικανοί Ποιητές & Ποιήτριες Τολμούν» [Εξάρχεια, 2013]
Επίσης σε περιοδικά:
1. «Ζάλη», τεύχος #4, Απρίλιος 1989, μτφ. Γιάννης Τζώρτζης
Και ακόμη δύο tips για το τέλος...
Τον Ιούνιο του 2019 είχε ακουστεί πως η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, μετά την «Ευνοούμενη» (2018), θα αφορούσε την μεταφορά στην οθόνη της νουβέλας του Richard Brautigan “The Hawkline Monster: A Gothic Western” (1974), την οποία είχαν επιχειρήσει να «γυρίσουν» στο παρελθόν οι Hal Ashby και Tim Burton. Και αυτή τη φορά το σχέδιο δεν προχώρησε...
Την άνοιξη του 1992 είχε κυκλοφορήσει το έκτο τεύχος του fanzine «Στις Σκιές του Β-23», που μοιραζόταν μαζί με το LP-συλλογή “Fragmenta IV”. Ανάμεσα στα κομμάτια και το εξαιρετικό “Richard Brautigan” των Ελλήνων Groove Machine. Το ίδιο κομμάτι, σε διαφορετική εκτέλεση, υπήρχε και στο πολύ καλό LP των Groove Machine “Destroy the Presence of this World” του 1993...