Ο αδυσώπητος Φλεβάρης του '22
Ένα πολυπόστ
09.04
M' αρέσει πολύ ο Roy Andersson. Έχει τη μεγαλειώδη απλότητα της παραβολής, τίποτα περιττό – οι ταινίες του θα έπρεπε να προβάλλονται στο Διάστημα, για να δείχνουν τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Το κατόρθωμά του, ωστόσο, βασίζεται σε μια σειρά παράδοξων συναρμογών:
1. Στις ιστορίες του, ενώ ο θεός έχει πεθάνει, εξακολουθεί να είναι μυστήρια παρών. Τα πρόσωπά του είναι μεν άθεα, τραγικά, ολομόναχα, κι όμως ένας τόνος βιβλικός διαπνέει τα πεζά λόγια τους, μια αλλόκοτη θρησκευτικότητα.
2. Οι πόλεις του, είτε εμφανίζονται άνθρωποι είτε όχι –ακόμα και πλήθη και στρατοί και διαδηλώσεις– μοιάζουν άδειες. Σαν να έχει επιτελεστεί μια ολική καταστροφή που εξαφάνισε την ανθρώπινη φυλή, κι αυτoί είναι φαντάσματα, αναιμικά ολογράμματα.
3. Αν και φτιαγμένες από σκετς που απλώς διαδέχονται το ένα το άλλο, οι ταινίες του έχουν την κλίμακα του έπους!
4. Αν και τις διαπνέει το πιο αβάσταχτο πένθος, γελάς.
Ξαναείδα το «A pigeon sat on a branch reflecting on existence», που υποτίθεται δεν είναι από τις καλύτερές του (για μένα είναι σπουδαία), και γέλασα με μαύρο δάκρυ. Η καταγέλαστη τραγωδία της ζωής! Σε μια συνέντευξή του στους «Los Angeles Times» μίλησε με τα πιο εξωποιητικά λόγια για τα μεγάλα ζητήματα της τέχνης και της ύπαρξης.
«Πρέπει να ομολογήσω ότι είμαι άθεος. Δεν είμαι καθόλου θρησκευόμενος. Αλλά μεγάλωσα με θρησκευτικές παραδόσεις. Αλλά εγώ ο ίδιος δεν είμαι θρησκευόμενος... τουλάχιστον δεν το νομίζω. Αλλά όταν το λέω αυτό, οι άνθρωποι μου λένε: "Όχι, στην πραγματικότητα είσαι θρησκευόμενος"».
«Αυτό που θέλω να πετύχω είναι οι ταινίες μου να είναι άχρονες, χωρίς γεωγραφικό προσδιορισμό. Διαχρονικές από πολλές απόψεις. Σαν κινούμενα σχέδια, που μπορούν να είναι οπουδήποτε και σε οποιαδήποτε εποχή και αυτό μου αρέσει πολύ, γιατί αν είσαι πολύ κοντά στην πραγματικότητα της εποχής μας, χάνεις πολύ σύντομα τη βαρύτητα των σκηνών. Για παράδειγμα, ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, το "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Μπέκετ, έχει πολύ τετριμμένες καταστάσεις, ωστόσο αιώνιες».
«Μερικές φορές μπορεί να είναι κωμωδίες, αλλά στο σύνολό τους οι ταινίες μου είναι τραγικές. Αλλά είναι επίσης πολύ ωραίο να βλέπεις ότι η τέχνη είναι ένα εργαλείο για να αντισταθείς στην απελπισία. Με τη βοήθεια της τέχνης μπορείς να δεις πόσο ωραία και όμορφη μπορεί να είναι η ζωή. Κι αυτό είναι αρκετό, έστω και για λίγο».
«Τώρα βρίσκομαι στο τέλος της καριέρας μου, οπότε δεν ξέρω τι θα συμβεί στο μέλλον. Αλλά αν έχω μόνο άλλα 10 χρόνια, ελπίζω ότι θα μπορέσω να κάνω κάτι που να περιγράφει και να δηλώνει ακόμη πιο ξεκάθαρα αυτά που λέω τώρα. Η τέχνη είναι ένα εργαλείο που μπορεί να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε παραπέρα με ελπίδα και χωρίς απελπισία. Η τέχνη μού έδωσε δύναμη να επιβιώσω και να ξεχωρίσω. Η τέχνη είναι πολύ αισιόδοξη, αυτή είναι η πίστη μου».
11.27
Πριν από 10 μέρες βρέθηκα στον Λαγανά πρωί, πράγμα σπάνιο, σκοτώνοντας τον χρόνο μου μέχρι ένα ραντεβού. Όλα κλειστά, τα μπάζα άστραφταν φύρδην μίγδην στο φως. Κι η θάλασσα... Βλέποντας το «νησάκι» του Καμέο (ασύστολη νιότη μου), συνειδητοποίησα ότι μοιάζει πολύ με το νησάκι που βλέπει στο φως του φεγγαριού ο «Δολοφόνος του Τόκυο», το Εnoshima Island.
Πώς γίνεται να συσχετίζονται στο μυαλό μου δυο τόσο ανόμοια πράγματα; Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν. Είτε προβάλλω τις καταγωγικές εικόνες μου πάνω σε ό,τι καινούργιο συναντώ (απλοποιώντας τις νέες εμπειρίες με παλιές οικειότητες) είτε πρόκειται για μαγική λειτουργία της τέχνης: δημιουργεί αρχετυπικές εικόνες που μιλάνε σε όλους – είναι η θάλασσα όπου σμίγουν όλα τα νερά.
Κλείνω τα μάτια μου τόσο που δε βλέπω, ή μάλλον βλέπω την ανθισμένη νιότη μου, είμ' ένα αγοράκι που στήνει μια ξόβεργα, κι ένας μεγαλύτερος ετοιμάζει μια παγίδα για μένα.
