Πώς προέκυψε μια έκθεση σύγχρονης τέχνης που αποθεώνει το χειροποίητο; Πώς γίνεται, από μια έκθεση ενεργών εικαστικών, να λείπουν τα πολυμέσα, λ.χ. η φωτογραφία και το βίντεο; Πώς σκέφτηκε η επιμελήτρια Μαρία Μαραγκού να δώσει έμφαση στη δημιουργία με βασικά υλικά όπως ο πηλός, το ύφασμα, το μάρμαρο, το ξύλο, το χαρτί, το μαλλί, τα καλάμια, το ύφασμα και οι κλωστές, το μάρμαρο, τα άχυρα;
Όλα ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, όταν στις σύντομες βόλτες της σε παλιές διαδρομές της Αθήνας στα Αναφιώτικα, στα μονοπάτια του Λυκαβηττού, γύρω από τη Ρωμαϊκή Αγορά και στα χιλιοπερπατημένα χώματα της πόλης συνειδητοποίησε ότι της πρόσφεραν μια ενατένιση της ίδιας της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού. Αρχαίοι δρόμοι, που κάποιοι παραμένουν αναλλοίωτοι στο πέρασμα των αιώνων, σαν ένα νήμα να συνδέει το παρελθόν με το σήμερα κι ας έχει αφήσει κάθε εποχή τα σημάδια της, οικονομικά, ιδεολογικά, κοινωνικά.
Οι 33 καλλιτέχνες που συμμετέχουν χρησιμοποιούν εντελώς διαφορετικά μέσα και υλικά για να δημιουργήσουν το έργο τους. Υλικά που κατά κάποιο τρόπο επικοινωνούν μεταξύ τους. Ωστόσο η ποικιλομορφία αυτή ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τεχνικές αλλά και λεπτομέρειες που συνιστούν έναν κοινό τόπο. Και είναι η Αθήνα που ως τόπος και ως μια μεγάλη ιστορία εκείνη που τους συνδέει αποτελώντας και το σημείο συνάντησης τους.
Πρόκειται για αιώνιους δρόμους της Αθήνας, που τη χαρακτηρίζουν εδώ και είκοσι πέντε αιώνες, οδοί με ιστορικά ονόματα, π.χ. Παναθηναίων, Τριπόδων, Λεωκορίου, Διπύλου, Ειδύλλια. Άλλοτε ένα πέρασμα προς τον Πειραιά, άλλοτε προς την Ελευσίνα, προς τα προάστια της πόλης, από τις Ήριες Πύλες ή την Ιερά Οδό. Αρχαία χώματα που διέσχιζαν Αθηναίοι πολίτες ή δούλοι, ζώα και άμαξες, μεταφέροντας σπαρτά, τρόφιμα, υλικά κάθε είδους και εμπορεύματα σε μακρινούς προορισμούς.
Με όλα αυτά στο μυαλό και τη φαντασία προέκυψε η «Ειδύλλια Οδός», μια έκθεση που αποπειράται να μιλήσει για το παρόν μέσα από τη δουλειά τριάντα τριών καλλιτεχνών και τη χρησιμοποίηση «αιώνιων» υλικών, από τότε μέχρι και σήμερα. Από γενιά σε γενιά, από τον μύθο στη συλλογική μνήμη, η τέχνη ήταν πάντα εκείνη που κατέγραφε και διαιώνιζε αφηγήσεις, συναισθήματα, τις μεγάλες στιγμές και τις τραγωδίες των ανθρώπων, ενίοτε τολμώντας να αναζητήσει και να προτείνει νέους τρόπους και νέους δρόμους, όποτε η κοινωνία βρισκόταν σε σύγκρουση είτε με τον εαυτό της είτε με τους ονειροπόλους, θέτοντας πάντα τα μεγάλα ζητήματα κάθε εποχής.
