Το πρώτο βιβλίο του Ντ. Χάντερ, που μόλις εκδόθηκε στα ελληνικά, είναι σωστό ηλεκτροσόκ, κανονική «γροθιά στο στομάχι». Δεν τον αποκάλεσαν τυχαία «Βρετανό Εντουάρ Λουί», καθώς η γραφή του είναι εξίσου αιχμηρή, διεισδυτική και «από τα κάτω», μόνο που τα δικά του βιώματα υπήρξαν πολύ πιο ακραία, η δε συγκλονιστική «εξομολόγησή» του προϋπέθετε μια ριζική μεταστροφή που δεν ήταν καθόλου εύκολη, ούτε αναμενόμενη. Σε κάθε περίπτωση, η σχεδόν ταυτόχρονη ανάδειξη τέτοιων συγγραφέων σε δύο μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες κάτι δείχνει.
Παιδί μιας φτωχής, προβληματικής οικογένειας δίχως κανένα στήριγμα ή εφόδιο, ο Ντομ, που σήμερα ζει στο Μάντσεστερ, γεννήθηκε, καθώς λέει, «κατά τύχη», επειδή η μητέρα του, που είχε υπάρξει και θύμα βιασμού, «δεν πίστευε πως ήταν σε θέση να πει “όχι” και να κάνει την άρνησή της να ακουστεί είτε επειδή απλώς τα “όχι” της αγνοήθηκαν».
Ήδη από τα προεφηβικά του χρόνια στο Νότιγχαμ βρέθηκε στο περιθώριο, έγινε κλέφτης, μικρέμπορος και χρήστης ουσιών, σεξεργάτης και ό,τι άλλο θα τον βοηθούσε να την παλέψει, όντας ένας ακόμα «λούμπεν προλετάριος». Εντάχθηκε σε συμμορίες, εθίστηκε στη βία και στη μισανθρωπία, κοιμήθηκε πολλά βράδια στον δρόμο, σε πάρκα, σε υπόστεγα ή όπου αλλού έβρισκε, έκατσε χρόνια σε αναμορφωτήρια και καταστήματα κράτησης ανηλίκων.
Υπήρξα πράγματι σεξεργάτης από τα δεκατρία ως τα δεκαπέντε μου, όχι μόνο για να μπορώ να κάνω τα δικά μου κουμάντα και να προμηθεύομαι τις ουσίες που ήδη έπαιρνα αλλά και για τη μητέρα και τις αδελφές μου – υπήρχαν μέρες που κυριολεκτικά δεν είχαμε να φάμε. Ουσιαστικά, η ίδια η μάνα μου με «παρακίνησε», εκδιδόταν άλλωστε κι εκείνη περιστασιακά.
Η πορεία του προς το χειρότερο έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, κάποια καλά διαβάσματα και συναναστροφές όμως την αντέστρεψαν θεαματικά. Λίγο μετά τα είκοσί του αφυπνίστηκε, πολιτικοποιήθηκε και εντάχθηκε στον ευρύτερο κινηματικό χώρο, βάζοντας δίπλα στη «λύσσα» τη συνείδηση.
Σύντομα όμως διαπίστωσε, καθώς λέει, τις ανεπάρκειες και της αριστεράς, η οποία όχι σπάνια αναπαρήγε έναν πατερναλιστικό, ηγεμονικό, προνομιούχο λόγο σαν αυτόν που θεωρητικά μάχεται τους «chavs», τους «αλήτες φτωχομπινέδες», όπως υπήρξε κι εκείνος:
«Πολλές από αυτές τις συλλογικότητες δεν καταφέρνουν να είναι αρκετά συμπεριληπτικές ώστε να αγκαλιάσουν όσους βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας, όσους δεν έχουν το σωστό χρώμα δέρματος, το σωστό φύλο ή τη σωστή έκφραση φύλου, όσους στερούνται ακόμα και τη στοιχειώδη μόρφωση ή ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές εισόδημα. Οι τελευταίοι προβάλλονται μεν ως χαρακτηριστικά παραδείγματα των συνεπειών της κρατικής βίας και της καπιταλιστικής εξαθλίωσης, δεν μετράνε όμως το ίδιο, καθώς δεν θεωρούνται "συνεπείς" ούτε και ικανοί να εκφράσουν έναν συγκροτημένο λόγο. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να έχουν ευαισθησίες, αλλά δεν έζησαν ποτέ στο πετσί τους τι σημαίνει να πεινάς πραγματικά ή να κοιμάσαι σε πάρκα και υπόστεγα στο καταχείμωνο», λέει σε μια χαρακτηριστική αποστροφή του.