― James Joyce, «Το πορτρέτο του καλλιτέχνη»
Ανάφη, μια νύχτα αϋπνίας του 2017. Στο τελευταίο δωμάτιο της Μαργαρίτας, προς τα χωράφια. Στο υποτυπώδες μπαλκόνι μια μπουκαμβίλια, η θάλασσα στο Κλησίδι, φεγγάρι του Αυγούστου. Η ζωή σαν χάδι, ανοιγμένο λουλούδι. Πάλι ένα σμήνος σκέψεις ετερόκλητο: ο «Δολοφόνος» ξανά, η «αμερικανική νύχτα» του «Pandora and the Flying Duchman», δαπανημένη εφηβεία στα τουριστικά, σκάλα στα rooms to let που ανεβαίνεις μουδιασμένος για ανάξιο κρεβάτι. Τι ισχύει αληθινά απ' όλα αυτά; Έχει σημασία; Από ένα σημείο και μετά, ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει.
Σκηνή από το υπέροχα ψεύτικο «Pandora and the Flying Duchman» (1951), με την Άβα Γκάρντνερ. Ρομαντικές ακρότητες σε ένα ισπανικό ψαροχώρι. Αυτό που ρίχνει κάποια στιγμή στο κρασί του ο τύπος είναι μάλλον κάτι σαν υδροκυάνιο – πεθαίνει μόλις τελειώσει το τραγούδι (λογικό).
14.45
Mπορούν οι μεγάλες εταιρείες να χρησιμοποιούν ρατσιστές ινφλουένσερ για να προωθούν τα προϊόντα τους; Μπορούν. Και μερικές το κάνουν. Αλλά μετά δεν θα πρέπει να μιλάνε για κοινωνική ευθύνη. Ούτε κανείς θα τις προστατεύσει στα ενδεχόμενα cancel.
Όλες οι εταιρείες έχουν σκοπό το κέρδος. Αλλά υπάρχουν τρόποι και τρόποι. Υπάρχουν τα μυωπικά, άπληστα κέρδη της στιγμής και η μακροπρόθεσμη πολιτική του κύρους και το ηθικού προσήμου.
Εκπλήττομαι όταν μεγάλες, έγκυρες εταιρείες χρησιμοποιούν Έλληνες ινφλουένσερ προγλωσσικού σταδίου, που όσο κι αν προσπαθούν να κρύψουν τον ρατσισμό τους, προδίδονται διαρκώς από την αστήριχτη αυτοπεποίθησή τους – παιδιά μιας επιθετικής αίγλης με χιούμορ – 40º υπό τον Σεφερλή, εικόνα πορνοστάρ και τους μισούς ακολούθους αγορασμένους από φάρμες του Ίντερνετ.
Πώς μεγάλες εταιρείες που μιλούν για κοινωνική ευθύνη χρησιμοποιούν τον Κοψιάλη, τη Σούπερ Κίκι ή την Τούνη χωρίς να καταλαβαίνουν ότι έτσι αποκλείουν ένα άλλο (ίσως μικρότερο, αλλά επί της ουσίας επιδραστικότερο) κοινό που απλώς περιφρονεί τη νοσηρότητα της εικόνας τους; Γιατί δεν βρίσκουν πιο ασφαλή περιβάλλοντα ή έστω κάποιον που να μη διχάζει τους δυνητικούς πελάτες τους;
Αληθινή κοινωνική (και δημοσιογραφική) ευθύνη είναι να πουλάμε ό,τι πουλάμε, χωρίς να χρηματοδοτούμε τους χειρότερους. Όσο δημοφιλείς κι αν (ισχυρίζονται ότι) είναι.
Αληθινή κοινωνική (και δημοσιογραφική) ευθύνη είναι να μην προσθέτουμε στη βία και τον ρατσισμό που ενδημεί στο μυαλό των ανθρώπων.
Μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο, η Unilever, έπαψε να διαφημίζεται στα σόσιαλ ακριβώς γι' αυτό. Δεν θέλει να εμφανίζονται τα μπάνερ της δίπλα σε ανεξέλεγκτες αναρτήσεις μίσους, ρατσισμού, προκατάληψης ή ψεύδη συνωμοσιολόγων. Ψάχνει το ασφαλές περιβάλλον των έγκυρων media.
Μερικές εταιρείες στην Ελλάδα νομίζουν ακόμη ότι η Τούνη είναι κάτι σαν την Καρντάσιαν.
Απλοϊκή σκέψη σε μια πολύπλοκη εποχή.
15.39
Ένα βίντεο στον τοίχο της Άννας. Ο μέγας Κιαροστάμι τραβάει (μάλλον με το κινητό) δυo άλογα να παίζουν στο χιόνι.
17.05
Ένας αυτοκράτορας λέει: «Με εγκαταλείψαν περισσότερο απ’ όσο εγκατέλειψα»
Η τεχνική του μεγάλου γόητα προϋποθέτει να περνάς με κάποια ευκολία από το ένα αντικείμενο στο άλλο, μια αδιαφορία απέναντί τους που εγώ δεν την είχα. Όπως και να 'ταν, με εγκαταλείψαν περισσότερο απ’ όσο εγκατέλειψα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς μπορεί να κορεστεί κανείς από ένα πλάσμα. Η επιθυμία ν’ απαριθμήσεις πόσα ακριβώς πλούτη σού φέρνει μια καινούργια αγάπη, να την κυττάζεις ν’ αλλάζει, να την κυττάς να γερνά ίσως, ταιριάζει άσκημα με την πολλαπλότητα των κατακτήσεων. Κάποτε πίστευα πως μια κάποια κλίση μου προς την ομορφιά θα μπορούσε να πάρει τη θέση της αρετής, να με κάνει απρόσβλητον στις επίμονες και υπερβολικά χυδαίες προσκλήσεις. Γελιόμουνα όμως. Ο ερασιτέχνης της ομορφιάς καταλήγει να την ανακαλύπτει παντού, τριχοειδές από μάλαμα μέσα στις πιο τυχάρπαστες φλέβες.