Όπως εξηγεί και η κ. Μαρία Μαραγκού στην εισαγωγή του καταλόγου της έκθεσης: «Στη δεκαετία του 1980, o Baudrillard μίλησε για την κινητικότητα της τέχνης που κρύβει ένα είδος ακινησίας, για τον φόβο ότι οι καλλιτέχνες τείνουν προς μια απελπισία δίχως την ατομική δημιουργικότητα και την προσωπική έκφραση. Ο “κόσμος της τέχνης”, για να χρησιμοποιήσουμε τον ορισμό του Arthur Danto, λειτουργεί σε κοινό θεσμικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που ορίζει τις συναντήσεις της τέχνης, τα μεγάλα γεγονότα, τις διεθνείς εκθέσεις. Το παρόν της τέχνης έχει κατακτήσει τις ελευθερίες που κατοχύρωσε ο μοντερνισμός. Πάνω σε αυτές τις ελευθερίες δουλεύουμε. Η “Ειδύλλια Οδός” ακουμπά ή, έστω, επιθυμεί να ακουμπήσει ένα κομμάτι της ιστορίας, των ανθρώπων και του επέκεινα διαμέσου του χρόνου, αναντικατάστατου υλικού της Ιστορίας και της μνήμης».
Οι τριάντα τρεις καλλιτέχνες που συμμετέχουν χρησιμοποιούν εντελώς διαφορετικά μέσα και υλικά για να δημιουργήσουν το έργο τους, υλικά που κατά κάποιον τρόπο επικοινωνούν μεταξύ τους. Ωστόσο η ποικιλομορφία αυτή ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τεχνικές αλλά και λεπτομέρειες που συνιστούν έναν κοινό τόπο. Και είναι η Αθήνα που, ως τόπος με μεγάλη ιστορία, τους συνδέει, αποτελώντας και το σημείο συνάντησης τους.
Πολυμέσα και τεχνολογία, λοιπόν, δεν θα δει κανείς στην «Ειδύλλια Οδό», αντιθέτως θα δει ένα χαλί που πλέχτηκε στην Ινδία από παραδοσιακούς τεχνίτες, μια σύνθεση με μαρμάρινους νεροχύτες που συλλέχθηκαν από παλιές αυλές, κατασκευές από καλάμια, φύκια, άχυρο, υφαντά από αργαλειούς. Περίπου τα μισά έργα που εκτίθενται δημιουργήθηκαν ειδικά για την έκθεση και τα υπόλοιπα παραχωρήθηκαν από συλλογές ή καλλιτέχνες, των οποίων τη δουλειά η επιμελήτρια επιθυμούσε να εντάξει στη θεματική της. Επίσης, τρία έργα παραχωρήθηκαν από τη Συλλογή Δασκαλόπουλου και άλλα τρία από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Κρήτης.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά όμως. Με το που πλησιάζει κανείς τον εκθεσιακό χώρο και πριν μπει μέσα, παρατηρεί μια μεγάλη εγκατάσταση με μεσαίου μεγέθους πιθάρια τοποθετημένα στον περίβολο. Πρόκειται για έργο της Δανάης Στράτου, hommage στα αρχέτυπα της λαϊκής παράδοσης και στην αρχαία κρητική πιθαροποιία. Το έργο που δεσπόζει στην είσοδο είναι μια κατασκευή που αποτελείται από νυφικά διαφορετικών εποχών που, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, φτάνουν σχεδόν μέχρι την οροφή του ψηλοτάβανου κτιρίου. Πρόκειται για το έργο του Αντώνη Βολανάκη «Nymph». Ανάλογης επιβλητικότητας και μεγέθους είναι το έργο του Πάνου Φαμέλη «Ο σιγαστήρας» στη δεύτερη αίθουσα, το οποίο ο καλλιτέχνης μόλις ολοκλήρωσε. Ο Ηλίας Κοέν παρουσιάζει δύο έργα που μιμούνται αλυσίδες, πλασμένα από πηλό. Το ίδιο υλικό επέλεξαν και δύο εκπρόσωποι της σύγχρονης γλυπτικής, η Βούλα Γουνελά και η Δέσποινα Φλέσσα, δημιουργώντας αφαιρετικές φόρμες και ενώνοντας την αρχαία κεραμική με την μετακυβιστική εποχή.
