ΑΡΑΓΕ, ΠΟΤΕ ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ιστορία του βιβλίου; Ποιες μορφές έλαβε στο πέρασμα του χρόνου; Και πώς διασχίζουν οι λέξεις τον χώρο και τον χρόνο; Ο Πάπυρος αποτελεί ένα σαγηνευτικό επιστημονικό και επιμορφωτικό ταξίδι στην ιστορία του βιβλίου, μίας από τα πιο συναρπαστικές επινοήσεις του ανθρώπου. Η Ισπανίδα κλασικίστρια Irene Vallejo επιχειρεί να αποτυπώσει την ιστορία του και όλων όσοι τη διαφύλαξαν για σχεδόν τριάντα αιώνες. Στην προσπάθειά της αυτή μας κάνει κοινωνούς της γοητευτικής αυτής περιπέτειας των άπειρων λέξεων που γεννούν ένα βιβλίο.
Πρόκειται για μια συναρπαστική έκδοση που έχει πουλήσει 150.000 αντίτυπα, έχει κάνει είκοσι έξι εκδόσεις και έχει κυκλοφορήσει σε περισσότερες από τριάντα χώρες. Είναι μια εμπνευσμένη περιπλάνηση που συνδέει την κλασική με τη σύγχρονη εποχή. Αναφέρεται στη γέννηση του βιβλίου και σε όλες τις εκφάνσεις της ιστορικής διαδρομής του. Ένα καταιγιστικό χρονικό για την εξέλιξη της γραφής και το θαύμα της ανάγνωσης. Στις σελίδες του μπορείς να ανακαλύψεις τη σημασία της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, να διαβάσεις για τα εργαστήρια αντιγραφής χειρογράφων, τη βιβλιοθήκη του Σαράγεβο αλλά και τον υπόγειο λαβύρινθο της Οξφόρδης. Ένα μνημειώδες δοκίμιο για την ιστορία των βιβλίων.
Απόσπασμα
Τόλμησε να θυμηθείς
«Η εφεύρεση των βιβλίων ίσως υπήρξε ο μεγαλύτερος θρίαμβος στον επίμονο αγώνα μας εναντίον της καταστροφής. Καλάμια, δέρματα, κουρέλια, δέντρα και, τέλος, το φως φιλοξένησαν τη σοφία που τους εμπιστευτήκαμε, επειδή δεν ήμασταν διατεθειμένοι να τη χάσουμε. Χάρη στη βοήθειά τους, η ανθρωπότητα βίωσε μια καταπληκτική επιτάχυνση της ιστορίας, ανάπτυξη και πρόοδο. Η κοινή γραμματική που μας παρείχαν οι μύθοι και οι γνώσεις μας πολλαπλασίασαν τις πιθανότητες συνεργασίας, ενώνοντας αναγνώστες από διαφορετικά μέρη του κόσμου και από διαδοχικές γενιές στο πέρασμα των αιώνων. Όπως βεβαιώνει ο Στέφαν Τσβάιχ στο αλησμόνητο τέλος της νουβέλας Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ: “Πέρα από το να εκφράσουμε την ίδια μας τη φωνή, γράφουμε βιβλία για να ενωθούμε με τους ανθρώπους ώστε να αμυνθούμε απέναντι στην αδυσώπητη ανάποδη όψη κάθε ύπαρξης: την παροδικότητα και τη λήθη”.
Σε διαφορετικές εποχές, δοκιμάσαμε βιβλία από καπνό, πέτρα, χώμα, φύλλα, καλάμια, μετάξι, δέρμα, κουρέλια, δέντρα και, τώρα, από φως – υπολογιστές και ψηφιακά βιβλία. Προϊόντος του χρόνου, οι χειρονομίες για το άνοιγμα και το κλείσιμο των βιβλίων και την πλοήγηση εντός του κειμένου άλλαξαν. Άλλαξε η μορφή τους, η τραχιά ή ομαλή υφή τους, το λαβυρινθώδες εσωτερικό τους, ο τρόπος με τον οποίο τρίζουν και θροΐζουν, η διάρκεια ζωής τους, τα ζωύφια που τα κατασπαράζουν και η εμπειρία της ανάγνωσης, μεγαλόφωνη ή χαμηλόφωνη. Μετασχηματίστηκαν ξανά και ξανά, αλλά το αναμφισβήτητο είναι η καταπληκτική επιτυχία της ανακάλυψής τους.