Πιστεύει ότι αν κάποιος επιδιώκει μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή οφείλει να αγκαλιάσει και καταρχάς να ακούσει αυτόν ακριβώς τον κόσμο και γενικότερα τους μη προνομιούχους, ώστε να μην τους «χαρίσει» στην ακροδεξιά, ελπίζει ότι ο ίδιος έχει καταφέρει πια να δείχνει «σαν εμάς», με όλη τη λεπτή ειρωνεία που εμπεριέχει αυτή η φράση, λέει ότι γράφει για να επουλώσει τα τραύματά του και μνημονεύει τους φίλους που τον στήριξαν και τον στηρίζουν σε αυτό παρότι «παλιοχαρακτήρας», βρίσκει την ευτυχία σε απλά πράγματα, όπως οι νίκες της ομάδας του, και εγώ ευελπιστώ να κυκλοφορήσει κάποια στιγμή στα ελληνικά και το δεύτερο βιβλίο του με τον εύγλωττο τίτλο «Tracksuits, traumas and class traitors» (Lumpen, 2020).
— Τι σε κέντρισε να γράψεις το «Chav Solidarity»;
Όπως αναφέρω και στην εισαγωγή, ένας πρώτος καλός λόγος ήταν να δείξω πώς λειτουργεί το σύστημα στην Αγγλία, όπου οι ταξικές διαφορές είναι χαώδεις. Είμαστε μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου κι όμως πολλοί άνθρωποι στερούνται ακόμα και τα βασικά, ζουν χωρίς αύριο και η παρανομία τούς φαίνεται πιο ελκυστική από την κρατική ελεημοσύνη.
Υπήρξαν όμως κι άλλοι, εξίσου καλοί λόγοι, όπως το να μιλήσω για τις πολλαπλές σεξουαλικές, σωματικές και συναισθηματικές κακοποιήσεις που υφίστανται οι γυναίκες και τα παιδιά της εργατικής τάξης, ιδίως οι μη λευκές και τα μη λευκά, ως αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της ανέχειας που βιώνουν, για τη βία που υπέστην αλλά και τη βία που εγώ άσκησα σε άλλους στο ίδιο πλαίσιο. Για τη ζωή μου στον δρόμο, σε αναμορφωτήρια και σε φυλακές, για τα διαβάσματα εκείνα που με αφύπνισαν, τον Αντόνιο Γκράμσι, την Άντζελα Ντέιβις, την Ντόροθι Άλισον, τον Τζορτζ Τζάκσον, για την πολιτική μου στράτευση και τις εμπειρίες που αποκόμισα από αυτήν.
— Αναγνωρίζεις την αριστερά ως φυσικό σύμμαχο των καταπιεσμένων και των μη προνομιούχων, αυτό όμως δεν σε κάνει λιγότερο αυστηρό απέναντί της.
Κοίτα, αφότου βρέθηκα στον χώρο της αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων γνώρισα αρκετά αξιόλογα άτομα και οι ορίζοντές μου σίγουρα διευρύνθηκαν. Ταυτόχρονα όμως διαπίστωσα ότι πολλές από αυτές τις συλλογικότητες δεν καταφέρνουν να είναι αρκετά συμπεριληπτικές ώστε να αγκαλιάσουν όσους βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας, όσους δεν έχουν το σωστό χρώμα δέρματος, το σωστό φύλο ή τη σωστή έκφραση φύλου, όσους στερούνται ακόμα και τη στοιχειώδη μόρφωση ή ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές εισόδημα.
Οι τελευταίοι προβάλλονται μεν ως χαρακτηριστικά παραδείγματα των συνεπειών της κρατικής βίας και της καπιταλιστικής εξαθλίωσης, δεν μετράνε όμως το ίδιο, καθώς δεν θεωρούνται «συνεπείς» ούτε και ικανοί να εκφράσουν έναν συγκροτημένο λόγο. Υπάρχει δηλαδή ένας πατερναλισμός κι ένας ελιτισμός από την ανάποδη και είναι αναμενόμενο αυτό όταν εκφράζεται από ανθρώπους που μπορεί να έχουν ευαισθησίες, αλλά δεν έζησαν ποτέ στο πετσί τους τι σημαίνει να πεινάς πραγματικά ή να κοιμάσαι σε πάρκα και υπόστεγα στο καταχείμωνο.
Αν η κινηματική αριστερά επιδιώκει μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή θα πρέπει να πάψει να βλέπει τα πράγματα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των προνομίων και του δικού της ηγεμονικού λόγου.