― Marguerite Yourcenar, «Αδριανού Απομνημονεύματα»
17.52
Μια μικρή επιλογή από τα «Εις εαυτόν» του Μάρκου Αυρηλίου κυκλοφόρησε πρόσφατα σε ωραία μετάφραση της Πέρσας Αγραφιώτου. Όσες φορές κι αν τα ξαναδιαβάσω, κάτι νέο μού λένε, ανάλογα με τη φάση που βρίσκομαι. Σπάνιο κείμενο προσωπικής απογύμνωσης, ειδικά από έναν αυτοκράτορα.
ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΔΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ
Από την Πέρσα Αγραφιώτου
Τα «Εις εαυτόν» δεν γράφτηκαν για να εκδοθούν. Είναι κείμενο προσωπικό, που αποκαλύπτει άνθρωπο ευαίσθητο, με βαθιά καλλιέργεια και μόρφωση. Ο Μάρκος Αυρήλιος είναι φιλόσοφος που δεν αρκείται σε θεωρίες, αλλά τις κάνει τρόπο ζωής. Ακολουθεί τους Στωικούς, χωρίς όμως να αποκλείει και άλλες φιλοσοφικές ιδέες· βαθιά μορφωμένος, με μεγαλείο ψυχής, ευρύτητα πνεύματος, ευγένεια, ήθος υψηλό. Δεν πίστευε στην υστεροφημία. Δεν πίστευε πως το έργο του θα επιζήσει. Κι όμως! Πόσο διαψεύστηκε! Επέζησε και θεωρείται από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά κείμενα του αρχαίου κόσμου. Δεν πρόκειται για ημερολόγιο, ούτε για πραγματεία. Οι μελετητές δεν μπορούν να το κατατάξουν σε κάποιο γνωστό είδος. Αποτελεί είδος από μόνο του. Ο Αντισθένης ο Κυνικός είχε πει ότι «το να μπορώ να συνομιλώ με τον εαυτό μου είναι ό,τι κέρδισα από τη φιλοσοφία», και αυτή η φράση αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση του έργου του Μάρκου Αυρήλιου. Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο. Γράφει σε στιγμές μοναξιάς και περισυλλογής, αγωνιώντας να κατακτήσει τη στωική αταραξία και να παραμείνει άνθρωπος που τιμά την παρουσία του στη γη και την εξουσία που του έτυχε να ασκεί. Οι παραινέσεις του γράφτηκαν μεν για αυτο- ψυχοθεραπευτικούς λόγους, στηρίζοντας τον καθημερινό του πολυμέτωπο αγώνα, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν πολύτιμο εργαλείο για όποιον αναζητεί την αιτία της ύπαρξής του. Οι σημειώσεις του Μάρκου Αυρήλιου περιλαμβάνουν σύντομα δοκίμια, αποφθέγματα και αποσπάσματα τραγικών ποιητών, πρόχειρες καταγραφές σκέψεων χωρίς συνοχή, καθώς είναι αυθόρμητες. Κάποτε απηχούν χωρία του Επίκτητου, του οποίου τη συμβουλή ακολουθεί: «Θυμήσου σε ό,τι σου τυχαίνει να επιστρέφεις στον εαυτό σου για να βρεις τη δύναμη να το αντιμετωπίσεις».
«Ποτέ μη λησμονείς αυτό: Στα λίγα βρίσκεται η ευτυχία»
ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΑ «ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ» ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΑΥΡΗΛΙΟΥ
Του ανθρώπινου βίου η διάρκεια μια στιγμή, η ύπαρξη ρευστή, η αίσθηση αμυδρή, το σώμα φθαρτό, η ψυχή τροχός, η τύχη άδηλη, η φήμη αμφίβολη. Συμπερασματικά, όλα τα του σώματος ποταμός, τα της ψυχής καπνός και όνειρο, η ζωή πόλεμος, κι εσύ ξένος σε τόπο ξένο. Η υστεροφημία λησμονιά. Τι, λοιπόν, είναι αυτό που μπορεί να μας συντροφέψει στην πορεία μας; Ένα μόνο. Η Φιλοσοφία. Και Φιλοσοφία θα πει να σέβεσαι τον ένδον θεό σου και να τον κρατάς ανέγγιχτο από πόνους και ηδονές. Να μην πράττεις επιπόλαια και υποκριτικά και να μη σε νοιάζει τι κάνει ή δεν κάνει ο διπλανός. Ό,τι κι αν σου συμβεί, δέξου το ως προερχόμενο από εκεί που κι εσύ ο ίδιος ήρθες. Και, πράγμα σημαντικό, να αποδέχεσαι ψύχραιμα τον θάνατο ως διάσπαση των στοιχείων από τα οποία κάθε ον συγκροτείται. Και εάν δεν είναι τίποτα φοβερό που κάθε στοιχείο μεταπλάθεται σε άλλο εις το διηνεκές, γιατί σε τρομάζει η μεταβολή; Έτσι το θέλει η Φύση. Και τίποτα δεν υπάρχει κακό σε ό,τι κατά φύσιν συμβαίνει.
►
Μπήκες στο πλοίο, ταξίδεψες, έφτασες. Αποβιβάσου.
►
Μάθε να κάνεις τέτοιες σκέψεις που, αν κάποιος σε ρωτούσε ξαφνικά «τι σκέφτεσαι τώρα;», να απαντούσες αμέσως με παρρησία «το και το».
►
Μόνος σου όρθιος να στέκεσαι. Όχι να σε στηρίζουν άλλοι.
►
Είναι ντροπή να μην έχει αποκάμει το σώμα σου και να «έχει παραδώσει τα όπλα» η ψυχή.