Η Ελένη Λύρα μετατρέπει τις Ερμές (ερμαϊκές στήλες) της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας σε δύο ποπ γυναικείες φιγούρες, ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, με όπλο του το χιούμορ, αποκαλύπτει τη σεξουαλική διάσταση των συμποσίων, αποδομώντας σχηματικά τον Δίσκο της Φαιστού. Ο Παντελής Χανδρής, στο «Τρόπαιό» του, σαν μια φωλιά από άχυρα, καλάμια και άλλα φυτική προέλευσης υλικά, βλέπει σε αυτό το σπίτι πετούμενων αλλά και ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο πραγματεύεται την έννοια της εστίας, του περιβάλλοντος και της οικολογίας, προάγοντας πρότυπα λιτότητας, του απολύτως αναγκαίου και της επιστροφής στα αρχέτυπα της φύσης. Η Μαλβίνα Παναγιωτίδη παρουσιάζει μια σύνθεση από κερί, της οποίας τα συστατικά έχουν πάρει τη φόρμα τούβλων.
Στο έργο του Adrián Villar Rojas ‒του καλλιτέχνη που πριν μερικά χρόνια γνωρίσαμε χάρη στην επικών διαστάσεων εγκατάσταση, σε συνεργασία με τον οργανισμό ΝΕΟΝ, στο Αστεροσκοπείο‒, αναπτύσσονται η ιστορικότητα, η εθνικότητα και η αίσθηση του χρόνου με την παράθεση μορφικών πήλινων αντικειμένων. Αντιστοίχως στο έργο του Νάκη Ταστσιόγλου αναπτύσσεται ένα λουλούδι που βλασταίνει μέσα από ένα πήλινο υπόβαθρο. Η Μάγδα Ταμμάμ, με μια σύνθεση από μπόγους φτιαγμένους από αιγυπτιακά υφάσματα με τα χαρακτηριστικά χρώματα και μοτίβα, στοιχεία ενός νέου οριενταλισμού, αναδεικνύει το ουτοπικό εγχείρημα εμπορικών διαδρομών και ανθρώπινων συναλλαγών, ένα σύγχρονο Καραβάν Σεράι.
Η Μάρω Φασουλή και η Ζωή Γαïτανίδου παρουσιάζουν ταπισερί χρησιμοποιώντας διαφορετικά υλικά και εφαρμογές, όπως και ο Δημήτριος Αντωνίτσης υφαίνει σε δικής του επινόησης αργαλειούς έργα που περιορίζουν τις χρωματικές εξάρσεις, δημιουργώντας λεπτεπίλεπτες υφές.
Η Βασιλική Λευκαδίτη, με ένα κείμενο κεντημένο σε ύφασμα πέντε μέτρων, αναπαριστά την ακριβή αντιγραφή δυο συμβολαιογραφικών πράξεων. Η πρώτη είναι του 1895, προικοσύμφωνο, ενώ η δεύτερη τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, μέσα από την οποία η ίδια γυναίκα επιστρέφει την προίκα στην οικογένειά της, αφού δεν μπόρεσε να αποκτήσει απογόνους. Η αντιγραφή αυτών των καλλιγραφικής υφής συμφώνων σε κεντίδι με αιμάτινα κόκκινη κλωστή αποκαλύπτει τον ρόλο και τη θέση της γυναίκας στην πατριαρχική κοινωνία. Παράλληλα, το έργο με τίτλο «I am home της Καλλιόπης Λεμού μιμείται ένα φόρεμα με κεντημένα μοτίβα, ίδια με του χαλιού της γιαγιάς της η οποία μεγάλωσε. Μνήμη και νοσταλγία των παιδικών της χρόνων το καθιστούν ένα δέντρο που την επανασυνδέει με τις πολιτιστικές της καταβολές και τους προγόνους της.