— Πάντως, καθώς γράφεις, ήταν η επαφή σου με βιβλία ριζοσπαστών διανοητών που σε παρακίνησε να γυρίσεις σελίδα.
Ισχύει. Πολιτική συνείδηση όμως είχα ήδη, έστω σε πρωτόλεια μορφή, αντιλαμβανόμουν δηλαδή απόλυτα και στην πράξη παιχνίδια εξουσίας και εκμετάλλευσης που παίζονται στον κόσμο. Η πολιτικοποίηση ήρθε ως φυσική συνέχεια – μέσω αυτής βρήκα το λεξιλόγιο και τα εργαλεία να εκφραστώ αλλά και την ευκαιρία να μοιραστώ τις εμπειρίες, τις επιθυμίες και τις ιδέες μου με άλλους ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα.
Μπόρεσα έτσι να συνειδητοποιήσω και τα δικά μου προνόμια, το ότι αν δεν ήμουν λευκός θα είχα πολύ χειρότερη τύχη, ίσως να μη ζούσα καν σήμερα. Η συνύπαρξη και η αλληλεγγύη δεν είναι στόχοι τους οποίους φτάνεις ακολουθώντας συγκεκριμένα βήματα αλλά μια διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία. Πρόκειται άλλωστε για αξίες που μπορούν να ανθήσουν ακόμα και στο πιο εξτρίμ κοινωνικό περιθώριο.
— Ποια είναι η κατάσταση στη βρετανική κοινωνία, στην αριστερά και στο ανταγωνιστικό κίνημα μετά το Brexit;
Για τους φτωχούς και τις μειονότητες, σίγουρα χειρότερη. Ο απομονωτισμός ευνοεί τον κοινωνικό συντηρητισμό και τη δαιμονοποίηση του ξένου, του διαφορετικού.
Στην αριστερά, από την άλλη, επικρατεί μεγάλο κομφούζιο. Άνθρωποι μεγαλύτερων ειδικά ηλικιών θα θυμούνται ότι οι πολιτικές των Εργατικών άλλαξαν θεαματικά από τον Μπλερ και μετά, απομακρύνθηκαν από την εργατική τάξη και τα προβλήματά της. Ο Κόρμπιν προσπάθησε να αντιστρέψει αυτό το κλίμα, όμως δεν τα κατάφερε και τελικά παραιτήθηκε. Οι υποψήφιοι των Εργατικών οργώνουν προεκλογικά τις λαϊκές συνοικίες πόρτα-πόρτα, ζητώντας την ψήφο των ανθρώπων εκεί, εξαφανίζονται όμως την επομένη των εκλογών.
Οι μικρότερες αριστερές οργανώσεις προσπαθούν φιλότιμα, αλλά έχουν ακόμα λιγότερη επαφή με τα στρώματα των μη προνομιούχων. Δεν αρκεί το πρόταγμα της συμπεριληπτικότητας όταν απευθύνεσαι σε άτομα των οποίων πρώτο μέλημα είναι η καθημερινή επιβίωση. Τέτοια άτομα ήταν που πρωταγωνίστησαν στις μεγάλες ταραχές του 2011, με το κίνημα να ακολουθεί ασθμαίνοντας και να τα εγκαταλείπει στο όργιο καταστολής που ακολούθησε. Χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα σε αυτό το πεδίο.
— Στις γαλλικές προεδρικές εκλογές είδαμε ξανά την ακροδεξιά να πρωταγωνιστεί στο πολιτικό σκηνικό. Υπάρχει αντίστοιχο «ρεύμα» στη Βρετανία;
Στη Γαλλία φάνηκε ξανά ότι η ακροδεξιά καταφέρνει να έχει επιρροή όχι μόνο σε μη προνομιούχα λαϊκά στρώματα που κάποτε θα ψήφιζαν αριστερά αλλά και σε πιο μεσαία που δοκιμάζονται σκληρά από τις απανωτές κρίσεις, όπως συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό και στη Βρετανία.
Δεν έχουμε μεν εδώ έναν μεγάλο ακροδεξιό πολιτικό σχηματισμό αντίστοιχο του Εθνικού Μετώπου της Λεπέν –η απήχηση των καθαυτό ακροδεξιών είναι αναλογικά περιορισμένη– ούτε σημειώνονται οργανωμένες επιθέσεις κατά μειονοτήτων στον βαθμό που συνέβαινε πριν από μερικές δεκαετίες, συναντάς όμως την ακροδεξιά και το ιδεώδες της λευκής αγγλοσαξονικής υπεροχής που διαφέντευε κάποτε τον μισό κόσμο σε άλλα σημεία του πολιτικού φάσματος, όπως το εθνικιστικό, αντιευρωπαϊκό UKIP, που έχει πια «ξεφουσκώσει», τον στόχο του εντούτοις τον πέτυχε, και βέβαια στις τάξεις του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος.