►
Κοίτα μην «καισαροποιηθείς». Μη σε διαφθείρει δηλαδή η αυτοκρατορική πορφύρα. Γιατί συμβαίνει. Μείνε απλός, αγαθός, ακέραιος, σεμνός, ανεπιτήδευτος, δίκαιος, θεοσεβής, ανεκτικός, φιλόστοργος, πιστός στο καθήκον. Αγωνίσου να μείνεις όπως σε έκανε η Φιλοσοφία. Να σέβεσαι τους θεούς και να βοηθάς τους ανθρώπους. Είναι σύντομος ο βίος και το μόνο κέρδος της επίγειας ζωής είναι η αγνή διάθεση και οι πράξεις για το καλό του κοινωνικού συνόλου.
►
Όποιος τα τωρινά είδε, τα πάντα έχει δει. Και τα προαιώνια και τα μελλούμενα στον άπειρο Χρόνο. Γιατί όλα είναι ομογενή και ομοειδή.
►
Η ζωή θυμίζει πιο πολύ πάλη παρά χορό, καθώς πρέπει να είσαι πάντα σε ετοιμότητα και να κρατάς την ισορροπία σου, ό,τι κι αν σου τύχει.
►
Πρόσεχε πάντα τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί των οποίων την καλή γνώμη επιζητείς.
►
Ποτέ μη λησμονείς κι αυτό: στα λίγα βρίσκεται η ευτυχία.
►
Οι ανώτερες, αν και διαφορετικές υπάρξεις συνενώνονται μεταξύ τους τρόπον τινά, όπως τα άστρα.
►
Μη μοχθείς με το ύφος του κακομοίρη ούτε σαν να θέλεις να σε λυπούνται ή να σε θαυμάζουν. Να δρας ή να απέχεις όπως αρμόζει σε συνειδητό πολίτη.
►
Όταν κάποιος σε κακολογεί, ή σε μισεί, ή κάποιοι σε ξεφωνίζουν, μπες στη μικρή ψυχή τους, διαπέρασέ την και δες ποιοι είναι. Θα ανακαλύψεις ότι δεν χρειάζεται να ασχολείσαι με το τι λένε τέτοιοι για σένα.
►
Άνθρωπε, υπήρξες πολίτης αυτής της πόλης της μεγάλης. Για πέντε ή τρία χρόνια, τι σημασία έχει; Οι Νόμοι για όλους ίδιοι. Πού είναι, λοιπόν, το φοβερό; Δεν σε διώχνει τύραννος ή άδικος δικαστής, αλλά η ίδια η Φύση που εδώ σε έφερε, όπως ακριβώς σε θεατρικό έργο, που ο σκηνοθέτης απολύει ηθοποιό που προσέλαβε. «Μα δεν έπαιξα», θα πεις, «και στις πέντε πράξεις, μόνο στις τρεις». Ωραία! Όμως στη ζωή και μόνο οι τρεις πράξεις είναι ολόκληρη παράσταση. Το πότε ολοκληρώνεται κάτι το ορίζει εκείνος που σε προσέλαβε και τώρα σε απολύει. Εσύ δεν έχεις θέση σε αυτά. Αποχώρησε, λοιπόν, ήρεμα.
― Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, μτφρ. Πέρσα Αγραφιώτου, εκδ. Αιώρα
Καλός ο Μάρκος Αυρήλιος, αλλά πολύ πιο σέξι ο Καρακάλλας
5 ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΚΑΡΑΚΑΛΛΑ ΓΙΑ ΛΟΓΟ ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΟ
Το πορτρέτο αυτό απεικονίζει τον Καρακάλλα στην ακμή του. Διαδέχτηκε τον πατέρα του Σεπτίμιο Σεβήρο, ο οποίος πέθανε στο Γιορκ το 211 μ.Χ. κατά τη διάρκεια εκστρατειών στη βόρεια Βρετανία. Ο Καρακάλλας βασίλεψε μόνο έξι χρόνια. Ταξιδεύοντας από την Έδεσσα προς την Παρθία, δολοφονήθηκε από τον Ιούλιο Μαρτιάλη, έναν από τους ακολούθους του σε έναν δρόμο κοντά στη Χαρράν (την ώρα που ουρούσε) στις 8 Απριλίου του 217. Ο Μαρτιάλης σκοτώθηκε επί τόπου από έναν τοξότη της φρουράς. Τον Καρακάλλα διαδέχθηκε στην εξουσία ο επικεφαλής της φρουράς των πραιτωριανών Μακρίνος.
Και ένας Καρακάλλας στο Μουσείο της Κορίνθου, μιας παλιάς εκδρομής, καταμεσήμερο, καλοκαίρι
20.22
Aυτος ο άντρας, όρθιος με τον υψωμένο δείκτη που είτε βγάζει την κορώνα μιας αρέκιας είτε λέει κάποιο αστείο, είναι ο θείος Ράκης. Πέφτω πάνω του στο βιβλίο «Η ζακυνθινή ταβέρνα» (εκδ. Περίπλους). Η ταβέρνα του Μπάστα. Μουσαμάς στον πάγκο, κιθάρα, φαΐ απ το σπίτι. Τόσα κλισέ που ακούγονται σαν ανέκδοτο.
Αυτό το ανέκδοτο είναι η ζωή μου.
Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο, ο θείος Ράκης μου αγόρασε με τα ελάχιστα λεφτά του το πρώτο μου αεροπορικό εισιτήριο. Είπε: «Εσύ ξέφυγες τώρα, θα μας ξεχάσεις». Πού να 'ξερε.
