ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥ σκόρπια στο διαδίκτυο, σαν στοιχειωμένα τεκμήρια μιας άλλης ψυχαγωγίας, μιας άλλης μαζικότητας, μιας άλλης ζωής, κάποιες σκαναρισμένες σελίδες από εφημερίδες και περιοδικά των ‘70s ή των 80s με τις λίστες των κέντρων διασκεδάσεως, των ντίσκο, των κλαμπ, των θεάτρων και των σινεμά της εποχής.
Η ιδέα είναι να νοσταλγήσουν οι παλιοί και να διαπιστώσουν οι νέοι την πληθώρα, υποτίθεται, επιλογών που υπήρχε τότε σε σχέση με τη συμπυκνωμένη και προβλέψιμη εμπειρία εξόδου που επικρατεί στους καιρούς μας, όχι μόνο μετά αλλά και πριν μεσολαβήσει το κλείσιμο που επέβαλε η πανδημία.
Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα που δεν υπάρχει πια, αλλά κάποτε έλυνε κι έδενε ή, τέλος πάντων, αυτό είναι το νοσταλγικό αφήγημα στο οποίο έχουμε αγκιστρωθεί.
H κινηματογραφική αίθουσα μπορεί να μην τελείωσε, μοιάζει όμως να έληξε οριστικά ως μαζική συνήθεια, ως ρουτίνα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής ψυχαγωγίας.
Στο πνεύμα αυτό μιας μάλλον άγονης και χειριστικής νοσταλγίας (ασχέτως αν τσιμπάει κανείς στο δόλωμα κάθε φορά) μπορεί να δει κατά καιρούς και διάφορα αποκόμματα με τις αναρίθμητες κινηματογραφικές αίθουσες που υπήρχαν κάποτε στην Αθήνα.
Θλιβερή κάθε φορά η σύγκριση με το σήμερα (αλλά και με το χθες και με το προχθές, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς), η λίστα όμως από το μακρινό 1986 που πέτυχα χθες σε φιλικό προφίλ μου προκάλεσε, όπως και σε άλλους, έντονη αίσθηση επειδή κάποιος είχε κάνει τον κόπο να τσεκάρει από πάνω με μια γραμμή εκείνα τα σινεμά που δεν λειτουργούν πια, με αποτέλεσμα να απεικονίζεται το μακελειό σε όλο του το μεγαλείο.
Ζήτημα είναι αν επιζούν με το ζόρι καμιά δεκαπενταριά από τις 135 «κεντρικές – Α’ προβολής», «ημικεντρικές» και «Πειραιώς – Α’ προβολής» αίθουσες που εμφανίζονται στη σελίδα και είναι ένα μέρος μόνο των αιθουσών του λεκανοπεδίου που λειτουργούσαν τότε.
Και από εκείνες που επιζούν όμως, κάποιες βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο και με ένα ερωτηματικό στην πλάτη, παγιδευμένες σ’ ένα ιδιότυπο καθαρτήριο από το οποίο εξέπεσε πριν λίγες μέρες το Έμπασσυ, σαφώς η πιο βαριά πρόσφατη απώλεια.
Και ήταν βαριά και εμβληματική η απώλεια αυτής της κλασικής και οικείας αίθουσας, και δικαίως το πήρε κατάκαρδα πολύς κόσμος που την είχε συνδέσει με τις ταινίες και με τις εξόδους μιας ολόκληρης ζωής, ασχέτως αν είχε χρόνια να κατέβει τα σκαλιά προς το φουαγιέ.
Το τρένο δεν γυρίζει πίσω. H κινηματογραφική αίθουσα μπορεί να μην τελείωσε, μοιάζει όμως να έληξε οριστικά ως μαζική συνήθεια, ως ρουτίνα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής ψυχαγωγίας. Σε σημαντικό βαθμό, η αίθουσα θα είναι στο μέλλον, αν δεν είναι ήδη, ένας χώρος ειδικών προβολών και αφιερωμάτων, που θα λειτουργεί (και) εκτός της τρέχουσας διανομής, θα είναι μια boutique / repertoire εμπειρία, θα είναι κυρίως περί σινεμά παρά περί εξόδου.
Δεν θα είναι το τέλος του κόσμου, ούτε το τέλος του σινεμά. Αρκεί να προστατευτούν με κάποιο τρόπο οι εναπομείναντες κινηματογράφοι, όπως γίνεται αλλού στον κόσμο, και να μη σβήσει εντελώς η συνήθεια της σκοτεινής αίθουσας, της μεγάλης οθόνης και της συλλογικής εμπειρίας.