Οι Συντηρητικοί έχουν άλλωστε υιοθετήσει πολλές ακροδεξιάς κοπής ιδέες, όπως η «βρετανικότητα» και η αντίθεση σε οτιδήποτε «υπερβολικά» νεωτερικό και κοσμοπολίτικο. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η ακροδεξιά δεν είναι μεν τόσο ισχυρή εδώ, το αφήγημά της όμως έχει περάσει στην κοινωνία κι εκεί πρέπει να στοχεύσουμε.
— Τόσο στην εισαγωγή όσο και μέσα στο βιβλίο αποδίδεις τα εύσημα στους φίλους σου που σε στήριξαν στη συγγραφική σου προσπάθεια.
Ναι, πολλές φορές μάλιστα το έκαναν από μόνοι τους, χωρίς να ζητήσω οτιδήποτε. Και ήταν πολύ σημαντική η συμπαράσταση και η στήριξή τους ακόμα και όταν ήμουν στα χειρότερά μου, ακόμα και όταν η συμπεριφορά μου απέναντί τους δεν ήταν ακριβώς υποδειγματική, γιατί αλλιώς δεν ξέρω αν θα το ολοκλήρωνα ποτέ, ήταν πολύς ο πόνος και το βάρος.
— Γράφεις ότι ακόμα και η ψυχική υγεία περνά μέσα από το φίλτρο της φυλής και της κοινωνικής τάξης.
Ψέματα; Όλη η φασαρία που γίνεται στη δημόσια σφαίρα αφορά το άγχος και την κατάθλιψη που βιώνουν οι λευκοί μεσοαστοί. Οι μη λευκοί, οι μη αστοί που αντιμετωπίζουν όχι μόνο ψυχολογικά προβλήματα αλλά και επιβίωσης, όπως συνέβαινε με τη μητέρα μου, είναι σχεδόν ανύπαρκτοι και στη χώρα αυτή ειδικά είναι πολύ διαδεδομένη η πεποίθηση ότι οι ίδιοι φταίνε για την κατάστασή τους, επειδή δεν κατάφεραν να πετύχουν στη ζωή τους, ότι δηλαδή δεν είναι θέμα συστήματος αλλά ατομικής ευθύνης.
— Μπήκες ανήλικος στη σεξεργασία, αναφέρεσαι μάλιστα εκτενώς σε εκείνη την περίοδο δίχως καθόλου να φοβάσαι μήπως «εκτεθείς».
Σιγά. Πόσο πια και σε ποιους να εκτεθώ; Υπήρξα πράγματι σεξεργάτης από τα δεκατρία ως τα δεκαπέντε μου, όχι μόνο για να μπορώ να κάνω τα δικά μου κουμάντα και να προμηθεύομαι τις ουσίες που ήδη έπαιρνα αλλά και για τη μητέρα και τις αδελφές μου – υπήρχαν μέρες που κυριολεκτικά δεν είχαμε να φάμε. Ουσιαστικά η ίδια η μάνα μου με «παρακίνησε», εκδιδόταν άλλωστε κι εκείνη περιστασιακά.
Συνευρισκόμουν κυρίως με μεγαλύτερους άντρες τους οποίους άφηνα να με χρησιμοποιούν όπως ήθελαν, ενώ θα μπορούσα να τους κάνω τα χειρότερα, ειδικά με τα μυαλά που είχα τότε. Ορισμένοι μάλιστα είχαν μια τόσο υποκριτική, προσβλητική και εκβιαστική συμπεριφορά ώστε μπορεί και να τους άξιζε.
Το πρόβλημα, ξέρεις, δεν ήταν η σεξουαλικότητά τους αλλά η κοινωνική απόσταση που μας χώριζε και από την οποία πήγαζαν αυτές οι συμπεριφορές και νοοτροπίες.
— Λες ότι υπήρξες τόσο θύμα όσο και θύτης βίας και κακοποίησης.
Ναι, γιατί ο φόβος που προξενούσα σε κάποιους ανθρώπους και η εξουσία που ως εκ τούτου ένιωθα με τρέφανε και με παρακινούσαν να το επαναλάβω.