Τον είδα τελευταία φορά στη Σωτηρία, τέλη της δεκαετίας του '70 – κάτι σπιτάκια στα σύνορα του δάσους, που παλιά ήταν για τους φυματικούς. Τώρα μάλλον έβαζαν τους καρκινοπαθείς χωρίς προοπτική. Μόλις του είχα κανονίσει την εισαγωγή – τον άφησα να κάθεται σαστισμένος στα πόδια της κουκέτας. «Αριβερντέτσι Ρόμα», είπε αφηρημένα, όταν τον φίλησα να φύγω. Αρνήθηκε τελικά να μείνει να νοσηλευτεί. Λίγες μέρες μετά γύρισε στο νησί για να πεθάνει.
21.36
Δεν έχω διαβάσει τον «Οδυσσέα» του Τζόυς. Λογικά, θα έπρεπε. Οι «Δουβλινέζοι», το «Πορτρέτο» και κυρίως το ολιγοσέλιδο, αριστουργηματικό «Τζάκομο Τζόυς» με είχαν συναρπάσει τη στιγμή που έπρεπε να με συναρπάσουν. Στο όρθιο, σε ένα βιβλιοπωλείο, είχα διαβάσει στην τύχη δυο-τρεις σελίδες από τη μετάφραση του Καψάσκη στον «Οδυσσέα» και αποθαρρύνθηκα – μετά ξεχάστηκα. Τελικά, νομίζω οι μεταφράσεις με πήραν στον λαιμό τους.
Για λόγους αψυχολόγητους (ίσως ο φετινός ντόρος με τα 100χρονα του βιβλίου), κατέβασα ένα κομψό, πράσινο βιβλίο που είχε βγάλει το '83 στο Θεμέλιο η Μαντώ Αραβαντινού: «Τζαίημς Τζόυς, ζωή και έργο». Εξαντλημένο πια. Δεν είναι τόσο οι παρατηρήσεις της που με έψησαν – όχι ιδιαίτερα πρωτότυπες και γραμμένες με ύφος που έχει άβολα «επηρεαστεί» από το ύφος του Τζόυς. Είναι η μεταφραστική δεινότητά της σε μερικά αποσπάσματα του «Οδυσσέα» που μεταφράζει η ίδια για τις ανάγκες της έκδοσης. Με την απαραίτητη ορμή και λεξιπλαστική τόλμη που χρειάζεται ενας μεταφραστής του Τζόυς. Κρίμα που δεν ολοκληρώθηκε να βγει σε βιβλίο.
Για να κρίνετε κι εσείς, διαβάστε ένα απόσπασμα σε δική της μετάφραση. Ο Τζόυς αναφέρεται σε ένα πραγματικό γεγονός – ότι στον θάνατο της μητέρας του δεν δέχτηκε να γονατίσει και να προσευχηθεί πλάι στο κρεβάτι της, όταν εκείνη ξεψυχούσε. Το γεγονός είχε θεωρηθεί ασυγχώρητο στο Δουβλίνο της εποχής και ορισμένοι ποτέ δεν του το συγχώρησαν.
Στη σκηνή του «Οδυσσέα» που ακολουθεί (είχε ζητήσει το χρώμα του εξωφύλλου της πρώτης έκδοσης να έχει το γαλάζιο της ελληνικής σημαίας), ο αφηγητής Δαίδαλος/Τζόυς φιλοξενείται στον φίλο του Γκόγκαρτυ/Μάλλιγκαν. Ο Μάλλιγκαν ήταν ο παλιός, παιδικός, άσπονδος φίλος του.
ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΟΔΥΣΣΕΑ» ΤΟΥ ΤΖΟΫΣ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΝΤΩΣ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Μάλλιγκαν στο απάνω παραπέτο κοιτούσε τη Θάλασσα.
Πες μου, ρώτησε ήρεμα ο Μάλλιγκαν, δεν είν' ό Άλγκυ που την ονομάζει «η γκρίζα γλυκιά μας μάνα»; Η ροχαλοπράσινη θάλασσα! «Η αρχιδοσφίχτρα θάλασσα! Επί οινοπόα πόντον. Α, Δαίδαλε, Δαίδαλε, οι Έλληνες. Πρέπει να σ' τους διδάξω. Πρέπει να τους διαβάσεις στο πρωτότυπο. Θάλαττα Θάλαττα. Η μεγάλη, γλυκιά μας μάνα. Έλα να δεις.
Ό Στήβεν πήγε κοντά στο παραπέτο. Σκύβοντας κοίταξε το νερό και το Ποστάλι που ξεμπουκάριζε απ' το λιμάνι του Κινκστάουν.
― Η παντοδύναμη Μάνα μας, ξανάπε ο Μάλλιγκαν.
Κι αποστρέφοντας ξαφνικά το ανιχνευτικό βλέμμα του απ' τη θάλασσα, κατά το πρόσωπο του Στήβεν.
― Η θεία μου πιστεύει πώς εσύ σκότωσες τη μάνα σου. Γι’ αυτό δεν ήθελε να κάνομε παρέα.
― Κάποιος τη σκότωσε..., απάντησε πολύ σοβαρά ο Στήβεν.
― Να πάρει η οργή Κιντς, μπορούσες να γονατίσεις όταν η μάνα σου σ' το ζητούσε ξεψυχώντας. Είμαι κι εγώ παχύδερμο σαν εσένα, όμως όταν σκέφτομαι πως η μάνα σου ξεψυχώντας σε παρακάλαγε να γονατίσεις και να προσευχηθείς για την ψυχή της και συ αρνήθηκες; Ε! δεν γίνεται, υπάρχει κάτι το πολύ σάπιο μέσα σου.
Ο Μάλλιγκαν έπαψε για λίγο, κι έβαλε μπόλικη σαπουνάδα στο δεξί του μάγουλο. Ένα κάποιο χαμόγελο επιείκειας διαγράφηκε στα χείλια του.
― Είναι λοιπόν πολύ ξεφτιλισμένος, μουρμούρισε στον εαυτό του. Και... Κιντς, είσαι ο γλυκύτερος μασκαράς, πρόσθεσε φωναχτά.