Η Δέσποινα Μεϊμάρογλου αποτυπώνει σε χαλί τη μορφή μιας Σύριας που συνάντησε σε δομή προσφύγων, σκυμμένη στο πάτωμα, ενώ την ίδια στιγμή παρακολουθούμε σε βίντεο τη διαδικασία της ύφανσής του σε ένα εργαστήριο της Ινδίας. Η Έφη Σπύρου, από την άλλη, δημιουργεί ένα πλέγμα δομών ή συστημάτων, των οποίων η υλικότητα αποτελεί μια χειρονομία υφαντικής πιθανόν ως εμπειρία κοινωνικών και άλλων ισορροπιών.
Ο Άγγελος Παπαδημητρίου, στο έργο του «Τα δαχτυλίδια πέφτουνε, τα χέρια μένουν ίδια», συγκεντρώνει πέντε νιπτήρες από πεντελικό μάρμαρο και με την επιζωγράφισή τους αποτίνει φόρο τιμής σε τέσσερις πεθαμένους λογοτέχνες (Καβάφη, Λαπαθιώτη, Ταχτσή, Εγγονόπουλο) και σε έναν ζώντα καλλιτέχνη (Πάνο Κούτρα), ενώ με μια κεραμική σύνθεση, πάνω στην οποία έχει τυπώσει ολόκληρο το διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη «Υπό την συκήν», προσεγγίζει με χαρακτηριστική υποδόρια σκωπτικότητα και χιούμορ την έννοια του μνημείου και της μνημειακότητας.
Ο Ανέστης Ιωάννου αναδεικνύει την κουλτούρα της εποχής του και αυτή των skateboarders, με έκδηλα τα στοιχεία της μετα-ποπ εποχής. Το έργο του Δημήτρη Ρεντούμη, ένα ουτοπικό, σκουρόχρωμης παλέτας δίπτυχο αποσπασματικών αφηγήσεων και πληροφοριών, λειτουργεί σαν γόνιμη αντιπαράθεση ετερόκλητων και αλληλοσυμπληρούμενων συναισθημάτων.
Η Μαριάννα Ιγνατάκη, με μια σειρά γκροτέσκων ομοιωμάτων, κάνει αναφορά στην κινεζική φιλοσοφία και παράδοση των γενειοφόρων γυναικών με μακριά μαλλιά, προκειμένου να εγείρει ζητήματα ταυτότητας, ετερότητας και του φύλου.
Η Ευσεβία Μιχαηλίδου χρησιμοποιεί αλάτι, κάρβουνο, στάχτη, χαρτί, λινάτσα, πηλό για να δημιουργήσει το έργο της «Μεταμόρφωση», ενώ η ζωγράφος Ευγενία Αποστόλου εγκαταλείπει τον χρωστήρα και δραματοποιεί την εικαστική της έκφραση, δημιουργώντας ένα τρισδιάστατο περιβάλλον.
Η Nobuko Tsuchiya παρουσιάζει τη δική της εκδοχή της Νίκης της Σαμοθράκης, φτιαγμένης με τα υλικά μιας σύγχρονης κουζίνας. Την αρχαία Ελλάδα είχε πάντα στο μυαλό ο Μιχάλης Μιχαηλίδης, που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό, και με το έργο «Δύο Ιστία», μια ξύλινη υποδομή σκεπασμένη με ύφασμα, και μέσω της τρισδιάστατης εικαστικής του φόρμας ανασυστήνει τη χρονομετρική διάσταση της υλικότητας στην ιστορική μνήμη. Ανάλογη αφοσίωση στην αρχαιοελληνική τέχνη δείχνει συχνά και η Lynda Benglis και εδώ, με το έργο της ADIA και τη χρήση πηλού σε βιομορφική κλίμακα, επαναπροσδιορίζει με την εικαστική της γλώσσα την εφαρμογή μιας καινούργιας.