Δεν είχα, ξέρεις, πολλές άλλες ευκαιρίες να νιώσω ότι με υπολογίζουν, ασχέτως του ότι ο ίδιος δεν υπολόγιζα τότε κανέναν και τίποτε, πόσο μάλλον πιο ευνοημένους από την τύχη ή απλώς πιο αδύναμους συνομηλίκους μου, ή πελάτες που ξηγιούνταν άσχημα. Το ότι μπορεί να έτρωγα κι εγώ μερικές μού ήταν αδιάφορο, είχα συνηθίσει από μικρός να με δέρνουν.
Βασικά, έκανα ακριβώς ό,τι ένας λευκός macho άντρας που νιώθει αδικημένος και ας είναι ακόμα κι έτσι σαφώς πιο προνομιούχος από τον αντίστοιχο μαύρο ή Ασιάτη, από μια γυναίκα ή ένα ΛΟΑΤΚΙ άτομο. Αντί να στρέψει την οργή του στους από πάνω, τη στρέφει ενάντια σε όσους βλέπει ως υποδεέστερους ώστε να εξασφαλίσει λίγη από την «αύρα» των εκμεταλλευτών με τους οποίους θεωρεί ότι ταυτίζεται επειδή είναι επίσης λευκός, κι ας βγάζει σε έναν χρόνο λιγότερα από όσα εκείνοι κερδίζουν σε μία μόνο μέρα.
Υπήρξα κι εγώ ρατσιστής ως έφηβος, ο πατέρας και οι θείοι μου με πήγαιναν σε συγκεντρώσεις του BNP και του Εθνικού Μετώπου, χαίρονταν που υπήρχαν ολόκληρες εθνότητες, φυλές και κοινωνικές ομάδες που απέναντί τους ακόμα κι εκείνοι, παρότι φτωχοί και κακομοίρηδες, ένιωθαν φύσει ανώτεροι. Η ίδια ακροδεξιά ρητορική ακούγεται και σήμερα, ότι φιλελεύθεροι, αριστεροί και μουσουλμάνοι τάχα συνεργάζονται για να κάνουν τη Βρετανία ισλαμικό κράτος.
Χρειάστηκε, που λες, προσπάθεια για να αλλάξω το λεξιλόγιο και τις ριζωμένες αντιλήψεις μου, κάτι που συμβάδισε με την πολιτικοποίησή μου και τη δουλειά που γινόταν σε διάφορες ομάδες και συναντήσεις με τον εαυτό μας καταρχάς. Και το ζήτημα δεν είναι να νιώσεις ενοχές ή να δηλώσεις μετάνοια αλλά να μπεις σε μια διαδικασία κριτικής και αυτοκριτικής απαραίτητη για όποιον θέλει να αλλάξει τον κόσμο και θα αφορά όχι μόνο τη φυλή και την κοινωνική τάξη αλλά και τις έμφυλες σχέσεις, τη σεξουαλικότητα, την προσβασιμότητα κ.λπ.
— Διαβάζω ότι προσπαθείς σκληρά όλα αυτά τα χρόνια να γιατρέψεις τα τραύματά σου. Πόσο καλά τα καταφέρνεις;
Αρκετά καλά για να μπορώ να ζω πια μια λίγο-πολύ «κανονική» ζωή και να μου ζητάνε συνεντεύξεις για τα βιβλία μου! Οι προσωπικοί αγώνες μοιάζουν με τους κοινωνικούς, δεν είναι μια διαδικασία με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα και στόχους αλλά κάτι που εξελίσσεται διαρκώς. Πού θα πάει, κάποια στιγμή μπορεί να γίνω «ένας από σας»!
— Μια συμβουλή που θα έδινες σήμερα σε ένα «παιδί του δρόμου», έναν νεότερό σου «chav»;
Πριν πω οτιδήποτε, δηλαδή αν έχω κάτι να του/της πω, θα κάτσω καταρχάς να τον/την ακούσω προσεκτικά, να δω εκείνος/-η τι έχει να μου πει. Διαφορετικά, θα γινόμουν το ίδιο πατερναλιστής με εκείνους τους αριστερούς που λέγαμε παραπάνω και με το δίκιο του/της θα με έβριζε. Γενικά μιλώντας όμως, θα σύστηνα στον καθένα να μάθει να δουλεύει το μυαλό και τις αισθήσεις του, να βρίσκει άμυνες απέναντι στην απελπισία και το μίσος, προσωπικές και συλλογικές.
— Τι σε κάνει να νιώθεις πραγματικά ευτυχής, Ντομ;
Εξαρτάται από τη φάση. Η μεγαλύτερη ευτυχία μου αυτό τον καιρό θα είναι να νικήσει η ποδοσφαιρική μου ομάδα, η Μπέρνλι, ώστε να καταφέρει να ξεφύγει οριστικά από τη ζώνη του υποβιβασμού!