Τώρα ο Μάλλιγκαν ξυρίζονταν με μεγάλες κινήσεις του ξυραφιού, σοβαρός και αμίλητος. Ο Στήβεν με τον αγκώνα ακουμπισμένο στον κοφτερό γρανίτη και με το μέτωπο μες στην παλάμη του κοιτούσε απορροφημένος τη γυαλισμένη και ξεφτισμένη άκρη του μαύρου μανικιού του. Ένας πόνος που δεν ήταν τρυφερότητα ξεσήκωνε την καρδιά του. Σιωπηλά, μες στ’ όνειρό του είχε παρουσιαστεί η μητέρα του αμέσως μετά το θάνατό της. Το λιπόσαρκο κορμί της έπλεε μες στο καφετί φαρδύ φουστάνι που μ’ αυτό την είχαν θάψει. Έβγαζε μια μυρουδιά από κερί και ροδόξυλο, η ανάσα της σιωπηλή και γεμάτη παράπονο τον άγγιζε, κι έφερνε ως αυτόν μια μυρουδιά από βρεμένη στάχτη. Ανάμεσα απ’ τα φωτερά ξέφτια του μανικιού του έβλεπε αυτήν τη θάλασσα σαν μια πελώρια γλυκιά μάνα να τον χαιρετάει με τη δυνατή φωνή της. Το δαχτυλίδι του κόλπου και του ορίζοντα κύκλωνε μιαν ακίνητη μάζα υγρού γκριζοπράσινου. Μια άσπρη λεκάνη από πορσελάνη, πλάι στο κρεβάτι που ξεψύχησε, είχε μέσα χολές και σάλια που τα ’χε βγάλει απ’ τό γαγγραινιασμένο συκώτι της, μέσα στις κρίσεις του εμετού που την έκαναν να ουρλιάζει.
Ο Μπαγκ Μάλλιγκαν σκούπισε τη λάμα του ξυραφιού του.
― Φουκαρά μου, είπε μ’ ευγενικιά φωνή, πρέπει να σου βρω κανένα πουκάμισο και τίποτα μυξομάντιλα. Πώς σου πάει η περισκελίς η δευτεροχεράτη;
― Καλά μου πάει, απάντησε ο Στήβεν.
Τώρα ο Μάλλιγκαν ξύριζε το περίγραμμα απ’ το κάτω χείλι του.
― Οποία ύβρις, δευτεροποδαράτο πρέπει να το πουν, δευτεροποδαράτο. Ποιος ξέρει ποιος μπεκροσυφιλιδικός τα φόραγε. Γκρίζα περισκελίς άρτια, με μία λεπτή ασπρόμαυρη απόχρωση. Θα σκίσεις Κιντς, δεν κάνω πλάκα, είσαι αχτύπητος όταν συστέρνεσαι.
― Δεν μπορώ να τα φορέσω, ευχαριστώ, έχει αυτή την ασπρόμαυρη απόχρωση.
― Ω, δεν μπορεί να το φορέσει, δεν μπορεί.
Ο Μάλλιγκαν φούσκωνε το μάγουλό του μες στον καθρέφτη.
― Το πρωτόκολλο κυρίως, το πρωτόκολλο.
Σκοτώνει πρώτα τη μάνα του, κι έπειτα δεν μπορεί να φορέσει παντελόνι μ’ ασπρόμαυρη ρηγούλα.
23.31
3 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΛΑΠΤΟΠ ΜΟΥ
1.
Η Μαρία Κάλλας φωτογραφίζεται με κοσμήματα και μακρύ φόρεμα με παγιέτες μέσα στο αποχωρητήριό της.
2.
Σκηνή από αγγλικό σοφτ πορν του 1966
3.
Gregory Crewdson, The Disturbance, 2014
10.34
Απεχθανόμουν τον Σαρτζετάκη. Ήταν μία από τις πολλές θεατρικές χειρονομίες του Ανδρέα Παπανδρέου που αποδείχτηκε σκάρτη. Όλοι περίμεναν ότι θα δουν τον Jean-Louis Trintignant στο «Ζ» του Γαβρά και αντ' αυτού εμφανίστηκε ένα αντιπαθές, φλύαρο, κακότροπο, τυπολατρικό πρόσωπο που δεν κέρδισε ούτε ίχνος έκτιμησης· αντιθέτως, έγινε στόχος κατακρίσεων και κοροϊδίας...
Η Ελένη Βλάχου (στη λίγο ατσούμπαλη Αυτοβιογραφία της) περιγράφει ένα επεισόδιο που δείχνει ανάγλυφα τη μυθιστορηματική σχεδόν μικρότητα του ανθρώπου:
To επεισόδιο με τον Πατριάρχη
Το επεισόδιο με το γεύμα στη «Μεγάλη Βρετανία» και την παρουσία του Πατριάρχη είναι σχεδόν απίστευτο.
Το τραπέζι στη μεγάλη τραπεζαρία ήταν στρωμένο και στολισμένο, ολόκληρη η επίσημη Ελλάς ήταν παρούσα, και περίμενε – ο Πατριάρχης, ο Πρωθυπουργός, η Κυβέρνηση... Αργούσε μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Σαρτζετάκης, και όταν αναζήτησαν το λόγο της αργοπορίας, έμαθαν ότι ο Πρόεδρος είχε δηλώσει ότι περίμενε να κατέβει ο Πατριάρχης να τον υποδεχθεί στα σκαλάκια του ξενοδοχείου, στην πόρτα του αυτοκινήτου του... Πρωτοφανής απαίτηση, και ο σεβάσμιος Πατριάρχης, αν και όπως πάντα ήρεμος, αρνήθηκε να κατέβει για την «υποδοχή»... Η ταραχή ανάμεσα στους παρισταμένους πήγαινε αυξάνοντας, οι ανώτεροι υπάλληλοι της Προεδρίας κατέβαιναν ως το αυτοκίνητο και προσπαθούσαν να πείσουν τον Πρόεδρο Σαρτζετάκη, που παρέμενε πεισματωμένος μέσα στο αυτοκίνητο, περιμένοντας τον Πατριάρχη...
