ΣYMBAINOYN KAI ΛΑΘΗ στις ζωντανές μεταδόσεις, συμβαίνουν και απρόοπτα που μπορούν όμως να δυναμιτίσουν όλο το event, όπως διαπιστώσαμε και πρόσφατα στα Όσκαρ.
Ένα απρόβλεπτο γεγονός, μια αναπάντεχη παρέμβαση, μια «άστοχη και λανθασμένη συμπερίληψη», μια ατάκα και μόνο μπορεί να ακυρώσει τις προθέσεις και την προετοιμασία, να υπονομεύσει το αφήγημα, να αλλάξει εντελώς την ατζέντα, όπως με τον χθεσινό σάλο που προκλήθηκε από το γεγονός ότι ο σμιχτοφρύδης μπαροτουκαπνισμένος μαχητής από τη Μαριούπολη που εμφανίστηκε στην οθόνη του Κοινοβουλίου, εκτός από ομογενής (ελπίζει κανείς τουλάχιστον ότι αυτό ήταν το βασικό κριτήριο για την επιλογή του), είναι και μέλος των περιβόητων ταγμάτων Αζόφ.
Ο ίδιος ο Ζελένσκι άλλωστε το είχε θέσει απλά και κυνικά: «Είναι αυτοί που είναι, αλλά τώρα πολεμάνε τους Ρώσους». Τουτέστιν, το πλοίο της «αποναζιστικοποίησης» σάλπαρε προ πολλού, κι ας χρησιμοποιεί τον όρο ο Πούτιν ως –καταγέλαστο και μακάβρια υποκριτικό– επιχείρημα για την εισβολή του.
Όπως και με το απευθείας μετάδοσης χαστούκι του Γουίλ Σμιθ, οι θεατές της Βουλής χθες έζησαν μια γνήσια WTF στιγμή («Τι είπε αυτός τώρα; Ότι είναι Αζόφ; Καλά άκουσα;»), την ώρα που στην αίθουσα κάποιοι δεν είχαν καταλάβει ή έκαναν ότι δεν είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί.
Είναι βέβαιο ότι οι υπεύθυνοι επικοινωνιακής διαχείρισης αυτού του σημαντικού event που πήγε στραβά, όπως κι αν το εξετάσει κανείς, έπαθαν ένα μικρό ή μεγάλο εγκεφαλικό συνειδητοποιώντας το μέγεθος του «damage control» που θα είχαν να αντιμετωπίσουν.
«Αίσχος! Ναζί στο ελληνικό κοινοβούλιο!», ήταν η αντίδραση πολλών σχολιαστών (ή «χρηστών»). Δικαιολογημένη εν μέρει η ευαισθησία, κι ας είναι στατιστικά βέβαιο ότι κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί στο βήμα της Βουλής πολύ χειρότερες περιπτώσεις από τον άνθρωπο αυτό («προοδευτικοί» σχολιαστές τον αποκάλεσαν από «Νεάντερταλ» και «Αρχάνθρωπο των Πετραλώνων» μέχρι πολύ απαίσιους και ρατσιστικούς προσδιορισμούς), τον οποίον δεν είμαι σίγουρος αν είναι σωστό να αποκαλούμε Ναζί.
Τρέχα-γύρευε, τούτες τις μέρες ειδικά, ποιοι και πόσοι είναι Ναζί εκεί πέρα, από τη στιγμή που τα αδιαμφισβήτητης ναζιστικής προδιάθεσης τάγματα Αζόφ είναι ενταγμένα στην ουκρανική εθνοφρουρά. Μακάρι να μην ήταν, αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια.
Ο ίδιος ο Ζελένσκι άλλωστε το είχε θέσει απλά και κυνικά: «Είναι αυτοί που είναι, αλλά τώρα πολεμάνε τους Ρώσους». Τουτέστιν, το πλοίο της «αποναζιστικοποίησης» σάλπαρε προ πολλού, κι ας χρησιμοποιεί τον όρο ο Πούτιν ως –καταγέλαστο και μακάβρια υποκριτικό– επιχείρημα για την εισβολή του.
Σε κάθε περίπτωση ο καλεσμένος-έκπληξη κλήθηκε να εμφανιστεί στην έδρα μας για να επιστρέψει δημοσίως στη Ρωσία τον χαρακτηρισμό που χρησιμοποιεί ο Πούτιν για ολόκληρη την χώρα του. Και πιο «Ναζί» (ή φασίστα, τέλος πάντων, χωρίς εισαγωγικά) από τον Πούτιν –σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις και τις μεθόδους του– δύσκολο να πετύχεις εκεί έξω.
Το πρόβλημα είναι ότι ο χαρακτηρισμός έχει ξεχειλώσει σε βαθμό που δεν έχουν και πολύ άδικο όσοι λένε ότι έχουμε φτάσει να λέμε «Ναζί» ή «φασίστα» όποιον απλά δεν γουστάρουμε και στο τέλος μόνο οι πραγματικοί Ναζί βγαίνουν κερδισμένοι από μια τέτοια ισοπέδωση και από μια τέτοια θολούρα.
Θα ήταν επίσης καλό ίσως να περιορίσουμε τη λέξη «ξέπλυμα» και τα παράγωγά της. Δεν ανήκουν σώνει και καλά οι άνθρωποι που εκφράζουν μια άλλη άποψη σε κάποιο ξενόδουλο «payroll» ή σε κάποια μοχθηρή και παρανοϊκή σέκτα ή σε άλλη φάρα από μας, ούτε ξημεροβραδιάζονται, οι περισσότεροι τουλάχιστον, με μια αίσθηση καθήκοντος που τους επιβάλλει να «ξεπλύνουν» ξένες αμαρτίες παγκόσμιας κλίμακας.
Βρίσκονται άλλωστε ήδη σε λειτουργία τόσα μεγάλα «πλυντήρια» για τα οποία δεν έχουμε ιδέα ακόμα. Σε κάθε πόλεμο «ξεπλένονται» πολλοί και πολλά. Και στη δική μας –μικρή αλλά εξόχως δραματική και περιπετειώδη– σύγχρονη ιστορία έχουμε άπειρα σχετικά παραδείγματα.