Οφείλουμε στα βιβλία την επιβίωση των καλύτερων ιδεών που κατασκεύασε ποτέ το ανθρώπινο είδος. Χωρίς αυτά, ίσως να είχαμε ξεχάσει εκείνη τη χούφτα των ριψοκίνδυνων Ελλήνων που αποφάσισαν να δώσουν την εξουσία στον λαό – και ονόμασαν εκείνο το παράτολμο πείραμα “δημοκρατία”· τους ιπποκρατικούς γιατρούς που συνέταξαν τον πρώτο κώδικα δεοντολογίας στην ιστορία, με τον οποίο δεσμεύονταν να φροντίζουν και τους φτωχούς και τους δούλους: “Να λαμβάνεις υπόψη σου τα μέσα του ασθενή σου. Ορισμένες φορές πρέπει να παρέχεις τις υπηρεσίες σου ακόμα και χωρίς αμοιβή· και, εάν έχεις την ευκαιρία να εξυπηρετήσεις έναν ξένο που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, να τον συνδράμεις με όποιον τρόπο μπορείς”· τον Αριστοτέλη, που ίδρυσε ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια, και έλεγε στους μαθητές του πως η διαφορά ανάμεσα σε έναν σοφό και έναν αδαή είναι ίδια με τη διαφορά ανάμεσα στον ζωντανό και τον νεκρό· τον Ερατοσθένη, που χρησιμοποίησε τη δύναμη της λογικής για να υπολογίσει την περιφέρεια της Γης, χρησιμοποιώντας μόνο ένα δοκάρι και μια καμήλα και έπεσε έξω μόλις ογδόντα χιλιόμετρα· ή τους νομικούς κώδικες εκείνων των τρελών Ρωμαίων που μια μέρα χορήγησαν τη ρωμαϊκή ιθαγένεια σε όλους τους κατοίκους της τεράστιας αυτοκρατορίας τους· ή εκείνον τον Έλληνα χριστιανό, τον Παύλο της Ταρσού, που εκφώνησε ίσως τον πρώτο λόγο υπέρ της ισότητας όταν είπε: “Δεν υπάρχει Εβραίος ούτε Έλληνας, ούτε δούλος, ούτε ελεύθερος άνθρωπος, ούτε άντρας, ούτε γυναίκα». Έχοντας γνωρίσει όλους τους προαναφερθέντες, εμπνευστήκαμε ιδέες εξωφρενικές για το ζωικό βασίλειο, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία, η εμπιστοσύνη στην επιστήμη, η παγκόσμια υγεία, η υποχρεωτική εκπαίδευση, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η κοινωνική μέριμνα για τους αδύναμους. Ποιοι θα ήμασταν σήμερα αν είχαμε χάσει την ανάμνηση όλων αυτών των κατακτήσεων, όπως είχαμε ξεχάσει για αιώνες ολόκληρους τις γλώσσες και τις γνώσεις του πολιτισμού της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας; Ο συγγραφέας Ελίας Κανέτι, γερμανόφωνος Βούλγαρος σεφαραδίτης με ισπανικό επώνυμο –οι πρόγονοί του απ’ τη μεριά του πατέρα του άλλαξαν το Κανιέτε σε Κανέτι–, έδωσε την απάντηση: εάν κάθε εποχή έχανε την επαφή με τις προηγούμενες, εάν κάθε αιώνας έκοβε τον ομφάλιο λώρο, το μόνο που θα μπορούσαμε να χτίσουμε θα ήταν ένα παραμύθι χωρίς μέλλον. Θα ήταν ασφυκτικό.
[…]
Τα βιβλία νομιμοποίησαν, είναι αλήθεια, τρομερά γεγονότα, ωστόσο ταυτόχρονα στήριξαν αφηγήσεις, σύμβολα, γνώσεις και εφευρέσεις, ό,τι καλύτερο έφτιαξε η ανθρωπότητα κατά το παρελθόν. Στην Ιλιάδα παρακολουθούμε το σπαρακτικό αντάμωμα ενός γέρου άντρα με τον φονιά του γιου του· στους στίχους της Σαπφούς ανακαλύπτουμε πως η επιθυμία είναι μια μορφή εξέγερσης· στην Ιστορία του Ηρόδοτου μαθαίνουμε να αναζητάμε την εκδοχή του άλλου· στην Αντιγόνη διακρίνουμε την ύπαρξη διεθνών νόμων· στις Τρωάδες ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με την ίδια μας τη βαρβαρότητα· στην επιστολή του Οράτιου συναντάμε το σύνθημα του Διαφωτισμού “τόλμησε να μάθεις”· στην Τέχνη του έρωτα του Οβίδιου κάναμε ένα εντατικό μάθημα στην ηδονή· στα βιβλία του Τάκιτου κατανοήσαμε τους μηχανισμούς της δικτατορίας· και στη φωνή του Σενέκα ακούσαμε μια πρώτη ειρηνευτική φωνή. Τα βιβλία μάς έχουν κληροδοτήσει ορισμένες ιδέες των προγόνων μας που διατηρούνται ακμαιότατες: την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, τη δυνατότητα να επιλέγουμε ποιος μας κυβερνά, τη διαίσθηση ότι μάλλον είναι καλύτερα για τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο παρά να εργάζονται, τη βούληση να χρησιμοποιούμε –και να μειώνουμε– τα δημόσια ταμεία για να φροντίζουμε τους ασθενείς, τους ηλικιωμένους και τους αδύναμους. Όλες αυτές οι επινοήσεις ήταν ευρήματα των αρχαίων, όσων ονομάσαμε κλασικούς, κι έφτασαν ως εμάς από δρόμους αβέβαιους. Χωρίς τα βιβλία, ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει ο κόσμος μας θα είχε χαθεί στη λήθη».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.