Φαίνεται πως η λογική του ξαδέλφου μου Αγγέλου Βλάχου, που ήταν κι αυτός σε υπηρεσία, έδωσε κάποιο τέλος στην κωμικοτραγική αυτή ιστορία. Πήρε το πράγμα στα αστεία, και χωρίς να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο επεισόδιο, συνόδευσε τον Πατριάρχη από τη θέση του στο τραπέζι, κατέβηκε μαζί του τα σκαλιά της εισόδου του ξενοδοχείου, χαιρέτησε επίσημα τον Πρόεδρο Σαρτζετάκη, πάντα καθισμένο στο αυτοκίνητό του, και τελικά τον έπεισε να βγει, να χαιρετήσει τον Πατριάρχη εκεί στο πεζοδρόμιο, και εν συνεχεία να ανεβεί τα σκαλοπάτια, να περάσει την είσοδο του ξενοδοχείου, και να φθάσει ως την τραπεζαρία και ως τη θέση του στο τραπέζι... Δεν αντήλλαξαν ούτε λέξη –όπως ήταν φυσικό– ύστερα από την απαράδεκτη αυτή μικρή σκηνή, και το γεύμα τέλειωσε σε ατμόσφαιρα γενικής ψυχρότητας, την οποία μόνο ο Πρόεδρος Σαρτζετάκης δεν φάνηκε να είχε αντιληφθεί...
― Ελένη Βλάχου, Δημοσιογραφικά χρόνια, Πενήντα και κάτι, εκδ. Ελευθερουδάκη
ΒΟΝUS
Αποσπάσματα από το αριστουργηματικό «Τζάκομο Τζόυς» του Τζέημς Τζόυς, σε μετάφραση Μαντώς Αραβαντινού, εκδ. Χατζηνικολή
Ο Τζόυς φεύγοντας απ’ την Τεργέστη άφησε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του, αλλά και ένα θαυμαστό γραφτό, που είναι γνωστό με το ειρωνικό όνομα Τζάκομο Τζόυς, κατά το πρότυπο του Τζάκομο Καζανόβα, ο Τζόυς ο τρελός εραστής. Το κείμενο είναι ένα ερωτικό παραλήρημα. Υποκείμενο του πλατωνικού αυτού έρωτα η μαθήτριά του Αμαλία Πόππερ, κόρη του εβραίου μεγαλέμπορου της Τεργέστης. Το μικρό βιβλίο «Τζιάκομο Τζόυς» είναι ένα σκαλοπάτι ανάμεσα στη γραφή του «Πορτραίτου» και στη γραφή του Οδυσσέα που θα το ακολουθήσει. Το μικρό αυτό βιβλίο δεκατέσσερις σελίδες γράφτηκε ανάμεσα στο 1913-14. Και είναι ένα ποίημα ερωτικό. Και όπως η κοπέλα που παρουσιάζεται στην άκρη της θάλασσας (στο «Πορτραίτο του καλλιτέχνη») είναι το σύμβολο της ιρλανδέζικης ράτσας, έτσι και η Αμαλία Πόππερ είναι το σύμβολο της εβραίικης ράτσας, επιβεβαιώνοντας ακόμα μια φορά την περίφημη φράση του: Η επανορθωτική δύναμη του έρωτα, είναι μονάχα η τέχνη. Πολλά στοιχεία του Τζάκομο πέρασαν στον Οδυσσέα. Άλλωστε και ο τρόπος της γραφής του γίνεται ελλειπτικός και αφαιρετικός, τον διασχίζουν σιωπές όπως και στον Οδυσσέα ― Μαντώ Αραβαντινού
Μετακινούμενες ομίχλες στον λόφο, καθώς κοιτάω προς τα πάνω, αποσπώντας το βλέμμα μου απ' τη νύχια και τη λάσπη, ξεκρέμαστες ομίχλες πάνω απ' τα βρεγμένα δέντρα. Ένα φως στο απάνω δωμάτιο. Αυτή ντύνεται για να πάει στο θέατρο. Φαντάσματα μες στον καθρέφτη... Κεριά.
Σηκώνει τα χέρια της προσπαθώντας να κουμπώσει το πίσω μέρος του φουστανιού της από μαύρο τούλι. Ή, δεν μπορεί, όχι δεν μπορεί. Οπισθοχωρεί προς εμένα βουβά, σηκώνω τα χέρια μου να τη βοηθήσω. Τα χέρια της πέφτουν στα πλάγια. Πιάνω την άκρη του φουστανιού, τούλι λεπτό, ιστός αράχνης, το τραβώ προς το μέρος μου για να το κουμπώσω. Βλέπω μέσ’ απ’ το άνοιγμα το μικρό της σώμα τυλιγμένο μέσα σε μια πορτοκαλιά κομπιναιζόν. Γλιστράει με κορδέλες, δένεται στους ωμούς και πέφτει νωχελικά! Ένα τρυφερό γυμνό κορμί, φεγγοβολώντας μ’ ασημένιες ανταύγειες, κατεβαίνει πάνω στ’ αδύνατα πισινάκια της. Και πάνω ακριβώς απ’ τη σχισμή παίρνει μια χνουδωτή σκιά, θαμπωμένου ασημιού. Δάχτυλα παγωμένα, ανήσυχα κινητικά, ν’ αγγίζω, ν’ αγγίζω... Περπατάει μπροστά μου στο διάδρομο και καθώς προχωρεί μια μαύρη μπούκλα χαλάρωσε και πέφτει. Αυτή δεν το κατάλαβε, περπατάει μπροστά μου απλή και περήφανη. Έτσι παρόμοια περπάταγε πλάι στον Ντάντε, απείραχτη απ' το αίμα και τη βία, η κόρη του Τσέντι, Βεατρίκη, προς το θάνατο
... Δέσε τη ζώνη μου παρακαλώ και σήκωσε απάνω τα μαλλιά μου. Ένας κόμπος αρκεί.
... Απ’ την υπηρέτρια έμαθα πως τη μετέφεραν βιαστικά στο Νοσοκομείο. Poveretta, α, υπέφερε πολύ, πόναγε, poveretta, κι η κατάστασή της σοβαρή. Φεύγω τρέχοντας απ' το έρημο ετούτο σπιτικό. Ανάστατος και κλαίω. Α, όχι, όχι αυτό, έτσι στα ξαφνικά, χωρίς ένα λόγο, χωρίς ένα βλέμμα. Όχι, κολασμένη τύχη, δεν μπορείς να με κατατρέχεις τόσο.
... Εγχειρισμένη, το νυστέρι του χειρούργου ανασκάλεψε τα σωθικά της. Έπειτα το τράβηξαν, Αφήνοντας στην κοιλιά της την αλγεινή κοψιά απ’ το κοφτερό του πέρασμα. Βλέπω τα μάτια της διαστελμένα απ’ τον πόνο, τα μαύρα μάτια της, όμορφα σαν μάτια αντιλόπης.
«Ω, σιχαμερή πληγή, Θεέ μου ακόλαστε και ασελγή».
...Ξανά στην πολυθρόνα της κοντά στο παράθυρο και λόγια χαράς. Στο στόμα της γέλιο ευτυχισμένο. Πουλάκι τιτιβίζοντας, ύστερα απ’ τη θύελλα, χαρούμενο που η μικρή τρελή ζωούλα του πέταξε και ξέφυγε απ’ την αρπάγη των συσπασμένων δακτύλων ενός απειλητικού κυρίου, δημιουργού ορατών τε πάντων και αοράτων, τιτιβίζοντας ευτυχισμένα, τιτιβίζοντας και κελαηδώντας ευτυχισμένα.
Και παρακάτω:
Μου λέει πως το «Πορτραίτο του καλλιτέχνη» είναι ένα ειλικρινές βιβλίο, γραμμένο μονάχα για την Αλήθεια του, τότε θα με ρωτούσε αδίσταχτα γιατί το ’δωσα να το διαβάσει. «Ω! αλήθεια θα με ρωτούσε αδίσταχτα, αλήθεια. Κυρία των γραμμάτων!
Στέκεται όρθια ντυμένη στα μαύρα στο τηλέφωνο. Μικρά δειλά γελάκια, μικρές φωνούλες, δειλή ορμή των συλλαβών που διακόπτεται απότομα... Parlero colla mamma... Έλα, έλα μικρούλι μου. Το πανικόβλητο μαύρο κοτοπουλάκι: Μικρή ορμή απότομα σπασμένη, μικρές δειλές φωνούλες. Φωνάζει τη μάνα του, την κλώσσα τη φουφουλωτή.
Loggione [το τελευταίο υπερώο στην Όπερα]. Τοίχοι ιδρωμένοι αποπνέουν βαριές εξατμίσεις. Μια συμφωνία από αναθυμιάσεις ενώνει νομίζεις τις εξαθλιωμένες ανθρώπινες μάζες, που πέρασαν από κει: Ξινή μυρουδιά από μασχάλες, πορτοκάλια λαίμαργα δαγκωμένα και ξεζουμισμένα, κρέμες για τα στήθια, βρωμερές και λιωμένες φτηνές οδοντόπαστες, η ανάσα των συμποσιαστών, σκόρδο και θειάφι, βρώμα από κλανιές φωσφορικές. Οποπόναξ-Πλούσιος ιδρώτας εγγάμων γυναικών και κοριτσιών σε ώρα γάμου, μυρουδιές ανδρικές μοσχοσάπουνο και φτηνοτσίγαρα... Όλη τη νύχτα τη σκεφτόμουν, όλη τη νύχτα την ονειρευόμουν. Μαλλιά δεμένα σε πλεξίδες στεριωμένα ψηλά στο κεφάλι πυραμίδα, το οβάλ του προσώπου θαμπό και χλωμό, βλέμμα διαπεραστικό και στο βάθος αδιάφορο. Ένα δίχτυ πάνω στα μαλλιά της και το σώμα της το σκεπάζουν πράσινα κεντήματα. Χρώματα πλάνου ονείρου, αντανακλάσεις φυτικού καθρέφτη, πηχτή βλάστηση, πράσινη χλόη, κλωνάρια λογισμένα, κλαίουσες.
00.06
Με κουράζει απίστευτα όχι μόνο η πολλή πληροφορία, αλλά και η πολλή πανουργία, η ετοιμοπόλεμη διάθεση, η σβελτάδα των συνειρμών, η υπερεκτιμημένη ευφράδεια, ο συνεχής υπολογισμός του συμφέροντος, η κουτή εξυπνάδα τύπου Διανέοσις. Όλοι αυτοί οι επείγοντες, ακηλίδωτοι τύποι που έχουν όλο το πακέτο, τρέχουν με χίλια κι όμως μένουν ακίνητοι. Κουράστηκα ειλικρινά. Λαχταράω λίγη βραδύτητα, λίγη άγνοια, λίγη χαζομάρα. Μόνο με πέτρες δεν χτίζονται τα σπίτια. Βάζεις και λάσπη.
Ο τύπος που βάζει στο στόμα των αρχαίων Περσών την ιαχή «Στρατσιούτ, τραμπαντούν, μελεχάρ, λεχριτάρ» πολύ θα ήθελα να είναι φίλος μου και να λέμε χαζομάρες στο Γκάλαξι.