Από την κορυφή του Άτλαντα μου είχαν πει ότι φαίνεται το όριο της ερήμου. Καθώς όμως φτάνω εκεί ψηλά, οι ανάσες δυσκολεύουν από το υψόμετρο, η ζάλη έχει γίνει πια συνήθεια και η ματιά μου χάνεται σε μια απλωσιά από κορυφές, μισοχιονισμένες πλαγιές και στον αντίλαλο του νου. Τα ξεχνώ όλα και γίνομαι βουνό.
4.167 μέτρα πιο ψηλά από τη θάλασσα και μετά από δύο μέρες ανάβαση η ηρεμία της κορυφής μού ανήκει. Στέκω στην άκρη, παίρνω βαθιά εισπνοή και ξέρω ότι το πιο ψηλό σημείο της Βόρειας Αφρικής έχει κάτι απ’ τα χνάρια μου. Γίνομαι ένα με το τοπίο, συνειδητοποιώ πόσος μικρός είμαι και αρκούμαι στην αλήθεια της στιγμής. Είμαι ψηλά· πιο ψηλά από τα χρώματα των πόλεων, τη βουή στις πλατείες και τους απέραντους αμμόλοφους.
Η επιστροφή είναι γεμάτη κεράσματα από τσάι μέντα στα χωριά των Βερβέρων, γουλιές φρέσκου χυμού πορτοκάλι, χειραψίες ψυχής και μια αναπάντεχη σύνδεση με τους ανθρώπους εκεί: η λέξη «βέρβεροι» ριζώνει βαθιά στην ελληνική «βάρβαροι». Είναι η στιγμή που τα μισόλογα, οι αγωνιώδεις ματιές για επικοινωνία και οι τυπικές χειραψίες γίνονται αγκαλιές ανθρώπων.
Στο Μαρόκο δεν είσαι ποτέ μόνος· το βουνό σε περιμένει, οι πόλεις χαράζουν αποχρώσεις στον νου σου και η έρημος αλλάζει σχήμα σε κάθε πέρασμα.
Πίσω στην κόκκινη ώχρα του Μαρακές όλα μοιάζουν να ξετρυπώνουν από παραμύθι. Περπατώ με τις ώρες στα πολύχρωμα παζάρια, στα παλάτια El Badi Palace και Palais Dar Si Said, στους εξωτικούς κήπους Majorelle και μεθυσμένος από τις τοπικές μυρωδιές τρυπώνω στη Μεδίνα, να γίνω ένα με τον παλμό της πόλης.
Και εκεί ξεκινά ο λαβύρινθος. Αφήνομαι στα πολύχρωμα σουκ, χαζεύω στα μικρομάγαζα, σε μια θάλασσα από μπιχλιμπίδια, βερβέρικα χαλιά, χειροποίητα πασούμια, δερμάτινα σε αποχρώσεις, μπαχαρικά, αρωματικά και μια διαρκή προτροπή για αγορά. Στην πρώτη ματιά με προσκαλούν ευγενικά στο μαγαζί τους. Πριν καθίσω, έχουν σερβίρει ζεστό τσάι. Για τους Μαροκινούς το παζάρι είναι τρόπος ζωής. Θέλουν την τιμή σου, αλλάζουν τη δική τους, σου χαμογελούν, σ' τα δίνουν όλα στο χέρι και στο τέλος ξέρουν να πουλήσουν το τίποτα για κάτι.
Ώρες μετά με βρίσκω να υπάρχω στον μικρόκοσμο της φημισμένης πλατείας Jemaa el-Fnaa. Η βουή, τα σκουντήματα, τα κρεμασμένα βλέμματα των παιδιών, ο ήχος από τα σφυρίγματα για τα περιστέρια, οι πάγκοι με τους ξηρούς καρπούς, οι χουρμάδες, τα γλυκά, τα ψητά κεφάλια αρνιού, τα πιάτα με τα σαλιγκάρια, οι μυρωδιές από το μεγαλύτερο υπαίθριο εστιατόριο του κόσμου, η μουσική, οι φωνές, όλα κάτι κι όλα ένα. Η ζωή εκεί αλλάζει δέρμα κάθε βράδυ.
Χίλιες και μια νύχτες δεν μου αρκούν, σκέφτομαι και συνεχίζω να περπατώ σε ένα χάος από γητευτές φιδιών, παραμυθάδες, ακροβάτες, πωλητές νερού, χαρτορίχτρες, χορευτές και τον χρόνο για πρώτη φορά να είναι πιο αργός από τους ανθρώπους.
Στο Μαρόκο δεν είσαι ποτέ μόνος· το βουνό σε περιμένει, οι πόλεις χαράζουν αποχρώσεις στον νου σου κι η έρημος αλλάζει σχήμα σε κάθε πέρασμα. Γιατί ακόμα κι ένα βήμα κάπου στον κόσμο ταξίδι είναι.