Ο Νίκος Αλεξίου χτίζει έναν εύθραυστο ποιητικό κόσμο με αναφορές στην παράδοση ή στο ιστορικό παρελθόν. Αυτό που πετύχαινε πάντα με τα μικρότερα έργα του, όπου σεμνά και εφήμερα υλικά, όπως χαρτί, ξυλαράκια και καλάμια, μετουσιώνονται στα χέρια του σε δημιουργίες υψηλής αισθητικής, πετυχαίνει και εδώ με το μεγαλύτερο σε μέγεθος και εύπλαστο «Ηλιακό δωμάτιο».
Το πάθος του Ραϋμόνδου, όσο ζούσε, ήταν να δημιουργεί αγγέλους από συμπαγές ξύλο και να τους θάβει στο χώμα. Εδώ παρουσιάζεται ένας του «άγγελος», από τα λιγοστά έργα του που επιβίωσαν, από βαμμένο μαύρο ξύλο. Στο πνεύμα του μοντερνισμού και με επιρροές από τον πρωτογονισμό, τα γλυπτά του Ραϋμόνδου θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «κτερίσματα της επίγειας ζωής».
Τέλος, εμπνευσμένος από το ημιτελές ποίημα του Δ. Σολωμού «Ο Πόρφυρας», ο Σωκράτης Φατούρος κάνει χρήση μιας ασφαλτικής μεμβράνης πίσσας και πετρωμάτων ως ψηφιδωτών, εικονοποιώντας τους κυματισμούς της νυχτερινής θάλασσας ως την πάλη του ανθρώπου με το «τέρας». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υλικότητα των πετρωμάτων δημιουργεί ψηφίδες-νησιά της ανθρώπινης ειμαρμένης. Με το έργο του «Volcanic» ο Blind Adam (Θάνος Κυριακίδης) επιχειρεί με ετερόκλητα υλικά να δημιουργήσει έναν προσωπικό γεωλογικό χάρτη, ένα τοπίο από χαλαζίες και σιδηροπυρίτες όπου δεσπόζει μια ιδιότυπη καλλιγραφία, οργανωμένη με ξύλα.
Ειδύλλια Οδός / Eidyllia Odos
Ημερομηνίες: 18/1-6/3/22
Μέρες & ώρες λειτουργίας: Τρίτη έως Κυριακή, 11:00-20:00 (τελευταία είσοδος 19:30)
Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, Πειραιώς 100, Γκάζι, 213 0109300, 213 0109325
Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Νίκος Αλεξίου, Δημήτριος Αντωνίτσης, Ευγενία Αποστόλου, Αντώνης Βολανάκης, Lynda Benglis , Ζωή Γαϊτανίδου, Βούλα Γουνελά, Μαριάννα Ιγνατάκη, Ανέστης Ιωάννου, Ηλίας Κοέν, Θάνος Κυριακίδης [Blind Adam], Καλλιόπη Λεμού, Βασιλική Λευκαδίτη, Ελένη Λύρα, Δέσποινα Μεϊμάρογλου, Μιχάλης Μιχαηλίδης, Ευσεβία Μιχαηλίδου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Άγγελος Παπαδημητρίου, Ραϋμόνδος, Δημήτρης Ρεντούμης, Adrián Villar Rojas, Έφη Σπύρου, Δανάη Στράτου, Μάγδα Ταμμάμ, Νάκης Ταστσιόγλου, Nobuko Tsuchiya, Πάνος Φαμέλης, Μάρω Φασουλή, Σωκράτης Φατούρος, Δέσποινα Φλέσσα, Παντελής Χανδρής
Επιμέλεια: Μαρία Μαραγκού, κριτικός τέχνης - καλλιτεχνική διευθύντρια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης